Ένα βράδυ στην Πεντέλη με έναν από τους σημαντικότερους στιχουργούς των τελευταίων δεκαετιών
«Οσο υπάρχει τράπουλα θα βγαίνουνε ρηγάδες κι όσο υπάρχουν δάσκαλοι θα βγαίνουν μαθητάδες» τραγουδούσε ο Στράτος Διονυσίου στο «Ποιος το είπε για τους μάγκες». Αυτός ο στίχος, ο τόσο ντόμπρος, που μου είχε κολλήσει στο μυαλό απ’ όταν ήμουν παιδί, ήταν η αφορμή για να συναντήσω τον δημιουργό του, τον Βασίλη Παπαδόπουλο. Με υποδέχτηκε στο στέκι του στην πλατεία της Παλαιάς Πεντέλης. Εκεί, δίπλα από το τζάκι, μίλησε για τα πάντα, από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τη φιλία του με τον Στράτο Διονυσίου, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τις μεγάλες συνεργασίες του που ακόμη τραγουδιούνται σαν να γράφτηκαν χτες και τα σχέδιά του για το μέλλον.
Ξεκίνησε να γράφει στίχους στο δημοτικό. Στη Β΄ Γυμνασίου βρήκε το θάρρος να δείξει τα χειρόγραφά του στον φιλόλογο της τάξης. «Δεν με αποπήρε όπως κάνανε κάποιοι άλλοι. Οταν τα διάβασε, μου είπε: “Προχώρα, έχεις μεγάλο ταλέντο κι εγώ είμαι εδώ”. Σκέψου τι σήμαινε αυτό για μένα, 14 χρονώ παιδί, στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Ο πατέρας μου, να φανταστείς, με κυνήγαγε για να μη γράφω, γιατί έπρεπε να κάνω άλλες δουλειές».
Μετά το στρατιωτικό εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ωστόσο, όσο κι αν προσπάθησε έβρισκε κλειστές πόρτες. Ηρθε σε επαφή με εταιρείες, συνθέτες και τραγουδιστές, αλλά είχαν τους δικούς τους στιχουργούς. «Από παντού άκουγα “είσαι πολύ καλός, αλλά ξέρεις…”. Ετσι πήγα στο “Να η ευκαιρία”. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος που τότε ήταν στην κριτική επιτροπή είπε: “Είσαι ο μόνος που πέρασε από δω που ξέρει τι γράφει και γιατί το γράφει. Αν κάποιος κάνει καριέρα, αυτός θα είσαι εσύ”. Κέρδισα λοιπόν το πρώτο βραβείο».
Με Σούκα, Διονυσίου και Καζαντζίδη
Την επομένη πήγε στην Columbia, όπου για καλή του τύχη έπεσε πάνω στον Τάκη Σούκα και τον Νίκο Λαβράνο που παρακολουθούσαν την εκπομπή. Ο Σούκας, ο οποίος είχε ήδη διακρίνει το ταλέντο του, τον ρώτησε αν έχει δουλειά και του ζήτησε να περάσει το απόγευμα από το σπίτι του. «Η συνάντηση ορίστηκε για τις τέσσερις. Εγώ πήγα από τις τρεις, κάθισα σε ένα καφενείο, πλακώθηκα στις μπίρες από φόβο μη γίνει κάτι και δεν είμαι σωστός στο ραντεβού». Οταν του διάβασε τους στίχους τού «Ανοίχτε τα τρελάδικα», ο Σούκας ενθουσιάστηκε τόσο που ακούγοντάς το έβγαλε ταυτόχρονα και τη μελωδία. Το τραγούδι ερμήνευσε η Ελένη Βιτάλη και έγινε μεγάλη επιτυχία.
Ακολούθησε το «Είσαι δεν είσαι δεκαεννέα», σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη, που τραγουδήθηκε από τον Στράτο Διονυσίου. «Είπε το τραγούδι συγκλονιστικά, ακριβώς όπως το είχα φανταστεί». Στην πορεία έγιναν φίλοι και έτσι παρέμειναν. «Ο Στράτος ήταν μπεσαλής. Ντόμπρος. Κύριος. Αβέρτος. Λεβέντης. Το ναι ήταν ναι και το όχι όχι. Τέλος. Τέσσερις η ώρα είχαμε ραντεβού, συναντιόμασταν και οι δύο τέσσερις παρά τέταρτο. Οχι τέσσερις και τέταρτο, για παράδειγμα, για να το παίξει φίρμα. Μου είπε πράγματα που πιστεύω ότι δεν τα ξέρουν άλλοι. Μου άνοιγε την καρδιά του, γιατί ήξερε όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης ότι είμαι τάφος».
Με τον Καζαντζίδη συνεργάστηκαν με επιτυχία. Οσο ζούσε ο τραγουδιστής πήγαινε και τον έβρισκε στον Αγιο Κωνσταντίνο. «Ξενύχτια, τραγούδι, ψαρέματα να δεις που κάναμε! Αφού όταν τραγουδούσε ο Στέλιος, ακόμη και τα ψάρια έβγαιναν στον αφρό και τα πιάναμε με τα χέρια. Ηταν τέλειος άνθρωπος. Πολλοί δεν ξέρουν τι έχει προσφέρει ο Καζαντζίδης στο τραγούδι, όχι σαν τραγουδιστής, σαν άνθρωπος εννοώ. Λόγω του Καζαντζίδη πήραμε ποσοστά οι δημιουργοί. Εκείνος τόλμησε να βάλει βέτο».
Μετά το «Είσαι δεν είσαι δεκαεννέα» του έδωσε ο Μάτσας ένα τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου που μέχρι τότε είχε τουρκικό στίχο, αυτό που σήμερα ξέρουμε ως «Τι τα θέλεις τα λεφτά». «Μου δίνει το τραγούδι και του λέω: “Μα, αυτό είναι επιτυχία”. Να φανταστείς ότι το ακούγαμε στα πάρτι που πηγαίναμε ως μαθητές. Πέρασα όλη τη νύχτα άγρυπνος. Την επόμενη μέρα, στις έντεκα το πρωί, το είχα στο χαρτί. Μόλις το διάβασε με κοίταξε και μου είπε: “Τέρμα το τούρκικο”».
Τι συνέβη με τους μάγκες
Το 1984 έγραψε το «Ποιος το είπε για τους μάγκες», το οποίο ήρθε ως απάντηση στο «Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» που είχε γράψει ο Ρασούλης πέντε χρόνια πριν. Αρκετά χρόνια μετά, ο Βασίλης Παπαδόπουλος συναντήθηκε με τον Ρασούλη στον γάμο του Ακη Πάνου στην Ξάνθη. «Με ρώτησε πώς έγραψα το τραγούδι και του είπα: “Εγώ είμαι από τα Φιλιατρά. Το τρένο σταματά στην Κυπαρισσία. Το τραγούδι λοιπόν το έγραψα για μας”». Στον γάμο είχαν προσκληθεί μόνο τρεις από τον καλλιτεχνικό χώρο: ο Βασίλης Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Σαρρής και ο Μανώλης Ρασούλης. «Ο γάμος γινόταν στις έντεκα το πρωί. Εμείς είχαμε ανέβει στην Ξάνθη από το προηγούμενο βράδυ και καταλαβαίνεις τι έγινε όταν έσμιξε αυτή η παρέα. Παραλίγο να μην πάμε στην εκκλησία».
Εγραψε ακόμη δεκάδες επιτυχίες, όπως το «Μια γυναίκα μπορεί», «Να σε ζηλεύουν πιο καλά», «Μια ζωή μέσα στους δρόμους» – «για μένα το έχω γράψει, για όσους έχουνε την απορία» λέει ο στιχουργός. Συνεργάστηκε με σημαντικούς συνθέτες και τις μεγαλύτερες φωνές, όπως ο Μπιθικώτσης, η Γκρέυ, ο Αγγελόπουλος, η Σακελλαρίου, η Πόλυ Πάνου, ο Βοσκόπουλος, η Γιώτα Λύδια, ο Πουλόπουλος, η Αλεξίου, ο Μαργαρίτης, ο Χριστοδουλόπουλος, η Λίτσα Διαμάντη, ο Αντύπας. «Εχω κάνει πολύ μεγάλα πράγματα με πολύ σπουδαίους συνθέτες. Το ορόσημο πάντως για μένα είναι ο Τάκης Σούκας, με τον οποίο συζητάμε αυτή την εποχή να ξανασμίξουμε».