Να αθωωθούν και οι 14 κατηγορούμενοι για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα των τελευταίων ετών, της Μονής Βατοπεδίου, εισηγήθηκε σήμερα η εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, Βασιλική Κρίνα.
Μετά από πολύμηνη ακροαματική διαδικασία, η κα Κρίνα που στο παρελθόν είχε εισηγηθεί και την απαλλαγή κατηγορουμένων σε παραδικαστικό κύκλωμα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
” ο κατηγορούμενοι εκτελούσαν κυβερνητικές αποφάσεις και ως εκ τούτου ήταν πεπεισμένοι ότι εκτελούσαν σύννομες ενέργειες” και άρα δεν στοιχειοθετούνται για κανέναν οι αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται κατά περίσταση (απιστία, απάτη,ψευδορκία,ξέπλυμα μαύρου χρήματος)”.
Σε ότι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της κυριότητας της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλίμνιων εκτάσεων,αν και όπως είπε ανήκουν στο δημόσιο, υποστήριξε ότι αρμόδια να αποφασίσουν για το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι τα πολιτικά δικαστήρια.
Αναφερόμενη μάλιστα στο ρόλο των δύο φερομένων ως ηθικών αυτουργών, δηλαδή του ηγούμενου Εφραίμ και του Μοναχού Αρσένιου,υποστήριξε:
“Οι επαφές που είχαν με κατηγορούμενους δεν αποδεικνύουν ότι οι μοναχοί τους εξώθησαν στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων . Πίστευαν και πιστεύουν ότι οι παραλίμνιες εκτάσεις και η Βιστωνίδα τους ανήκει. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι μοναχοί επηρέασαν τους “υπαλλήλους της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου (ΚΕΔ) ούτε αποδείχθηκε ότι είχαν δυνατότητα επιλογής ακινήτων που θα περιέρχονταν στην κατοχή τους με τις ανταλλαγές.Ορισμένα από αυτά μάλιστα με τα ελαττώματα που είχαν όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά ζημίωσαν τη Μονή” .
“Πώς μπορείτε να δεχθείτε ότι έγκριτοι επιστήμονες, για κανέναν από τον οποίους δεν διαπιστώθηκε θρησκοληψία,ότι πείστηκαν να συμβάλλουν στην μείωση της περιουσίας του δημοσίου χωρίς οικονομικό όφελος ή άλλο κίνητρο από δύο μοναχούς που είχαν απαρνηθεί τα εγκώσμια;”, αναρωτήθηκε η κα Κρίνα .
Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και προκαλεί εύλογα ερωτηματικά είναι το γεγονός ότι η κα εισαγγελέας ολοκληρώνοντας την αγόρευση της θεώρησε αναγκαίο να απευθυνθεί στους δικαστές της έδρας για να τους τονίσει ότι άσκησε σωστά το λειτούργημα της , ότι δηλαδή έπραξε το αυτονόητο για κάθε δικαστικό λειτουργό:
Είπε χαρακτηριστικά:
“Από την πρώτη στιγμή που έμαθα ότι κληρώθηκα εισαγγελέας δεν με ενδιέφερε αν στην υπόθεση τοποθετήθηκε ταμπέλα. Αν αποτέλεσε σκάνδαλο της μονής Βατοπεδίου. Με ενδιέφερε μόνο αν η συμπεριφορά των κατηγορουμένων όπως αποτυπώνεται στο βούλευμα στοιχειοθετεί τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται και αν αυτές αποδεικνύονται.Κατά τη γνώμη μου δεν αποδεικνύονται . Προτείνω να κηρυχθούν όλοι οι κατηγορούμενοι αθώοι”.
Η αθωωτική πρόταση έγινε δεκτή με χειροκροτήματα ,και όπως ήταν αναμενόμενο εκθειάστηκε από τον Μιχάλη Δημητρακόπουλο, συνήγορο του μοναχού Αρσένιου , ο οποίος έκανε λόγο για μία απόλυτα ορθή αγόρευση και τεκμηριωμένη στα νομικά και πραγματικά ζητήματα της υπόθεσης .
Tον τελικό λόγο πάντως για την καταδίκη ή όχι των κατηγορουμένων για μια υπόθεση που ταλάνισε επί χρόνια τον δημόσιο βίο της χώρας θα τον έχει το Δικαστήριο .
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα οι κατηγορούμενοι με τις πράξεις τους έπληξαν τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου, σχετικά με τις ανταλλαγές ακινήτων και συγκεκριμένα της λίμνης Βιστονίδας και παρόχθιες εκτάσεις με άλλα ακίνητα – φιλέτα του Δημοσίου
Εκτός από τις έρευνες της Δικαιοσύνης, την υπόθεση ερεύνησαν και εξεταστικές επιτροπές της Βουλής με στόχο την αναζήτηση τυχόν πολιτικών ευθυνών.
Συγκεκριμένα, το 2008 σχηματίστηκε η πρώτη εξεταστική επιτροπή της Βουλής η οποία σε πόρισμα που συνέταξε «είδε» μεν πολιτικές ευθύνες, τις χαρακτήρισε όμως ως «πλημμελούς εποπτείας» εμπλεκομένων πολιτικών προσώπων και πολιτικών προϊσταμένων δημοσίων φορέων, δηλαδή υπουργών, υφυπουργών, διευθυντών, διοικητών κ.λπ. Παρά ταύτα το καθένα από τα πέντε πολιτικά κόμματα της Βουλής, εκπρόσωποι των οποίων συμμετείχαν στην Επιτροπή, εξέδωσε χωριστό πόρισμα. Η δεύτερη εξεταστική επιτροπή που ξεκίνησε τις εργασίες της το 201 απλά επιβεβαίωσε το πόρισμα της επιτροπής 2008.
Αξίζει να σημειωθεί πως στις 17 Νοεμβρίου 2010 η Ολομέλεια της Βουλής με μυστική ψηφοφορία αποφάσισε να παραπέμψει τους Ευάγγελο Μπασιάκο, Αλέξανδρο Κοντό και Πέτρο Δούκα στο Δικαστικό Συμβούλιο με τις κατηγορίες της αυτουργίας και συναυτουργίας σε απιστία σε βάρος του Δημοσίου. Το θέμα για τους τρεις υπουργούς της τότε κυβέρνησης Καραμανλή, έκλεισε οριστικά όταν το Πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα ότι το αδικήματα που η Βουλή τους καταλόγισε έχουν παραγραφεί μετά τη διάλυση της Βουλής στις 7 Σεπτεμβρίου 2009, την οποία είχε αποφασίσει αιφνιδιαστικά η κυβέρνηση Καραμανλή, προκαλώντας τότε τις σφοδρές αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης.