Με αφορμή την απόφαση για τη δίκη της Χρυσής Αυγής ανατρέχουμε στα πολύ καλά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει σχετικά με την εγκληματική της δράση.
Όταν στα τέλη του 2012 εκδόθηκε το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Ψαρρά «Η μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής – Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής ομάδας» (Εκδόσεις Πόλις) τα μέλη της οργάνωσης εξαπέλυαν πογκρόμ ακόμη και περιφερειακά της πλατείας Συντάγματος. Ήταν η εποχή που με τη νομιμοποίηση που τους έδωσε η είσοδος της Χρυσής Αυγής στο ελληνικό κοινοβούλιο (στις 5 Μαΐου 2012) βγήκαν ανοιχτά σε όλες τις γειτονιές για να «ξεβρομίσουν τον τόπο» όπως προκλητικά δήλωναν.
Μία από εκείνες τις μέρες σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της περιοχής παρατηρούσε κανείς ένα φαινόμενο που μέχρι πριν από λίγο καιρό θα φαινόταν παράδοξο. Κάποιοι κρατούσαν το βιβλίο του Ψαρρά προσπαθώντας να κρύψουν το εξώφυλλο από φόβο. Ο Ψαρράς, μέλος της ερευνητικής ομάδας του «Ιού» που ασχολήθηκε επί σειρά ετών με την εξέλιξη και τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής και αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους μάρτυρες στη δίκη κατά της εγκληματικής οργάνωσης, περιγράφει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επέτρεψαν στο ναζιστικό μόρφωμα να χρησιμοποιήσει τις δημοκρατικές διαδικασίες προς όφελός του στέλνοντας την κατά παράδοση φιλόξενη Ελλάδα «στην κατώτερη βαθμίδα των πιο ξενόφοβων ευρωπαϊκών κοινωνιών».
Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο βιβλίο βασίζονται σε μεγάλο μέρος στις έρευνες και στα ρεπορτάζ του «Ιού» (Δημήτρης Ψαρράς, Τάσος Κωστόπουλος, Δημήτρης Τρίμης, Αγγέλικα Ψαρρά, Άντα Ψαρρά) που δημοσιεύτηκαν στην «Ελευθεροτυπία» από το 1990 έως το 2010. Η καταγραφή του Ψαρρά ξεκινά από τον Δεκέμβριο του 1976, όταν κατά τη διάρκεια της κηδείας του Ευάγγελου Μάλλιου –από τους σκληρότερους βασανιστές της χούντας ο οποίος εκτελέστηκε από τη 17 Νοέμβρη– πέντε δημοσιογράφοι λιντσαρίστηκαν και κατέληξαν στο νοσοκομείο. Μεταξύ των δραστών ήταν και ο Νίκος Μιχαλολιάκος, ο οποίος λίγες εβδομάδες μετά ενεπλάκη σε σειρά τυφλών βομβιστικών επιθέσεων στην Αθήνα ως μέλος του κόμματος της 4ης Αυγούστου. Το βιβλίο εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ των μελών, τις συνδέσεις με την ΕΛΑΣ, τη στάση των ΜΜΕ, τη θέση της επίσημης εκκλησίας, τη χρήση συμβόλων και συνθημάτων, την απήχηση που είχε η Χρυσή Αυγή μέσα στη διετία 2010-12 καθώς και τη δράση της μετά τις εκλογές, με τη δημόσια εξαγγελία πογκρόμ και λιντσαρίσματος στο πρότυπο της Κου Κλουξ Κλαν.
Τον Σεπτέμβριο του 2014, έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα όταν ήδη ξετυλιγόταν το κουβάρι των αποκαλύψεων, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά «Η Χρυσή Αυγή μπροστά στη δικαιοσύνη» (Εκδόσεις Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ). «Επί χρόνια το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η ελληνική δικαιοσύνη αντιμετώπιζαν τη Χρυσή Αυγή με τη βεβαιότητα ότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί και να διωχθεί στο σύνολό της, εφόσον η ελληνική συνταγματική τάξη δεν προβλέπει απαγόρευση πολιτικών κομμάτων. Το αποτέλεσμα αυτής της βεβαιότητας ήταν ότι κάθε φορά που προέκυπτε κάποιο περιστατικό άσκησης εγκληματικής βίας με κατηγορούμενους μέλη της Χρυσής Αυγής, οι αρμόδιες αρχές απέφευγαν να ερευνήσουν και να διαπιστώσουν τα πραγματικά κίνητρα των δραστών, δηλαδή την ένταξή τους ακριβώς σε μια εγκληματική ναζιστική οργάνωση, για την οποία η βία δεν ήταν απλά το μέσον, αλλά ο ίδιος ο σκοπός της δράσης της. Και όσες φορές έφτασαν σχετικές υποθέσεις στη Βουλή, οι εκάστοτε υπουργοί Δικαιοσύνης αρκούνταν στην καταδίκη του ναζισμού, ενώ ταυτόχρονα επαναλάμβαναν μονότονα ότι δεν είναι δυνατόν να διώκεται το φρόνημα, παρά μόνο οι πράξεις. […] Η βεβαιότητα πάντως για την προστασία που παρέχει το Σύνταγμα ακόμα και σε ναζιστικές οργανώσεις ήταν τόσο βαθιά παγιωμένη, ώστε ακόμα και μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα η κυβέρνηση εμφανίστηκε σε βαθιά αμηχανία».
Όταν εκδόθηκε «Ο αρχηγός – Το αίνιγμα του Ν. Μιχαλολιάκου» (Εκδόσεις Πόλις) του Δημήτρη Ψαρρά κανείς δεν μπορούσε πλέον να πει ότι δεν γνώριζε τη δράση της Χρυσής Αυγής – ήδη είχαν δολοφονηθεί ο Σαχζάτ Λουκμάν και ο Παύλος Φύσσας (µετά τη δολοφονία Φύσσα οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής σταµάτησαν να αντιµετωπίζονται ως µεµονωµένα περιστατικά) και πλέον η δίκη μετρούσε τέσσερα χρόνια. Ο δημοσιογράφος στο βιβλίο αυτό εξετάζει την επιτυχία της ναζιστικής οργάνωσης η οποία οφειλόταν στο απολύτως προσωποπαγές σχήμα της και αναλύει όλες τις πτυχές της προσωπικότητας και της δράσης του Νίκου Μιχαλολιάκου.
Τον Φεβρουάριο του 2020 κυκλοφόρησε σε βιβλίο η αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων αλιεργατών Θανάση Καμπαγιάννη με τίτλο «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους – Αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής» (Εκδόσεις Αντίποδες), μέσα από την οποία καταδεικνύονται ο ναζιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης και η στρατιωτική δομή της, ενώ περιγράφονται η δράση των ομάδων κρούσης και οι επιθέσεις κατά των μεταναστών και των πολιτικών αντιπάλων.
Στη συνέντευξη που μου είχε δώσει τότε ο δικηγόρος για το Documento στην ερώτηση από πότε η Χρυσή Αυγή θεωρείται εγκληματική οργάνωση είχε απαντήσει: «Τουλάχιστον από το 2008 σύµφωνα µε το κατηγορητήριο και αυτό γιατί από τότε είχε υπάρξει τέτοια επαναληπτικότητα στις εγκληµατικές πράξεις της οργάνωσης που πλέον δεν ήταν δυνατόν να µιλάµε για µεµονωµένα περιστατικά. Άρα λοιπόν η Χρυσή Αυγή ήταν εγκληµατική οργάνωση προτού εισέλθει στο κοινοβούλιο. Στην πραγµατικότητα η είσοδός της στη Bουλή όχι µονάχα δεν τιθάσευσε αυτές τις εγκληµατικές τάσεις αλλά ενίσχυσε την εγκληµατική υποδοµή της. Άνοιξαν γραφεία σε όλη την Ελλάδα τα οποία λειτούργησαν ως ορµητήρια επιθέσεων, πολλές φορές ακόµη και δολοφονικών».
Από την αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη είναι το απόσπασμα σχετικά με τις δύο νεαρές γυναίκες που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα: «Πιο σημαντικές θεωρώ ότι ήταν οι δύο φοιτήτριες, η Δήμητρα Ζώρζου και η Παρασκευή Καραγιαννίδου. Δυο νέες κοπέλες που βρέθηκαν τυχαία σ’ ένα παγκάκι να λένε τα δικά τους και κατέληξαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της σημαντικότερης πολιτικής δολοφονίας της γενιάς μας, τουλάχιστον των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν φοβήθηκαν να δώσουν το όνομά τους και θυμόσαστε ότι οι αστυνομικοί έκαναν έκκληση, αλλά πολύ λίγοι το έκαναν, από πολύ κόσμο που το είχε δει, γιατί το έγκλημα έγινε “σε δημόσια θέα”. Και κάνανε αυτό το βήμα και τους είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό. Στις πολλές ώρες αναμονής αυτής τη δίκης, μαθαίναμε πράγματα. Ένα από αυτά ήταν μια συνομιλία που είχε τυχαία, μεταγενέστερα, η μητέρα της Παρασκευής Καραγιαννίδου με την κυρία Φύσσα. Το βράδυ εκείνο, η Καραγιαννίδου επικοινώνησε με τη μητέρα της για να της πει ότι είναι σε ένα αστυνομικό όχημα, ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας και ότι πάει να καταθέσει. Και η μητέρα της είπε τότε: “κατέβα τώρα από το αυτοκίνητο όπου κι αν είσαι, πάρε ένα ταξί και γύρνα σπίτι σου”. Και η Καραγιαννίδου της απάντησε: “αν ήταν κάτω πεσμένος ο αδελφός μου, θα έλεγες το ίδιο;”. Και την αψήφησε. Και πήγε και κατέθεσε. […] Μέσα σε ένα ζοφερό τοπίο, για την κοινωνία, για τον κόσμο, αυτές οι δύο νεαρές κοπέλες εκτέλεσαν τα πολιτικά τους καθήκοντα, με την πραγματική έννοια του όρου “πολιτικά”. Γιατί εκείνη την άγρια νύχτα, δεν έδρασε μόνο ο κόσμος των λύκων, γιατί αγέλη λύκων ήταν αυτοί που χύμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα. Αλλά έδρασε, αναδύθηκε και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο έναν άνθρωπο και δεν λέει “να ένας ξένος”, αλλά λέει “να ο αδελφός μου”».
Λίγες μέρες πριν από το lockdown εκδόθηκε «Το “άλλο άκρο” στο εδώλιο: Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά» (Εκδόσεις Τόπος) το οποίο περιλαμβάνει την αγόρευση του Κώστα Παπαδάκη, συνηγόρου πολιτικής αγωγής των Αιγύπτιων ψαράδων στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Το βιβλίο εξαντλήθηκε προτού καν βγει στα βιβλιοπωλεία και επανακυκλοφόρησε.
Με αυτή την αφορμή είχαμε βρεθεί στο γραφείο του για μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Documento. Στην ερώτηση για ποιον λόγο θεωρούσε ότι ο Νίκος Μιχαλολιάκος ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε απαντήσει: «Την ανέλαβε εκ του ασφαλούς και εκ των υστέρων και αφού ήδη είχε ξεκινήσει η δίκη και ήξερε ότι δεν πρόκειται να του αποδοθεί ηθική αυτουργία. Ήτανε µια τζάµπα µαγκιά, την οποία όµως είχε και εσωτερικούς λόγους να κάνει διότι προφανώς τα µέλη της Χρυσής Αυγής –συναισθανόµενα ότι η ηγεσία τους τα αδειάζει– µάλλον δεν εκπλήρωναν µε προθυµία τα προεκλογικά τους καθήκοντα την περίοδο των εκλογών του Σεπτεµβρίου 2015. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης ήταν µια επίδειξη ισχύος η οποία ήταν εµπνευσµένη από το πρότυπο του Μουσολίνι για το έγκληµα Ματεότι το 1925, γνωρίζοντας βέβαια ότι ούτε η κυβέρνηση Καραµανλή είχε ποινικές συνέπειες για τη δολοφονία Λαµπράκη το 1963 ούτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τη δολοφονία Τεµπονέρα. Θέλησε µε αυτό τον τρόπο δηλαδή να αναβαθµίσει τον εαυτό του στο πάνθεον των µεγάλων ηγετών της δεξιάς παράταξης, που ενώ οι οπαδοί και τα µέλη τους διαπράττουν εγκλήµατα η ηγεσία είναι εκτός ευθυνών αλλά οικειοποιείται πολιτικά το έργο τους».
Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Κώστας Παπαδάκης γράφει: «Η ελλιπής δημοσιότητα της διεξαγωγής της δίκης κατέστησε αναγκαία τη δημοσιοποίηση των αγορεύσεων των συνηγόρων πολιτικής αγωγής, προκειμένου η επιχειρηματολογία, η τεκμηρίωση και τα στοιχεία τους να γίνουν ευρύτερα γνωστά. Εξάλλου δεν είμαστε δικηγόροι μόνο για τα έδρανα των δικαστηρίων, είμαστε μέρος του αντιφασιστικού κινήματος, που μας ανέθεσε τιμητικά την έκφραση της φωνής του μέσα και έξω από τη δίκη».
Τις τελευταίες μέρες, λόγω επικαιρότητας, οι χρήστες των social media θυμήθηκαν τις εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης στις οποίες αρκετοί δημοσιογράφοι δεν ήξεραν και δεν ρώτησαν να μάθουν τι σημαίνει Χρυσή Αυγή προτού αρχίσουν να πλασάρουν τα μέλη της ως τα παρεξηγημένα παιδιά του μόχθου και της βιοπάλης. Μεγάλη ευθύνη έχουν τα ελληνικά ΜΜΕ για το ξέπλυμα που έκαναν στη Χρυσή Αυγή νομιμοποιώντας την παρά τα στοιχεία που γνώριζαν. Και αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει αμέσως γιατί η επόμενη μέρα ήδη έχει ξημερώσει.
Κλείνοντας θα ήθελα να προτείνω ένα σχετικό με το θέμα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε. Πρόκειται για το «Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ» (Εκδόσεις Πόλις, µτφρ. Γιώργος Καράµπελας) του Γάλλου κριτικού των ΜΜΕ Ντανιέλ Σνεντερμάν που έχει αντικείμενο τον τρόπο που οι Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι ανταποκριτές οι οποίοι βρέθηκαν στο Βερολίνο από το 1933 έως το 1941 κάλυψαν την επικαιρότητα, εστιάζοντας κυρίως στο κυνήγι της αποκλειστικότητας για μια δήλωση του Χίτλερ ενώ την ίδια στιγμή αποσιωπούσαν ό,τι συνέβαινε με τα πογκρόμ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρες τις συνεντεύξεις του Θανάση Καμπαγιάννη και του Κώστα Παπαδάκη εδώ