Η τέως γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού Μαρία Βλαζάκη σε δήλωσή της στο documentonews.gr τονίζει η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ χωρίς αιτία και δικαιολογία καλεί το ΚΑΣ να επικυρώσει προειλημμένες αποφάσεις σχετικά με τη μεταφορά των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα η κυρία Βλαζάκη αναφέρει στη δήλωσή της.
«Χωρίς αιτία, χωρίς πιστευτή δικαιολογία, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού καλεί το ΚΑΣ να επικυρώσει προειλημμένες προφανώς πολιτικές αποφάσεις, ήδη δημόσια ανακοινωθείσες από 7.9.2019 διά στόματος πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, για τις αρχαιότητες στον σταθμό Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης. Απολύτως συνεπείς στις συμφωνίες μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και Αττικό Μετρό, επανεισάγεται στο ΚΑΣ εσπευσμένα, στην εκπνοή του έτους και στα προεόρτια, μελέτη κατακερματισμού και απόσπασης του μοναδικού για τις μαρτυρίες της κοσμικής συμβασιλεύουσας των βυζαντινών χρόνων αρχαιολογικού χώρου. Γιατί δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι από όλες τις αρχαιότητες που ήρθαν στο φως για την κατασκευή του μετρό και οι οποίες αποδομήθηκαν ή σε ελάχιστες περιπτώσεις αποσπάστηκαν, το μνημειακό σύνολο του σταθμού Βενιζέλου ξεσήκωσε τέτοια θύελλα αντιδράσεων.
Η επανεισαγωγή του θέματος στο ΚΑΣ είναι ακατανόητη, καθώς κατά τα έτη 2015-2019 προτάχθηκε η κατά χώραν διατήρηση του μοναδικού μνημειακού συνόλου για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη σπουδαιότητα και μοναδικότητά του ανεξαρτήτως κατασκευής του επίμαχου σταθμού (Υπ. Απόφαση 2015). Ακολούθως δε ανευρέθη και η ενδεδειγμένη τεχνική λύση διατήρησης των αρχαιοτήτων κατά χώραν, επανασχεδιαζομένου συνολικά του σταθμού από κοινού με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (Υπ. Απόφαση 2017). Αυτό που κυρίως επετεύχθη ήταν η συμμετοχή του Υπουργείου στον σχεδιασμό του σταθμού με όρους ανάπλασης της πόλης της Θεσσαλονίκης, μια ευτυχής στιγμή σύγκλισης σχεδιασμού τεχνικών έργων σε επίπεδο πολεοδομίας και προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς.
Οι παραπάνω ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας κατάφεραν να επανεισάγουν στην ελληνική κοινωνία την οξύτατη διαμάχη που έλαβε χώρα κατά τα έτη 2013-2014 και τον συνακόλουθο διχασμό που πυροδοτήθηκε από το ψευτοδίλημμα «ή μετρό ή αρχαία», πασχίζοντας να ακυρώσουν την καλλιέργεια πνεύματος αρμονικής συνύπαρξης σύγχρονων τεχνικών έργων και καταλοίπων του ιστορικού παρελθόντος, που προωθήθηκε επιτυχώς το προηγούμενο διάστημα με όρους ειλικρινούς διαλόγου, δημοκρατικότητας και εξωστρέφειας.
Αντί αυτών, παρατηρούνται συνεχείς προσπάθειες προς την κατεύθυνση του περιορισμού της εξωστρέφειας αλλά και των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού, όπου με την παραπλανητική επίκληση της απόφασης του ΣτΕ, συρρικνώθηκε η αρμοδιότητα ελέγχου στην αδειοδοτική διαδικασία σε ακτίνα 20 μόλις μέτρων γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους, προς όφελος της επενδύτριας εταιρείας. Ακολουθώντας την ίδια συνταγή, με νέα παραπλανητική επίκληση της απόφασης του ΣτΕ του 2016, με απελπισμένη και προκλητική παρερμηνεία των εξελίξεων των ανασκαφών στον σταθμό Αγίας Σοφίας, και με διάφορες κινδυνολογίες, γίνεται ξανά προσπάθεια κατακερματισμού και μετακίνησης του μοναδικού μνημειακού συνόλου.
Εν προκειμένω, οι υπηρεσίες του Υπουργείου καλούνται για ένα τόσο σοβαρό θέμα να εισηγηθούν: α) προχείρως και εντός ολίγων ωρών, β) υπό το βάρος προειλημμένων αποφάσεων σε εξωθεσμικό επίπεδο από κατεξοχήν αναρμόδιους, γ) κατά παράβαση του αρχαιολογικού νόμου, των διεθνών συμβάσεων και των διεθνώς παραδεδεγμένων αρχών για την αυθεντικότητα και την ακεραιότητα των μνημείων, δ) ανατρέποντας την ήδη εφαρμοζόμενη τεχνικά λύση διατήρησης in situ των αρχαιοτήτων και παράλληλα κατασκευής και λειτουργίας του σταθμού, ε) ακυρώνοντας τους εαυτούς τους όσοι συμμετείχαν στις ομάδες εργασίας ανασχεδιασμού του σταθμού και ανηύραν οι ίδιοι την κατάλληλη τεχνική συνδυαστική λύση. Ούτε στην ιστορικής σημασίας Αρχαιολογική Υπηρεσία της χώρας ούτε στο αρχαιότερο Συμβούλιό της αρμόζει τέτοια ευθεία απόπειρα διακινδύνευσης του κύρους και της επιστημονικής τους αξιοπρέπειας.
Πολλώ δε μάλλον καθώς εδώ δεν τίθεται μόνο ζήτημα ήθους και αξιοπρέπειας αλλά και στοιχειώδους νομιμότητας για την εξέταση της μελέτης απόσπασης καθαυτήν: «Η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν μετά από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του» ορίζει ρητά ο αρχαιολογικός νόμος. Επομένως, εφόσον υπάρχει δυνατότητα διατήρησης υλοποιούμενης ήδη και τεχνικά εφικτής, η ίδια η εξέταση του θέματος είναι αυτή που καταρχήν πάσχει νομικά, όχι μόνο η ενδεχόμενη απόφαση απόσπασης.
Ψυχραιμία λοιπόν. Η Κυβέρνηση πρέπει να σεβαστεί τις θέσεις και τις εκκλήσεις της ελληνικής και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Η κοινή λογική και ο νομικός και πολιτικός πολιτισμός υποδεικνύουν την άμεση ανάγκη απόσυρσης του θέματος από την ημερήσια διάταξη του ΚΑΣ και τη συνέχιση της εφαρμοζόμενης ήδη επιλογής, με τις βελτιώσεις που μπορεί να επιδέχεται, η οποία σέβεται τις συνταγματικές αρχές, τα μνημεία, τα όργανα, την τοπική κοινωνία αλλά και την οικουμένη και τις επόμενες γενιές».