Η ελληνική οικονομία βρίσκεται για ακόμη μια φορά μπροστά στο φάσμα της χρεοκοπίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με τις πολιτικές που εφάρμοσε κατάφερε μέσα σε ελάχιστους μήνες να φέρει την ύφεση σε μια οικονομία που τον Ιούλιο του 2019 έτρεχε με ανάπτυξη 2,8% και είχε στα ταμεία της 37 δισ. ευρώ.
Η πανδημία του κορονοϊού επιδείνωσε σε τέτοιο βαθμό την ήδη επιβαρυμένη από τις άφρονες πολιτικές των «αρίστων» του επιτελείου της πλατείας Συντάγματος κατάσταση, που ένας νέος δανεισμός από τον ESM ο οποίος θα συνοδεύεται από σκληρούς μνημονιακούς όρους είναι αναπόφευκτος.
Οι τράπεζες θέτουν όλο και αυστηρότερα κριτήρια για να δανειοδοτήσουν μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κάτι που ουσιαστικά κόβει οποιαδήποτε χρηματοδότησή τους.
Η περίφημη βοήθεια, σε δάνεια ή επιδοτήσεις, από την Ευρωπαϊκή Ενωση σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις δεν θα μπορέσει να εκταμιευτεί πριν από το τέλος του χρόνου.
Η επιτροπή Πισσαρίδη που μετά βαΐων και κλάδων ανακοινώθηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για να διαχειριστεί τα ευρωπαϊκά κονδύλια, η οποία αποτελείται από ακραιφνείς υποστηρικτές της λιτότητας και φανατικούς πολέμιους του κοινωνικού κράτους, είναι δεδομένο σε ποιο δρόμο θα κινηθεί.
Η συστηματική αποβιομηχάνιση και ο μονοθεματικός προσανατολισμός προς τον καταρρεύσαντα εφέτος τουρισμό αναδεικνύουν το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας που είναι η επιλογή κατεύθυνσης.
Κάτι που δεν μπορεί να γίνει από απομονωμένους στα γραφεία τους υπουργούς και οικονομολόγους.
Η λύση είναι να αντιληφθεί η πολιτεία τις ανάγκες των πολιτών και όχι μιας επιχειρηματικής ελίτ. Κάτι δυστυχώς που ούτε η κυβέρνηση θα κάνει ούτε πολύ περισσότερο η επιτροπή Πισσαρίδη.
Στρατηγικό σχέδιο υπάρχει, είναι έτοιμο και είναι μονόδρομος.