Το παλιό χρηματιστήριο γίνεται η ιδανική σκηνή για τις ποιητικές κόρες της Αθήνας
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών οι Bijoux de Kant υφαίνουν μια παράσταση με νήμα που προέρχεται από την ποιητική προίκα της πόλης των Αθηνών. Ποιήματα που γράφτηκαν για την Αθήνα από την εποχή του λόρδου Μπάιρον μέχρι και σήμερα αποτελούν την πρώτη ύλη για να μιλήσουν για την ιστορία της πόλης και τις εγγραφές της πάνω στους ανθρώπους που σήμερα προσπαθούν να βρουν τη νέα τους ταυτότητα. Το Documento μίλησε με τους συντελεστές της παράστασης «Οι κόρες / Η νέα ποιητική της Αθήνας»: τον σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη και τις πρωταγωνίστριες Λένα Δροσάκη και Αλκηστη Πουλοπούλου.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το έργο;
Γιάννης Σκουρλέτης: Ολα ξεκίνησαν από μια πρόταση του Φεστιβάλ Αθηνών. Τα έργα που ανεβάζουμε ως Bijoux de Kant δεν είναι μόνο θεατρικά, αλλά έχουν ούτως ή άλλως σχέση με τη λογοτεχνία – το μυθιστόρημα και την ποίηση. Η διαδρομή που είχαμε ως ομάδα αποτέλεσε την αφορμή για να μου προτείνει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος να ασχοληθώ με αυτό το κομμάτι, στο πλαίσιο του ανοίγματος του φεστιβάλ στην πόλη. Ετσι έγινε μια πρώτη ανθολόγηση από τον Χριστόφορο Λιοντάκη, με τον οποίο συνεργαστήκαμε και επιλέξαμε από έναν ωκεανό λόγου μια σειρά ποιημάτων που είναι γραμμένα για την Αθήνα.
Ποιο είναι το θέμα της παράστασης;
Αλκηστις Πουλοπούλου: Η ιστορία αφορά δύο κόρες, οι οποίες βρίσκονται μόνες τους στον χώρο του πρώτου Χρηματιστηρίου Αθηνών και μιλάνε για τη μητέρα τους, τη φυσική τους μητέρα, αλλά και την πόλη ως μητέρα. Η μια κόρη πρεσβεύει το παλιό, θέλει να προφυλάξει την κληρονομιά, ό,τι της έχει κληροδοτήσει η αρχαία Αθήνα, και η πιο νέα θέλει να αφήσει πίσω το παρελθόν και να φύγει μπροστά.
Γ.Σ.: Η δεύτερη κόρη, η νεότερη, είναι το πιο επαναστατικό στοιχείο, θέλει να αποδεσμευτεί από το αρχαίο κάλλος και το αρχαίο κλέος που φέρει η ιστορία της Αθήνας και της Ελλάδας. Οι κόρες έχουν φυσικά αναφορά στις αρχαίες κόρες, τις Καρυάτιδες της Αθήνας.
Λένα Δροσάκη: Οι δύο αδερφές πραγματεύονται τις επιθυμίες τους, τις ανάγκες τους, την πραγματικότητά τους, την αλήθεια τους προσπαθούν να δουν πόσα ψέματα ή πόση αλήθεια κουβαλάνε. Ανταλλάσσουν τους θυμούς τους, το χιούμορ τους, το παιχνίδι και τη βαρεμάρα τους. Ανθρώπινα πράγματα δηλαδή.
Τι είδους μητέρα είναι η Αθήνα για εκείνες;
Λ.Δ.: Μια μητέρα που αγαπάει τα παιδιά της αλλά δεν ξέρει πώς να εκφράσει την αγάπη αυτή.
Α.Π.: Μάλλον υπήρχε πολλή αγάπη, όπως καταλαβαίνουμε από τα ποιήματα. Όμως αυτό το συναίσθημα κουβαλάει μαζί κι ένα βάρος, από το οποίο πρέπει να αποδεσμευτούν για να καταφέρουν να πάνε παρακάτω.
Το κτίριο του χρηματιστηρίου τι ρόλο παίζει στην παράσταση;
Γ.Σ.: Το χρηματιστήριο είναι εμβληματικό κτίριο της πόλης, γιατί με έναν τρόπο χαρακτηρίζει τις ταυτότητες που πήρε το ελληνικό κράτος, κυρίως από την πολύ ισχυρή συνεισφορά των Ευρωπαίων. Η εικόνα που ίσως είχαμε για καιρό για το νεοκλασικό ύφος της Αθήνας δεν αποτελούσε τη φυσική ιστορική πορεία της, αλλά ήταν κάτι που φορέθηκε από τους Βαυαρούς, τους Γάλλους, τους Άγγλους μετά την επανάσταση. Αυτό θέτει αμέσως ζήτημα ταυτότητας. Ποιοι ακριβώς είμαστε, τι κουβαλάμε, ποιες είναι οι πολύ ισχυρές εγγραφές που έχουμε κάνει ως άτομα αλλά και ως πολίτες της Αθήνας. Τι είναι δηλαδή πραγματικά δικό μας και τι μας έχει φορεθεί. Αρα η χρονολογική επιλογή των ποιημάτων ξεκινά περίπου γύρω στο 1820· το πρώτο ποίημα του έργου είναι γραμμένο από τον λόρδο Μπάιρον. Μετά κάνουμε μια γέφυρα περνώντας από Παλαμά, Σικελιανό, γενιά του ’30 και φτάνουμε έως τις μέρες μας. Μέσα από αυτό τον χάρτη αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς έχει συμβεί στην πόλη, ώστε να ξεκλειδώσουμε τους τρόπους που θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε τις νέες μας ταυτότητες. Έτσι, μαζί με τη Γλυκερία Μπασδέκη αρχίσαμε να φτιάχνουμε τα κείμενα εμπνεόμενοι και από τα ποιήματα και από τον χώρο του παλιού χρηματιστηρίου και από αυτή την κληρονομιά.
Ποια είναι η σχέση σας με τη σημερινή Αθήνα;
Λ.Δ.: Εγώ δεν είμαι από την Αθήνα, είμαι από την Πάτρα. Ηρθα στην Αθήνα με πολύ μεγάλη αγάπη και ανάγκη για να κάνω αυτό που θέλω και μέχρι και πέρυσι τη λάτρευα, αλλά τελευταία νιώθω λίγο σαν να με έχει πονέσει. Ισως αυτό να οφείλεται στην αποξένωση που δημιουργεί κάποιες στιγμές όταν γίνεται πνιγηρή και σκληρή. Συγχρόνως όμως έχει τα πάντα, σαν μια πηγή από την οποία δεν μπορείς να απομακρυνθείς και πολύ.
Γ.Σ.: Η Αθήνα είναι χωνευτήρι, ο καθένας φέρνει το όνειρό του. Ο ένας φέρνει το πελοποννησιακό όνειρο, ο άλλος το μακεδονικό και όλα αυτά τα όνειρα ζυμώνονται εδώ και φτιάχνουν αυτό το μεγάλο καζάνι μέσα στο οποίο βράζουμε όλοι.
Α.Π.: Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, έφυγα όταν ήμουν έξι χρόνων, μεγάλωσα στη Γαλλία και επέστρεψα πολύ αργότερα. Εχω πολύ παθιασμένη σχέση με την Αθήνα, τη λατρεύω, τη βρίσκω άκρως γοητευτική και ταυτόχρονα πολύ σκληρή και πολύ θορυβώδη. Εχει τεράστια γοητεία αυτή η πόλη, ειδικά στο κέντρο όπου υπάρχουν διαφορετικές ενέργειες μαζί. Εδώ συνυπάρχει το αρχαίο με τον μετανάστη· αυτές οι αντιθέσεις είναι που κάνουν το πλαίσιο μαγικό αλλά και πνιγηρό κάποιες φορές.
Γ.Σ.: Συμβαίνει αυτό όταν οι κληρονομιές είναι πολύ μεγάλες και παλιές. Ξέρεις, τα πράγματα, ακόμη και τα κτίρια, εντυπώνουν αυτό που βλέπεις. Ενα νέο θέατρο, για παράδειγμα, μπορεί να είναι υπέροχο αλλά δεν σου δίνει την ίδια αίσθηση που έχεις όταν μπαίνεις στο Θέατρο Τέχνης ή το Εθνικό. Γιατί εκεί ακόμη και τα ντουβάρια έχουν ακούσει έναν λόγο, κουβαλούν μια ιστορία. Γι’ αυτές τις εγγραφές μιλάμε.
Επιλέγετε να ανεβάσετε ελληνικά κείμενα σε μια εποχή που το ελληνικό κείμενο μάλλον δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα για το εγχώριο θέατρο.
Γ.Σ.: Είναι τεράστιος ο πλούτος στα ελληνικά κείμενα και τα ελληνικά συμβάντα. Για πολλά χρόνια το να ασχοληθείς στο θέατρο με ελληνικά ζητήματα είχε τον κίνδυνο να σε κατατάξει στη σφαίρα του γραφικού. Αυτό είχε αποτέλεσμα να μας αποκόψει από τη μήτρα των κειμένων, γιατί όταν αποκοπείς από τη γλώσσα φεύγεις από το βασικό συστατικό που είναι το αίσθημα, δηλαδή δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς εγγράφεται μέσα σου. Επιμένω πάρα πολύ στα ελληνικά κείμενα και στη νέα παραγωγή κειμένων. Στόχος μου είναι να ακούγεται το παρελθόν με σύγχρονο τρόπο, γιατί δεν με ενδιαφέρει να κάνω ηθογραφία. Η ιστορία κουβαλιέται και πρέπει να τη δούμε, να τη συναντήσουμε χωρίς γυαλιά ηλίου, να την αντικρίσουμε όσο μπορούμε κατά πρόσωπο. Αλλωστε όσο πιο προσωπικός γίνεσαι τόσο πιο πολύ αφοράς τους άλλους. Αλλιώς κινδυνεύεις να πέφτεις σε αντιγραφή άλλων συστημάτων. Τα συστήματα είναι καλό να τα έχουμε μπροστά μας αλλά να τα βλέπουμε μέσα από τις δικές μας διαδρομές.
Εχετε μεγάλη αγάπη στο ρεύμα του ρομαντισμού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και άλλα πολύ αξιόλογα ελληνικά κείμενα που περιγράφουν πολύ καλά την εποχή τους. Θα ανεβάζατε κάτι χιουμοριστικό, για παράδειγμα Τσιφόρο;
Γ.Σ.: Η σχέση μου με τα κείμενα είναι σωματική. Αν νιώσω ότι κάτι με ενδιαφέρει, ανεβάζω δέκατα. Αυτό μπορεί να μου συμβεί με διάφορα πράγματα. Τα πράγματα για μένα έχουν την ίδια αξία και δεν πετάω τίποτε, είτε είναι ο Χρηστομάνος είτε οι βιντεοκασέτες του ’80. Ολα έχουν κάνει διαδρομές μέσα μας. Οπότε δεν έχω τέτοια θέματα. Μπορώ να κολυμπάω σε νερά που εκ πρώτης όψεως φαντάζουν άπατα και ίσως είναι, αλλά δοκιμάζω. Έχουμε το δικαίωμα να κολυμπήσουμε στα βαθιά.
Info
Οι κόρες, η νέα ποιητική της Αθήνας
30 Ιουνίου – 3 Ιουλίου (21.00)
Μικρό Χρηματιστήριο
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Σκηνογραφία – Κοστούμια: Γιάννης Σκουρλέτης
Ποιητική ανθολόγηση: Χριστόφορος Λιοντάκης
Κείμενο: Γλυκερία Μπασδέκη
Συνεργάτις σκηνοθέτις: Ηλέκτρα Ελληνικιώτη
Συνεργάτης Σκηνογράφος-Γλυπτικές Συνθέσεις: : Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Συνεργάτις ενδυματολόγος: Δήμητρα Λιάκουρα
Παίζουν η Λένα Δροσάκη και η Άλκηστις Πουλοπούλου
Συμμετέχει 15μελής χορός