Βασίλης Παπαβασιλείου: Καλύτερα να έχεις άδεια τσέπη παρά άδεια ψυχή

Ο σκηνοθέτης εξηγεί γιατί παρουσιάζει μέσα σε 18 χρόνια την τρίτη εκδοχή της «Ελένης» του Γιάννη Ρίτσου στo Θέατρο Τέχνης

Μέχρι να ολοκληρώσει την πρόβα της «Ελένης», στο καμαρίνι του στη σκηνή της οδού Φρυνίχου επικρατεί εκκωφαντική σιωπή. Μοναδικές παρουσίες τα πουκάμισα, το κοστούμι και τα παπούτσια του ήρωά του «Mynotis» που κρέμονται από την κρεμάστρα και αντανακλούν στον καθρέφτη. Καθώς εμφανίζεται ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο χώρος αποκτάει άλλη χωρητικότητα – αυτήν που έχει ο λόγος του ως δημιουργού και διανοούμενου. Τώρα στον καθρέφτη αντανακλούν –εκτός από το είδωλό του καθώς καπνίζει– οι σκιές του Ροΐδη και του Κοραή, του Αριστοφάνη, του Αισχύλου και του Τσαρούχη. Συνωστισμός. Και ας περιμέναμε την «επίσκεψη» μονάχα του Γιάννη Ρίτσου, στην «Ελένη» του οποίου ο ηθοποιός Παπαβασιλείου επιστρέφει για τρίτη φορά «σαν να είμαι ο Ανταίος που παίρνει δύναμη από την επαφή του με τη Γη και ενεργοποιείται ξανά στο ίδιο υλικό». Τώρα δεν θα φορέσει κοστούμι, μα κόκκινο κραγιόν, αντλώντας, όπως αγαπάει να λέει, από το «κουράγιο του αυτοεξευτελισμού».

Γιατί επιστρέφετε στην «Ελένη»;

Η «Ελένη» έρχεται ύστερα από τα δύο δικά μου έργα τα οποία αποτέλεσαν μια συνάντηση με την περίοδο της γελοιοκρατίας που διανύει η Ελλάδα· οπότε κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω ένα βήμα προς τα πίσω και να συναντηθώ με μια άλλη εποχή της πρόσφατης ιστορίας μας. Γιατί η «Ελένη» σε σημεία θυμίζει ηρωίδα του Ταχτσή.

Σας ήταν δύσκολο να απομακρυνθείτε από την επικαιρική αποτύπωση της πραγματικότητας;

Οχι. Αυτή η βερσιόν της «Ελένης» νομιμοποιείται να πάρει μια θέση κοντά στα δικά μου έργα και σε αυτή την προσέγγιση που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια με το «Σιχτίρ ευρώ». Ο Φωκίωνας, ο εκ του «Mynotis» ορμώμενος ήρωας, και τώρα η Ελένη είναι όλες φιγούρες ενός πανθέου που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη νεοελληνική ύπαρξη. Χαρακτηρίζονται από ένα είδος παιχνιδιού που το συνδέω με τον καταστατικό ελληνικό τυχοδιωκτισμό· υπάρχει δηλαδή η αρχή της καθολικής υποδύσεως ή, επί το απλούστερο, το πέπλο της δηθενιάς που τα σκεπάζει όλα: δήθεν αστοί, δήθεν καπιταλιστές, δήθεν κομμουνιστές. Γι’ αυτό και η προσγείωση που έγινε επισφραγίστηκε με την έλευση Τσίπρα και τις κωλοτούμπες του. Αυτήν τη στιγμή, λοιπόν, που κλείνει ο δεύτερος νεοελληνικός αιώνας υπάρχει ανάγκη για μια συνομιλία με όσα παράγονται στην περιπέτεια της Ελλάδας.

Στον κύκλο της υπόδυσης και ο Αλέξης Τσίπρας;

Αναγνωρίζω το θάρρος ενός ανθρώπου να αυτοεξευτελίζεται διότι αυτό τον φέρνει κοντά στη δική μου δουλειά. Δεν μπορείς να πατήσεις καμία σκηνή αν δεν έχεις το κουράγιο της αυτογελοιοποίησης. Και αυτό ισχύει για οποιαδήποτε σκηνή, θεατρική ή πολιτική.

Συνεπώς η «Ελένη» είναι κομμάτι της ελληνικής μοίρας;

Βεβαίως. Το έργο είναι γραμμένο μέσα στη δικτατορία και αισθάνεται κανείς ότι ο Ρίτσος νομιμοποιεί το αίσθημα της απομάγευσης και απαντάει στο σεφερικό «για ένα πουκάμισο αδειανό». Την ίδια ώρα επιτρέπει στον εαυτό του ένα είδος έμμεσου σχολιασμού του Εμφυλίου.

Αλλά δεν ασχολείται με την αποτύπωση του μυθικού προσώπου.

Ο Ρίτσος μας λέει ότι εφόσον είμαστε εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να συνομιλούμε με το μυθικό ως καθημερινό και μέσα στο καθημερινό να ξεφυτρώνουν σπόροι μυθικότητας. Προφανώς είναι διακριτό ένα πολιτισμικό υπόστρωμα στον τρόπο που υπάρχουν οι Ελληνες. Ο Ελληνας δεν μπορεί χωρίς μύθο. Γι’ αυτό λέω εξάλλου πως μια έκπτωση του μύθου είναι ο τυχοδιωκτισμός που επιβλήθηκε από την ώρα της σύστασης του ελληνικού κράτους. Η νέα Ελλάδα συνομιλεί με τη βία από τότε που γεννήθηκε· βιαίως αναπτύχθηκε και αναπτυσσόμενη ενέδωσε στη διχαστικότητα. Η διχαστικότητα συνοδεύει τη δημιουργία της Ελλάδας – και αυτή η φάση δεν έχει τελειώσει. Ζούμε το τέλος της αφού, όπως λέω, «τα 200 πρώτα χρόνια είναι δύσκολα».

Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;

Η ελληνική κατασκευή δικαιολογεί τον Τσαρούχη που λέει ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να τιμωρήσει όποιον την πάρει στα σοβαρά». Τα τελευταία πενήντα χρόνια επικράτησε η αθλιότητα της πολιτικολογίας και η τεχνητή πολιτικοποίηση των πάντων. Οπως έλεγε ο Κοραής, «η πολιτική, χωριζομένη της ηθικής, καθίσταται συνώνυμος της πανουργικής και το ελληνικό χωριζομένον του αγωνιστικού είναι μια πολύ γελοία υπόθεση». Ομως ο αγώνας κρατάει την πόλη όρθια – όχι ο πόλεμος, ο αγώνας.

Και τώρα τι κάνουμε;

Τώρα είμαστε πανηγυρικά σε φάση παρακμής. Ομως το γεγονός πως υπάρχει παρακμή σημαίνει ότι σταματάει η δημιουργία; Το γεγονός ότι δεν έχουμε Αισχύλο, Θουκυδίδη ή Περικλή σημαίνει ότι δεν υπάρχει μόχθος των ανθρώπων που αποκρυσταλλώνεται σε έργα; Η παρακμή δεν νικάει τον άνθρωπο – τον οδηγεί να συλλέξει εμπειρία.

Λέτε ότι ολοκληρώνεται η φάση των πρώτων 200 νεολληνικών χρόνων. Στην κόψη αυτής της περιόδου τι θα ακολουθήσει;

Οπως ξέρουμε όλοι, η Ελλάδα ξαναγύρισε στην έννοια του προτεκτοράτου και το μέλλον της θα εξαρτηθεί από την κατάσταση που θα επικρατήσει στο μεγάλο κάδρο. Συνεπώς η ψευδαίσθηση πως η Ελλάδα κινείται σε αυτόνομη τροχιά μέσα στο σύμπαν τέλειωσε. Ανεξαρτησία σημαίνει να δίνεις περιεχόμενο στις εξαρτήσεις που επιλέγεις· οτιδήποτε άλλο είναι ένα παιδικό παραμύθι που αντιστοιχεί σε μια νηπιακή ηλικία. Ε, ας θεωρήσουμε αυτά τα πρώτα 200 χρόνια ως τη νηπιακή μας ηλικία.

Ποιο θα είναι το νέο έργο των Ελλήνων;

Ο αναστοχασμός. Ναι, τώρα είμαστε ηττημένοι καταναλωτές, μηδενισμένοι σε πολλά. Και επίσης πέντε εκατομμύρια Ελληνες είναι όμηροι του κράτους καθώς χρωστούν στο δημόσιο. Θεωρώ ωστόσο πως όλο αυτό είναι ένα παρατεταμένο επεισόδιο κάποιων εκκινήσεων. Γιατί, ας το παραδεχτούμε, τελείωσε η πρωτοκαθεδρία του πολιτικού. Τώρα βιώνουμε τη φάση του πολιτικού ως λείψανο.

Σε αυτό το τοπίο πού βρίσκονται ο ηθοποιός και ο ποιητής;

Δόξα τω Θεώ, η Ελλάδα έχει το τραγούδι και το θέατρο. Και αυτά δεν θα αφήσουν τον τόπο να πάει κατά κρημνών. Βεβαίως η χώρα ζει με μεγάλα τραύματα. Γι’ αυτό και επιμένω στη σημασία της αναρώτησης, γιατί ως Ελληνες δεν πρέπει να υποκύψουμε στην πληβειοποίηση! Απειλείται ένα κομμάτι του ελληνικού λαού από αυτήν, αλλά εμείς οι ηθοποιοί πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η ζωή έχει νόημα ακόμη και με άδεια τσέπη. Είναι χειρότερο να έχεις άδεια ψυχή από το να έχεις άδεια τσέπη. Το ηττημένο μυαλό και η γονατισμένη ψυχή είναι που εκτοπίζουν τους ανθρώπους από τον αγώνα της συνύπαρξης. Και ο καθένας από εμάς τους ηθοποιούς καλό είναι να επιχειρεί έναν άλλο τρόπο αναγνώρισης του εαυτού μέσα από το θέατρο.

Φοβάστε πως δεν έχουμε άλλη κληρονομιά παρά τους ποιητές μας;

Κανένας Αισχύλος δεν θα μας σώσει εάν δεν έχουμε φαντασία. Ας μην επαναπαυτούμε με όρους πατραγαθίας στις δάφνες του παρελθόντος αλλά ας αντιμετωπίζουμε τη ζωή μέσα από το πρίσμα της δημιουργικής απορίας.

Σας απασχολεί τι είδους κληρονομιά θα αφήσετε στο θέατρο του 21ου αιώνα;

Κάνοντας μια δουλειά που στηρίζεται σε κάτι αρχαίο, στη φυσική σωματική συμπαρουσία των ανθρώπων. Λέμε: «Ελάτε στις 9 το βράδυ για να γίνει κάτι μεταξύ μας». Αυτό είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας και ένα δικό μου ανοιχτό αίτημα στο διηνεκές.

Σας απασχολεί η υστεροφημία σας;

Καθόλου, αλίμονο…

Το θέατρό σας ως τέκνο του τώρα τι ίχνος θέλετε να αφήνει;

Μετά την κορύφωση του τρέχοντος ψυχοδράματος που εγκαινιάστηκε ως κρίση –αλλά είναι μια καταστροφή εξελισσόμενη– ήθελα να κάνω κάτι που να ανταποκρίνεται σε ένα αρχέγονο κάλεσμα. Να αναλάβω, όπως ο Αριστοφάνης, τους κινδύνους του παρόντος. Υπάρχει αυτή η φράση στους «Αχαρνής» που λέει πως «το δίκιο το ξέρει και η κωμωδία». Σε ένα αφόρητο εδώ και τώρα, λοιπόν, όπου η σωματική παρουσία είναι καταστατική συνθήκη, ο ηθοποιός βάζει εξ ορισμού το μισό. Ευτυχώς εμείς που κάνουμε αυτήν τη δουλειά ξέρουμε πως είμαστε καλλιτέχνες κατά 50%, το υπόλοιπο είμαστε οι θεατές μας.

Διανύετε δημιουργική περίοδο; Γιατί μέχρι τώρα εμφανιζόσασταν ως ηθοποιός περίπου ανά δεκαετία.

Η σκηνοθεσία αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολη συνήθεια καθώς δεν γίνονται πια πολυπρόσωπες παραγωγές. Μπορώ όμως να πω ότι κάθε εμπόδιο για καλό. Ετσι ανθίζει το δικό μου κομμάτι της ηθοποιίας.

Στην περαιτέρω ενεργοποίησή σας έχει παίξει ρόλο η οικειότητα που αισθάνεστε με το Τέχνης;

Μου φαίνεται πως ναι. Η Φρυνίχου ήταν μια καπναποθήκη που ανήκε στο κληροδότημα Κουτλίδη. Την είχαμε ανακαλύψει –ο Λευτέρης Βογιατζής κι εγώ– και ζητήσαμε να την πάρουμε με τη μεσολάβηση κάποιων παραγόντων (μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Χορν) για να την κάνουμε θέατρο. Οταν δεν τελεσφόρησε αυτό, εμείς πήγαμε στην Οδό Κυκλάδων και ο χώρος δόθηκε στον Κουν. Επομένως και για τον επιπλέον λόγο ότι ο χώρος φέρει το όνομα του Καρόλου Κουν αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.

Επανέρχεστε στον Κουν.

Ήταν ο άνθρωπος που με έκανε να αποφασίσω να μπω στο θέατρο. Έμεινα οκτώ χρόνια κοντά του.

Σας οδηγούν οι μνήμες του παρελθόντος;

Ολοι καλούμαστε να δίνουμε τη μάχη στο μέτωπο του παρόντος. Αυτές οι αποσκευές έχουν διπλή λειτουργία: άλλοτε είναι καταθλιπτικές και άλλοτε ανανεώνουν τη διάθεσή μου για το παρακάτω που θα με ξαφνιάσει. Κάτι τέτοιο το είχε και ο Κουν· διαδέχτηκε τον εαυτό του τρεις φορές. Γι’ αυτό όταν μου μιλάνε για τους διαδόχους του απαντώ: «Ποιου Κουν; Του πρώτου, του δεύτερου ή του τρίτου;».

INFO

«Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου

Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου

Παίζουν: Βασίλης Παπαβασιλείου, Νίκος Σακαλίδης

Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου

Από Σάββατο 18 Νοεμβρίου

Ετικέτες