Ο Blend Mishkin –κατά κόσμον Γιώργος Μαντάς– συμπληρώνει τριάντα χρόνια παρουσίας στη δισκογραφία. Ολα ξεκίνησαν μ’ ένα επτάιντσο σινγκλάκι των Bella Union στον Πήγασο του Κουτσούμπα που προωθούσε τις ελληνικές αγγλόφωνες μπάντες. «Είχαμε ξεκινήσει τους Bella Union στα 15 μας κι εγώ έφυγα στα 22 μου. Δεν ήθελα να συμβιβαστώ, γι’ αυτό και δεν υπήρξα ποτέ καριερίστας. Αν το δω έτσι δηλαδή, χαλιέμαι. Μου αρκεί που ξυπνάω κάθε πρωί κι έχω όρεξη ν’ ασχοληθώ με τα δικά μου». Θεωρεί πως με το να αλλάζει συχνά τον ήχο του πιθανώς να χάνει σε στίγμα και ταυτότητα: «Ολες οι μεγάλες καριέρες έχουν χτιστεί πάνω σε μια επανάληψη, ειδικά αν κάνουν επιτυχία. Ο Ροντ Στιούαρτ π.χ. πάει 80 χρονών αλλά έχει το ίδιο κούρεμα απ’ την εποχή των Faces». Πιστεύει πως συχνά οι πιο ταλαντούχοι άνθρωποι κάθονται σπίτι τους και δεν κάνουν τίποτε. Σκληρό αλλά αληθινό. «Γνώρισα ανθρώπους που δεν έκανα παρέα μαζί τους επειδή θα με βοηθούσαν. Δεν το ’χω καθόλου με τις δημόσιες σχέσεις».
Reggae για πρωινό
Παραγωγός στο «The last continent», το τελευταίο άλμπουμ του, είναι ο Θοδωρής Μανίκας, που η γνωριμία τους πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω. Για την εμπλοκή του με τη μουσική reggae μαθαίνω πως δεν ευθυνόταν τόσο ο Μανίκας όσο η παρέα του με την DJ Anna Mystic: «Ημασταν για χρόνια συγκάτοικοι και η Anna είχε φέρει 5.000 δίσκους reggae. Κάθε πρωί ξύπναγα και ανακάλυπτα δίσκους» μου λέει. Τον ρωτάω για τη διαφορά ανάμεσα σε έναν παραγωγό ήχου και ένα συνθέτη: «Η δουλειά του παραγωγού στο στούντιο είναι ό,τι και του σκηνοθέτη στον κινηματογράφο. Ο όρος “παραγωγός” έχει αλλοιωθεί απ’ αυτούς που έχουν μια εκπομπή στο ραδιόφωνο ή που κάνουν παραγωγή στον εαυτό τους. Η λέξη “συνθέτης” με την έννοια του composing μού ακούγεται πολύ βαρύγδουπη. Συνθέτες για μένα είναι ο Μάλερ και ο Στίβι Γουόντερ». Ο Blend Mishkin δηλώνει πολυταξιδεμένος, αφού από το 2009 μέχρι το ’16 έκανε δεκάδες τουρνέ τον χρόνο. «Μπορεί να έπαιζα» διηγείται «στη Δρέσδη και την επόμενη στην Κοπεγχάγη. Εμπαινα σ’ ένα τρένο και το έκανα». Η αλήθεια είναι πως από το 2005 και μετά το dub μουσικό ιδίωμα είχε πάρει τα πάνω του διεθνώς. Συμφωνεί. «Το dub στην ουσία ήταν μέθοδος αναπαραγωγής ενός κομματιού με τον ηχολήπτη σε πιο δημιουργική θέση. Στην Τζαμάικα των 60s υπήρχε ο Κινγκ Τάμπι που “έγδυνε” τα κομμάτια από φωνή, τύμπανο και μπάσο και τους πρόσθετε διάφορα εφέ. Το “dub version” έτσι γεννήθηκε και κυριαρχεί μέχρι σήμερα».
Τρίο σε περιοδεία
Ο Πάνος Δημητρακόπουλος, δεξιοτέχνης στο κανονάκι, ήταν συμμαθητής του από το δημοτικό. Χάθηκαν, όπως γίνεται συνήθως, μέχρι που συναντήθηκαν πάλι ως guests σε μια συναυλία των Burger Project. «Ηρθε ο Πάνος απ’ το σπίτι, άκουσε κάποια δικά μου demo, έγραψε κανονάκι πάνω τους κι εγώ τα εξέλιξα» εξηγεί. Ηδη πάντως έχουν κλείσει να παίξουν μαζί αυτό το καλοκαίρι στη Ζάκυνθο, τη Λαμία και αλλού ως τρίο: ο ίδιος, ο Δημητρακόπουλος και o ντράμερ Δημήτρης Στεργίου. Θεωρεί πως έχουν ακουστεί τα πάντα στη μουσική, γι’ αυτό και δεν θα χαρακτήριζε «free form» το άλμπουμ που έκαναν. Σίγουρα τα κομμάτια περιέχουν αυτοσχεδιασμούς κι αυτό τους φέρνει πιο κοντά στην τζαζ. «Είναι κάτι μεταξύ τζαζ και παραδοσιακής μουσικής» μου λέει. Ο ίδιος αποτάσσεται τον οπαδισμό στα πάντα, από την τέχνη μέχρι την πολιτική: «Βλέπω παντού παθιασμένους νάρκισσους με την εξουσία που αλλάζουν με το που πιάνουν μια καρέκλα».
«Πολύ καλό για ελληνικό»
Τον Blend Mishkin τον εντυπωσιάζει που οι σοβαρότερες μελέτες για την ελληνική παραδοσιακή μουσική έχουν γίνει από ξένους. Κι εγώ εντυπωσιάζομαι όταν τον ακούω να λέει πως το κανονάκι ήταν μέχρι πρότινος γι’ αυτόν αδιάφορο όργανο. «Κατάλαβα» ομολογεί «πως από μόνο του το κανονάκι έχει ένα μοναδικό ονειρικό ήχο, πιο μεταλλικό απ’ το σαντούρι, που σε πηγαίνει από Ελλάδα σε Τουρκία και σε Μέση Ανατολή». Πάνω απ’ όλα η μουσική γι’ αυτόν είναι επικοινωνία, καθώς ήταν πολύ εσωστρεφής. Το μεγαλύτερο ταλέντο του είναι η μεθοδικότητα, κάτι που θα συνέβαινε με οτιδήποτε καταπιανόταν. Υπάρχουν και εξαιρέσεις: θυμάται τότε που ως πιτσιρικάς δούλευε σε χρωματοπωλείο και έφαγε φρίκη βλέποντας το μέλλον του μέσα σ’ ένα μαγαζί και όχι στη μουσική.
Το «The last continent» θα βγει και σε βινύλιο, αν και δεν είναι θιασώτης του format ούτε πιστεύει πως ένας συλλέκτης είναι απαραίτητα και μουσικόφιλος. Τον ρωτάω, τέλος, αν αισθάνεται μοναξιά στο εγχώριο μουσικό τοπίο: «Ακούω συχνά αυτό το “εντάξει, εσύ όσα κάνεις είναι πολύ ιδιαίτερα”, όπως και το “πολύ καλό για ελληνικό”. Σ’ το λένε για κομπλιμέντο, αλλά ισοπεδώνει τα πάντα. Παραδόξως, αυτή η ανάγκη να ανήκω κάπου όσο μεγαλώνω όλο και εμφανίζεται περισσότερο. Μην ακουστώ νάρκισσος, όμως αυτά που ακούω τριγύρω μου δεν με εκφράζουν καθόλου».