Ουδεμία οικονομική ζημία επήλθε στο ασφαλιστικό ταμείο των δημοσιογράφων (πρώην ΤΣΠΕΑΘ) καθώς και στο Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Φαρμακευτικών Εργασιών (ΤΕΑΥΦΕ) από την αγορά των δομημένων ομολόγων, εκδόσεως του ελληνικού δημοσίου, αξίας 130 εκατομμυρίων ευρώ έκαστο. Αυτό είναι –σε ελεύθερη μετάφραση– το διά ταύτα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, που αποκαλύπτει το Documento, η οποία διενεργήθηκε από τον σημερινό γενικό διευθυντή του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) Στυλ. Παπαδόπουλο, έπειτα από εντολή δικαστηρίου. Αφορά τα δύο συγκεκριμένα δομημένα ομόλογα για τα οποία η επ’ ακροατηρίω ποινική διαδικασία είναι σε εξέλιξη, αλλά έχει ευρύτερη σημασία καθώς εκκρεμεί και άλλη σχετική δίκη για μια υπόθεση με πολιτικές προεκτάσεις που κυριάρχησε στα ΜΜΕ κατά την περίοδο 2007-2009 και πολιτογραφήθηκε ως το σκάνδαλο το οποίο οδήγησε στην κατάρρευση των ασφαλιστικών ταμείων.
Και το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι γιατί χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν εννιά χρόνια από το ξέσπασμα του αποκαλούμενου «σκανδάλου των δομημένων ομολόγων» για να αποφασίσει η ελληνική Δικαιοσύνη να δώσει εντολή για τη διενέργεια της επίμαχης πραγματογνωμοσύνης, το συμπέρασμα της οποίας εκτιμάται ότι μπορεί να τινάξει στον αέρα όλο το ποινικό οικοδόμημα της υπόθεσης.
Κι αυτό γιατί κατά τη διάρκεια των πολυετών ερευνών των δικαστικών αρχών, που οδήγησαν σε άσκηση ποινικών διώξεων σε βαθμό κακουργήματος και σε προφυλακίσεις εμπλεκομένων, δεν κρίθηκε αναγκαίο να διαταχθεί η εν λόγω τεχνική πραγματογνωμοσύνη που είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς απαντά στο κομβικό ζήτημα: εάν τελικά επήλθε ή όχι οικονομική ζημιά στα ταμεία.
Αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη ούτε καν σε πρώτο βαθμό η εκδίκαση της υπόθεσης των δύο δομημένων ομολόγων του πρώην ΤΣΠΕΑΘ και του ΤΕΑΥΦΕ.
Η δίκη ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβριο και βρίσκεται στο στάδιο… εξέτασης μαρτύρων υπεράσπισης. Είχε προηγηθεί μια αναβολή για κρείσσονες λόγους, που αφορούσαν στην ανάθεση –επιτέλους– από το δικαστήριο της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης. Η έδρα έκανε δεκτό σχετικό αίτημα της υπεράσπισης καθώς η διαδικασία οδηγούνταν σε αδιέξοδο, ακριβώς λόγω του ότι δεν είχε διενεργηθεί η πραγματογνωμοσύνη.
Δεν υπήρξε ζημία
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του πραγματογνώμονα, ο οποίος ανέλυσε την έκθεσή του καταθέτοντας και ενώπιον του δικαστηρίου, τα δύο ομόλογα ήταν απολύτως «καθαρά».
Ειδικότερα, αναφέρεται –μεταξύ άλλων – για το δομημένο ομόλογο του ΤΣΠΕΑΘ:
*Προκύπτει ότι κατά τον χρόνο έκδοσης του ομολόγου του ελληνικού δημοσίου ο οποίος συμπίπτει και με τον χρόνο κτήσης του, με χρήση της μεθόδου του εσωτερικού συντελεστή απόδοσης η θεωρητική μέση σταθμική απόδοσή του θα ανήρχετο σε 5,119% ετησίως, σταθερή για όλη την εικοσαετή διάρκειά του.
*Η εύλογη αξία του ομολόγου θα ανήρχετο σε 105,357% επί της ονομαστικής αξίας του, δηλαδή σημαντικά μεγαλύτερη από την τιμή έκδοσης του ομολόγου που ήταν 100% επί της ονομαστικής αξίας τους. Ως εκ τούτου ο επενδυτής –ΤΣΠΕΑΘ– που σημειωτέον εκ της φύσεώς του αλλά και της νομοθεσίας που το διέπει δύναται να επενδύει σε κρατικά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου με κύριο στόχο να τα διακρατεί μέχρι τη λήξη τους, εφόσον ο συγκεκριμένος τύπος επένδυσης έχει εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα, θα έπρεπε να αποφανθεί θετικά υπέρ της κτήσης του εν λόγω ομολόγου, αφού:
α. η εύλογη αξία του ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την τιμή στην οποία το αγόρασε και
β. η εύλογη απόδοσή του (5,119% ετησίως) εμφανιζόταν σημαντικά υψηλότερη από την απόδοση στη λήξη μιας, κατά την ίδια περίοδο, εν δυνάμει έκδοσης «τυπικού» ομολόγου του ελληνικού δημοσίου, εικοσαετούς διάρκειας, σταθερού επιτοκίου, με εφάπαξ αποπληρωμή κεφαλαίου στη λήξη, η οποία, λαμβανομένου υπόψη του κόστους κινδύνου ρευστότητας και του κόστους νέας έκδοσης, θα ανήρχετο σε περίπου 4,70% ετησίως.
Κι ακόμη ότι:
* Η αποτίμηση του επίμαχου ομολόγου του ελληνικού δημοσίου δεν επηρεάζεται και δεν είναι δυνατόν να επηρεαστεί από οποιαδήποτε πράξη αντιστάθμισης των κινδύνων που ενυπάρχουν σε αυτό (σ.σ. εννοεί το swap).
* Ως εκ τούτου –καταλήγει το συμπέρασμα– με δεδομένη την απόφαση για επιλογή αγοράς του συγκεκριμένου ομολόγου από το ΤΣΠΕΑΘ, η διαθέσιμη μέθοδος για να προβεί σε αξιολόγηση της εύλογης αξίας του, προκειμένου να κρίνει την επένδυσή του ως συμφέρουσα ή μη, ήταν αυτή από την οποία τελικά θα προέκυπτε ως συμφέρουσα η αγορά του ομολόγου, αφού τελικά η πραγματική τιμή αγοράς του ήταν 100% επί της ονομαστικής αξίας του, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερη από την προσδιορισθείσα εύλογη αξία του.
Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγει ο πραγματογνώμονας και για το δομημένο ομόλογο της Alpha Bank, που εκδόθηκε στις 12/2/2007 αντί ποσού 130 εκατομμυρίων ευρώ και αποκτήθηκε από το ΤΕΑΥΦΕ. Οτι δηλαδή «η εύλογη αξία του ομολόγου θα ανήρχετο σε 102,21% επί της ονοματικής του αξίας, αρκετά μεγαλύτερη από την τιμή έκδοσης του ομολόγου που ήταν 100% επί της ονομαστικής του αξίας».
Οι εκκρεμείς υποθέσεις
Σε εκκρεμότητα βρίσκονται αυτήν τη στιγμή δύο μεγάλες υποθέσεις. Στην πρώτη, για την οποία διενεργήθηκε η πραγματογνωμοσύνη, κατηγορούνται συνολικά δέκα άτομα (πρόεδροι ταμείων και χρηματιστηριακών εταιρειών). Πρόκειται για τον πρώην πρόεδρο του ταμείου των δημοσιογράφων Δημήτρη Καπράνο, καθώς και τους Δ. Παστελάκο, Ζωή Μπασπανέλου (της Τρώυλος Κυπριακή Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών), Ν. Δεσποτόπουλο, Γ. Παπαμαρκάκη (της χρηματιστηριακής ΝΑΜ), Κ. Κυριακόπουλο, Ζωή Συράκη, Ε. Γανουτζή και τους Π. Δεμέστιχα και Γερ. Κονιδάρη (από το ΤΕΑΥΦΕ).
Τους αποδίδονται (κατά περίσταση) τα κακουργήματα της απάτης από κοινού σε βάρος ΝΠΔΔ, της απιστίας, με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος), αλλά και της δωροδοκίας.
Σε ό,τι αφορά τον Δ. Καπράνο (από τους εμπλεκόμενους οι οποίοι είχαν κριθεί προφυλακιστέοι) κομβικό ρόλο στη μεταχείρισή του τότε φέρεται πως είχε παίξει η κίνηση εμβασμάτων ύψους 1.887.000 ευρώ σε τράπεζες του εξωτερικού, των οποίων εμφανίστηκε ως αποδέκτης, λίγες μόλις ημέρες μετά την αγορά του δομημένου ομολόγου από το ταμείο. Από την πλευρά του ο Δ. Καπράνος έχει υποστηρίξει ότι τα χρήματα που κινήθηκαν σε τραπεζικούς λογαριασμούς του στο εξωτερικό προήλθαν από πώληση περιουσιακών στοιχείων του, τίτλων εφημερίδων και περιοδικών. Για το ίδιο το ομόλογο έχει ισχυριστεί ότι «επρόκειτο για επένδυση σε έκδοση του ελληνικού δημοσίου με εγγυημένο το κεφάλαιο και καλές αποδόσεις, η απόφαση ήταν ομόφωνη και έπειτα από διαπραγματεύσεις πουλήθηκε για 133.100.000 ευρώ και άρα ουδεμία ζημία προέκυψε για το ΤΣΠΕΑΘ».
Αντίστοιχα το ΤΕΑΥΦΕ φέρεται επίσης να ζημιώθηκε για την αγορά του δομημένου ομολόγου της Alpha Bank των 130 εκατομμυρίων που αγόρασε από την Tρώυλος.
Η JP Morgan και τα 4 ταμεία
Το επίμαχο ομόλογο εκδόθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2007 από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ήταν 12ετούς διάρκειας, αξίας 280 εκατομμυρίων ευρώ, με ανάδοχο την αμερικανική JP Morgan. Από αυτή πέρασε στο αμοιβαίο κεφάλαιο NPI, στη γερμανική Hypovereinsbank, η οποία το μεταπούλησε στη χρηματιστηριακή εταιρεία Ακρόπολις ΑΧΕΠΕΥ, από την οποία τελικά πωλήθηκε στα εξής τέσσερα ασφαλιστικά ταμεία:
1. Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ)
2. Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Φαρμακευτικών Εργασιών (ΤΕΑΥΦΕ)
3. Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΤΕΑΠΟΚΑ)
4. Ταμείο Συντάξεων Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων (ΤΣΕΥΠ).
Πρωτόδικα επιβλήθηκαν στους εμπλεκόμενους βαριές ποινές που έφτασαν μέχρι και τα 25 έτη. Δικαστικά έχει κλείσει μόνο η δικογραφία που αφορούσε τη νομιμότητα των αγοραπωλησιών ομολόγων ελληνικού δημοσίου σταθερού επιτοκίου στην εξωχρηματιστηριακή αγορά, με την ομόφωνη αθώωση όλων των κατηγορουμένων από το δικαστήριο του πρώτου κιόλας βαθμού.
Κάποιοι από τους απαλλαγέντες σε αυτή την υπόθεση είναι κατηγορούμενοι και στη δικογραφία για το ομόλογο των 280 εκατομμυρίων.
Μαντάς: «Η υπαγωγή στο PSI»
Για τον χρόνο που σπαταλήθηκε, ακριβώς επειδή δεν είχε διαταχθεί διενέργεια πραγματογνωμοσύνης αλλά και για το τελικό συμπέρασμά της, ο εκ των συνηγόρων υπεράσπισης στην υπόθεση Θεόδωρος Μαντάς (εκπροσωπεί τον Γ. Παπαμαρκάκη της χρηματιστηριακής NAM) δήλωσε στο Documento:
«Χρειάστηκε ισχυρότατη πίεση από το σύνολο των συνηγόρων υπεράσπισης, καθώς και η πάροδος ενός ολόκληρου έτους εν ακροατηρίω, ώστε επιτέλους να αναβληθεί η περίφημη δίκη για την υπόθεση των δομημένων ομολόγων και να διαταχθεί η καθοριστικής σημασίας τεχνική πραγματογνωμοσύνη, σε μία από τις πιο απαιτητικές ποινικές δίκες, με πυρήνα της κατηγορίας σύνθετα οικονομικά προϊόντα, για τα οποία ελάχιστοι ειδικά εξειδικευμένοι οικονομολόγοι γνωρίζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τον εν γένει τρόπο λειτουργίας τους στην παγκόσμια χρηματοοικονομική αγορά. Εντέλει η πραγματογνωμοσύνη που εισφέρθηκε στη δικογραφία από τον ΟΔΔΗΧ, συντασσόμενη πλήρως με τις πάγιες θέσεις της υπεράσπισης, συμπεραίνει ότι τα ομόλογα σωστά αγοράστηκαν από τα ταμεία στο 100% της ονομαστικής αξίας τους, με ιδιαιτέρως προνομιακά επιτόκια στο βάθος της εικοσαετούς διάρκειάς τους. Αραγε τι σκοπούς εξυπηρέτησε η όλη καθυστέρηση και γιατί ουδέποτε κλητεύθηκαν οι αρμόδιοι υπουργοί Οικονομικών παρά τη φορτική πίεση της υπεράσπισης;»
Μάλιστα ο κ. Μαντάς, με βάση και την επισήμανση της πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την κερδοφορία που θα είχαν τα ταμεία από τα εν λόγω ομόλογα, τονίζει στη δήλωσή του: «Αν τα συγκεκριμένα ομόλογα είχαν διακρατηθεί και δεν είχαν υποχρεωθεί τα ασφαλιστικά ταμεία λόγω του θορύβου που δημιουργήθηκε να αποξενωθούν από αυτά, δεν θα είχαν υπαχθεί στο PSI και κατ’ επέκταση δεν θα είχαν κουρευτεί στο 50% της αξίας τους. Αντίθετα, και το κεφάλαιο στο σύνολό του θα είχε διασωθεί και μια εξαιρετική απόδοση θα είχε επιτευχθεί».