Βικτώρια Μονίνα-Μπενουζίλιο-Ένα «κρυμμένο παιδί» θυμάται

Η Ελληνοεβραία Βικτώρια Μονίνα-Μπενουζίλιο αφηγείται πώς στην Κατοχή μια αθηναϊκή οικογένεια την έκρυψε και γλίτωσε από το κολαστήριο του Αουσβιτς. 

Φωτογραφίες: Δέσποινα Βαξεβάνη, προσωπικό αρχείο κ. Μονίνα-Μπενουζίλιο

Την Παρασκευή 24 Μαρτίου του 1944, όταν η Γκεστάπο συλλαμβάνει αιφνιδιαστικά στη συναγωγή της Αθήνας όλους τους παρόντες Εβραίους, κυρίως άντρες, ενώ οι αστυνομικές αρχές εκτελώντας τη διαταγή των Γερμανών συλλαμβάνουν γυναίκες και παιδιά από τις κατοικίες τους, η Βικτώρια Μονίνα είναι μόλις δύο χρόνων και βρίσκεται στο σπίτι της παίζοντας αμέριμνα μέχρι την ώρα που χτυπά την πόρτα ένας αστυφύλακας.

Η μικρή κόρη του Σάμυ και της Στερίνας Μονίνα δεν επιβιβάστηκε με τους γονείς της στο τρένο που τους οδήγησε στο Αουσβιτς – Μπιρκενάου. Για περισσότερο από δύο χρόνια μεγάλωνε με το όνομα Νίκη στο σπίτι του Σταύρου και της Βασιλικής Οικονομάκου, μέχρι την επιστροφή της μητέρας της από το Αουσβιτς στα τέλη του 1945. Τον πατέρα της δεν τον ξαναείδε ποτέ, ενώ την αδερφή της τη γνώρισε το 1972. Σήμερα, η Βικτώρια Μονίνα-Μπενουζίλιο ζει στη Θεσσαλονίκη, έχει δύο παιδιά και πέντε εγγόνια. Το τραύμα αυτού του πολέμου σφράγισε την παιδική της ηλικία και καθόρισε τη ζωή της. Αυτή είναι η ιστορία της, όπως τη διηγήθηκε στο Documento.

Στα σκοτεινά χρόνια της ναζιστικής χολέρας

Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 14 Απριλίου του 1942. Την ημέρα που οι Γερμανοί συνέλαβαν τον πατέρα μου και τη γιαγιά μου, η μητέρα μου, εγώ, η αδερφή μου Ρενίκα και η Σέλλυ, κόρη της θείας Ματίκας, ήμασταν στο σπίτι μας στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ. Οταν ο αστυφύλακας ήρθε να μας πάρει και μετά το πρώτο σοκ η μητέρα μου άρχισε να πακετάρει τα ρούχα μας. Τότε αυτός της είπε: «Κοιτάξτε, καλύτερα να δείτε πρώτα πού θα σας πάνε και μετά ελάτε να πάρετε τα παιδιά σας».

 Η γειτόνισσά μας, η Κωνσταντία Κωνσταντά, που άκουσε τη συζήτηση πρότεινε στη μητέρα μου να μας κρατήσει μέχρι να γυρίσει. Ετσι πείστηκε και έφυγε μόνη της, όπως μου διηγήθηκε αργότερα για το πώς μας άφησε πίσω της εκείνη την ημέρα. Θα ήθελα πολύ να ξέρω το όνομα αυτού του αστυφύλακα. Ηταν ο πρώτος που ρίσκαρε για τη σωτηρία μου.

Το σπίτι της αδερφής της μητέρας μου, της θείας Ματίκας, ήταν στην οδό Μελιδώνη απέναντι από τη συναγωγή. Εκείνη την Παρασκευή έβλεπε όλη την ημέρα ανθρώπους να μπαίνουν αλλά να μη βγαίνουν. Οταν είδε να φορτώνουν σε καμιόνια τον άντρα της μαζί με άλλους, αποφάσισε να δράσει. 

Το ίδιο βράδυ ήρθε στη Β. Ουγκώ να πάρει την κόρη της και εμάς και πήγαμε σε ένα μικρό σπίτι στη Δάφνη που είχε νοικιάσει εκείνο το απόγευμα και όπου ήδη είχε κρύψει τα υπόλοιπα τέσσερα παιδιά της. Πώς τα κατάφερε αυτή η γυναίκα μόνη της εκείνη την ημέρα δεν ξέρω. Είχαν κάποια χρήματα στην άκρη αλλά και αυτά σύντομα σώθηκαν.

Η θεία μου υπέφερε πολύ για να συντηρήσει τα πέντε παιδιά της και την αδερφή μου ενώ εγώ βρέθηκα να ζω άνετα στο Κουκάκι στο σπίτι των Οικονομάκων. Ο Σταύρος και η Βασιλική Οικονομάκου ήταν φίλοι των γονιών μου. Αγαπιόντουσαν σαν αδέρφια και όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος σ’ εμένα συμφώνησαν ότι αν γεννούσε κορίτσι θα τους το έδινε να το κρατήσουν στην τελετή της ονοματοδοσίας του. Ισως είμαι η μοναδική Εβραία που έχει νονούς χριστιανούς, έστω και άτυπα. Μου είχαν μεγάλη αδυναμία. Ο Οικονομάκος ήταν διευθυντής στο τελωνείο του σταθμού Λαρίσης και κάθε πρωί περνούσε μπροστά από το σπίτι μας για να πάει στη δουλειά του. Οταν την επομένη της μοιραίας αυτής Παρασκευής είδε τα παράθυρά μας σφραγισμένα, ανησύχησε. Εμαθε από τη γειτόνισσα τι συνέβη, ήρθε στη Δάφνη και ζήτησε από τη θεία μου να με πάρει στο σπίτι του.

Αρχικά ζούσαμε στο Μετς και στη συνέχεια στο Κουκάκι, όπου μετακομίσαμε πιθανόν για λόγους ασφάλειας, αν και όλοι ήξεραν ότι είμαι Εβραία και δεν τους πρόδωσε κανείς. Οι παιδικές αναμνήσεις μου ξεκινούν από τότε. Ο Σταύρος και η Βασιλική Οικονομάκου δεν είχαν δικά τους παιδιά και με είχαν σαν πριγκίπισσα. Ηταν υπέροχοι άνθρωποι. Μαζί τους άρχισα να γνωρίζω τον κόσμο. Το σπίτι μας είχε μια υπέροχη μαρμαροστρωμένη αυλή. Ο Οικονομάκος με πήγαινε στου Φιλοπάππου, μου μάθαινε να μετράω, μου μάθαινε αγγλικά, γαλλικά και μου έδειχνε το σχολείο απέναντί μας όπου θα πήγαινα σε δύο χρόνια. Με αγαπούσαν πολύ κι εγώ αυτούς. Ηταν η μαμά μου και ο μπαμπάς μου.

Ενα απόγευμα στα τέλη του ’45 με έντυσαν, μου έβαλαν –θυμάμαι– και έναν φιόγκο στα μαλλιά και πήγαμε σε ένα σπίτι. Μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με έναν γυμνό γλόμπο στο ταβάνι και ένα μαγκάλι στη μέση μια θεόρατη γυναίκα άνοιξε την αγκαλιά της και με έσφιξε δυνατά. Δεν τη γνώριζα και τρομοκρατήθηκα. Είχε γονατίσει δίπλα μου, με κρατούσε και έλεγε ότι είναι η μαμά μου. Εγώ φώναζα τη «μαμά» μου, τη Βασιλική, να με σώσει. Ημουν σχεδόν τεσσάρων χρόνων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν τη σκηνή. Ολοι έκλαιγαν κι εγώ ακόμη πιο δυνατά. Ηταν το σπίτι της θείας μου στην οδό Μελιδώνη και αυτή η γυναίκα ήταν η μητέρα μου που μόλις είχε γυρίσει από το Αουσβιτς. Ο «μπαμπάς» και η «μαμά» μου με άφησαν μαζί της και έφυγαν. Ολη τη νύχτα έκλαιγα, το ίδιο και αυτή· την επομένη με πήγε πίσω στο σπίτι των Οικονομάκων. Θεώρησε σωστό να με αφήσει μαζί τους για ένα διάστημα και ερχόταν κάθε μέρα μέχρι να τη συνηθίσω. Δυσκολεύτηκα πολύ να καταλάβω τι έγινε.

Μετά το τέλος της οδύνης

Οταν γύρισε η μητέρα μου από το Αουσβιτς δεν είχε άντρα, μάνα, πατέρα, αδέρφια, ούτε τη μεγάλη της κόρη που είχε μεταναστεύσει στην Παλαιστίνη με ένα πρόγραμμα για τα ορφανά του πολέμου. Είχε μόνο την αδερφή της Ματίκα, που είχε σωθεί κρυμμένη στην Αθήνα, κι εμένα. Αργησα όμως πολύ να τη συγχωρέσω μέσα μου που με χώρισε από τους Οικονομάκους. Για μένα ήταν οι γονείς μου. Μου έλειπαν πολύ, ιδιαίτερα ο «πατέρας». Αργότερα αποκαταστάθηκε η τάξη μέσα μου. Τη συναισθάνθηκα όταν άρχισα να νιώθω τι σημαίνει να έχεις παιδί και κατάλαβα ότι δεν το αφήνεις αλλού όσο δύσκολη και αν είναι η ζωή σου.

Μέχρι το 1947 μείναμε στο σπίτι της αδερφής της στην οδό Μελιδώνη. Γυναίκα εργοστασιάρχη κάποτε η θεία Ματίκα, πουλούσε πια τσιγάρα και καραμέλες στον δρόμο και μας συντηρούσε. Ωστόσο η μητέρα μου γνώρισε τον Χαΐμ Ναχούμ, που επίσης είχε χάσει τα πάντα –και γυναίκα και παιδιά–, παντρεύτηκαν και μετακομίσαμε στη Θεσσαλονίκη, όπου ο πατριός μου βρήκε δουλειά ως φύλακας στο νέο νεκροταφείο της κοινότητας που εκείνη την εποχή ανασυγκροτούνταν. Ετσι έφυγα από την Αθήνα τον Ιούλιο του 1947. Ακολούθησαν δύσκολα χρόνια μέχρι να ορθοποδήσουμε. Το 1951 πήγαμε πρώτη φορά στο Ισραήλ για να βρούμε την αδερφή μου. Στην ουσία όμως τη γνώρισα το 1972, όταν ήρθε στην Ελλάδα για να μας συναντήσει.

Με τον Σταύρο και τη Βασιλική Οικονομάκου κρατήσαμε επαφή μέχρι τον θάνατό τους. Αλληλογραφούσαμε, τους επισκεπτόμουν στην Αθήνα κάθε καλοκαίρι. Παντρεύτηκα το 1960 τον Ηλία Μπενουζίλιο και απέκτησα δύο γιους, από τους οποίους πλέον έχω πέντε υπέροχα εγγόνια. Αφού χήρεψα, από το 1985 και για 22 χρόνια διηύθυνα το γηροκομείο Σαούλ Μοδιάνο.

Ηταν μια επίσης σημαντική περίοδος της ζωής μου μιας και είχα να κάνω με μεγάλους ανθρώπους που κατά κάποιον τρόπο ήταν όλοι τους οι ανιόντες συγγενείς μου που δεν γνώρισα ποτέ. Πέρα από τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα, δούλευα με αυταπάρνηση και πολλή αγάπη γιατί ένιωθα ότι είχα καθήκον να κάνω τα τελευταία χρόνια αυτών των ανθρώπων όσο το δυνατόν ομορφότερα, αποδεικνύοντάς τους ότι μπορεί να έχασαν τους δικούς τους, αλλά η κοινότητά μας υπάρχει, τους φροντίζει και κυρίως ότι ο στόχος των ναζιστών να μας εξαφανίσουν από προσώπου γης δεν έγινε πραγματικότητα.

Ισως αυτές τις προσπάθειες τις δικές μου και άλλων της γενιάς μου είδε ο γιος μου και εμπνεύστηκε το ποίημα «Ελπίδα» ως φόρο τιμής για όλους εκείνους που προσπάθησαν και κατάφεραν να ξαναστήσουν την ισραηλιτική κοινότητα στα πόδια της.

Ελπίδα

Φίλιωσε η οδύνη με την ελπίδα

Σμίλεψαν κόσμο απ’ την αρχή

Κοφτή η ανάσα, quero mi vida (1)

Οχι άλλα δάκρυα, quero bivir. (2)

Δώσε μητέρα στην κόρη πένα

Πατέρα δώσε στο γιο χαρτί

Γκρεμίστε, χτίστε, vale la pena (3)

Δείξτε το δρόμο προς τη ζωή.

Είναι παιδί, είναι πουλί

Είναι του κόσμου η μουσική

Είναι νεράκι που βγαίνει απ’ το βράχο

Είναι η δύναμη που έχει η ευχή.

No ai nada mas valorozo (4)

De un mansevico en su idad

Salio d’ el fuego savio i ermozo

I sta cantando el Atikva.

Είναι παιδί, είναι πουλί

Είναι του κόσμου η μουσική

Μέσα απ’ την άβυσσο γεννιέται η ελπίδα

Είναι η δύναμη που ’χει η ζωή.

Λεβί Μπενουζίλιο

(1) Θέλω τη ζωή μου

(2) Θέλω να ζήσω

(3) Αξίζει τον κόπο

(4) Δεν υπάρχει τίποτε πιο αξιόλογο

Από έναν νεαρό στην ηλικία του

Βγήκε από τη φωτιά σοφός και όμορφος

Και τραγουδά την Ελπίδα.

Ετικέτες