Μετά το «Γάλα», την ιστορική πρώτη παρουσιάσή του στη σκηνή, και την ανάγνωση του βιβλίου δεν διάβασα, ούτε έτυχε να δω κάποια άλλα από τα έργα του Βασίλη Κατσικονούρη μέχρι που ο τίτλος «Καρό παιδιά ριγέ πατεράδες – Ιστορίες από δυο γενιές» (Εκδόσεις Καστανιώτη) ήρθε και με ξεσήκωσε, κι ευτυχώς τον …συνάντησα και πάλι.
Ο Κατσικονούρης φτιάχνει τον πιο σαγηνευτικό ιστό που μπορεί να παρασύρει έναν ονειροπόλο βιβλιόφιλο. Ιστορίες και λέξεις και με ό,τι γεννούν αυτές – και στην περίπτωση του «Καρό παιδιά ριγέ πατεράδες» γεννούν πολλά – γίνονται ένα απολαυστικό ταξίδι σε δύο παράλληλους κόσμους: Αυτόν του συγγραφέα αλλά και ένα προσωπικό ταξίδι στον δικό μου κόσμο με τις αναμνήσεις, τις απογοητεύσεις, τις προσπάθειες.
Αυτή θεωρώ ότι είναι η μεγάλη αρετή αυτού του βιβλίου.
Τα διηγήματά του Βασίλη Κατσικονούρη έχουν την πυκνότητα μυθιστορήματος και την ένταση δοκιμίων αλλά με μια απλότητα που τα κάνουν σαγηνευτικά μοναδικά! Αυτή η απλότητα κρύβει …όσα μυστικά μπορεί να αντέξει κάποιος!
Ενθουσιασμένος, μετά την ανάγνωση, σας «συστήνω» τον κύριο Βασίλη Κατσικονούρη μέσα από τις δικές του απαντήσεις στη συνέντευξη που μου παραχώρησε (και τον ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε!)
-Το βιβλίο σας τελειώνει με την παράγραφο που ξεκινάει: …Αλλά και μήπως γράφουμε μόνο για όσους μπορούν να τα διαβάζουν; Ίσως, κι ας μην το ξέρουμε, πιο πολύ να γράφουμε για όσους πια δεν μπορούν. Ποια ανάγκη, σάς «κάθισε» πρώτη φορά σε μπροστά σε ένα χαρτί και το γεμίσατε με λέξεις; Σε ποιον απευθυνθήκατε ή απευθύνεστε;
Η λογοτεχνία είναι η απώλεια που γίνεται τέχνη. Αυτό που έγινε και δεν θα ξαναγίνει. Αυτό που χάθηκε και δεν θα ξαναβρεθεί. Με τη λογοτεχνία είναι κάπως σαν να φτιάχνουμε ένα τόπο όπου ξαναανταμώνουμε και συνομιλούμε για λίγο με όσα και όσους χάσαμε. Κι ας μην μας ακούνε, είναι μια παρηγοριά. Το όπιο ενός ευαίσθητου λαού.
–Σήμερα τόσα γραπτά μετά, γιατί εξακολουθείτε να γράφετε. Αναζητάτε ή ξορκίζετε;
Αναζητώ την επικοινωνία με τους συνανθρώπους, ξορκίζω τις περιττές διατυπώσεις μεταξύ μας.
–Με δύο παιδιά, μάθημα στο σχολείο, συγγραφή. Πώς γεμίζετε τις μπαταρίες του Βασίλη;
Μα, με τα δύο μου παιδιά (και τη μαμά τους), το σχολείο και τη συγγραφή.Ο. Κ, παίζω και λίγο Pro στο playstation.
–Συγγραφή ή διδασκαλία; Πού υπάρχουν κοινά σημεία και πού το ένα μπορεί να γίνει βραχνάς για το άλλο;
Η συγγραφή γίνεται «βραχνάς» σε όλα. Από τη στιγμή που της δοθείς, είσαι λίγο σαν καλόγερος σε κατάσταση αδιάλειπτης προσευχής. Ρίχνει ένα άλλο φως στα πράγματα και στις καταστάσεις της καθημερινότητας. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι γίνεσαι και λίγο αφηρημένος…
–Ένα σύγχρονο «trend» είναι τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Δε σας θυμίζουν λίγο τις σχολές χορού, που καταλαβαίνεις τους «αποφοίτους» τους σε μια πίστα αφού δεν χορεύουν αλλά μετράνε (χορεύοντας);
Πολύ ωραία η παρομοίωσή σου. Δεν πιστεύω όμως ότι είναι κανείς τόσο χαζός ώστε να παίρνει τοις μετρητοίς αυτά που λέγονται σ` ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Προσωπικά θεωρώ αυτά τα μαθήματα σαν μία κλωτσιά στο κεφάλι για να ξυπνήσει ο συγγραφέας που κοιμάται ή χαζολογάει εκεί μέσα. Αν δεν υπάρχει κανείς τέτοιος εκεί, κάλλιστα μπορείς να ξεσηκώσεις τον αναγνώστη να διεκδικεί τα δικαιώματά του και να έχει τις απαιτήσεις του από ένα κείμενο. Στο κάτω κάτω, η αρχική προϋπόθεση για να γίνει κάποιος καλός συγγραφέας είναι πρώτα να είναι καλός αναγνώστης.
–Πώς εξαργυρώνει ένας συγγραφέας την επιτυχία του;
Υπάρχει η επιτυχία σε πλάτος, που εξαργυρώνεται με δόξα, χρήματα, θέσεις κ.λπ. Και υπάρχει και η επιτυχία σε βάθος, όταν έχεις αγγίξει την καρδιά του άλλου. Κι αυτό δεν εξαργυρώνεται με τίποτα.
–Ποια θεωρείτε ότι είναι τα βήματα για να γράψει κάποιος το δικό του έργο;
Τα βήματα πρέπει να είναι ενός φαινομενικά αδιάφορου ανθρώπου που προσπερνάει. Αν το έργο σ` ακολουθήσει ή ακόμα καλύτερα, κινηθεί απειλητικά προς το μέρος σου, τότε πρέπει να ασχοληθείς μαζί του και να κάνεις την κρίσιμη ερώτηση: «Υπάρχει πρόβλημα;»
–Ως καθηγητής, πώς βλέπετε το μέλλον του βιβλίου, της βιβλιοφιλίας; Τα παιδιά διαβάζουν;
Διαβάζουνε. Κυρίως σειρές με μόνιμους ήρωες σε νέες περιπέτειες. Παλιά αυτά τα λέγαμε κόμικς και δεν είχαμε την αίσθηση ότι διαβάζουμε λογοτεχνία. Τώρα λέγονται παιδική – εφηβική λογοτεχνία.
–Ας έρθουμε λίγο στα «Καρό παιδιά, ριγέ πατεράδες». Η αίσθηση που είχα όταν έκλεισα το βιβλίο σας ήταν άφενός ότι βρέθηκα απέναντι σε έναν τεχνίτη του στιλ και με φουσκωμένο το στήθος από συναισθήματα. Πώς δουλεύετε; (φτιάχνετε τον βασικό καμβά, κάνετε ακριβείς περιγραφές του τι θα πείτε, ή έχετε μια ιδέα και παίζετε – τόσο πετυχημένα – με τις λέξεις και βγαίνει η ιστορία;
Είναι λίγο σαν το κουμπί με το φόρεμα που λέει κι ο Σωτήρης Δημητρίου στην ομώνυμη συλλογή του. «Βρήκα ένα κουμπί που μ` άρεσε κι έφτιαξα ένα φόρεμα για να το βάλω εκεί». Από κει και πέρα, έχετε δίκιο, μάλλον οι λέξεις οδηγούν. Όπως στο πλέξιμο.
–Οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες φτάνουν από μόνες τους για να γράψει κανείς ένα καλό βιβλίο;
Ίσως δεν έχει τόσο σημασία ο πλούτος των εμπειριών και των αναμνήσεων, όσο ο τρόπος που θα τα φωτίσεις αυτά και η θερμοκρασία που θα αναπτυχθεί. Ήτοι, η προσωπική θέρμη με την οποία ψύχεις τα υλικά σου, τους δίνεις ψυχή.
–Ποια από τις ιστορίες, που δεν τους φαίνεται, σας περιέχουν πιο πολύ ως ιδιοσυγκρασία;
Ιδιοσυγκρασιακά θα έλεγα ότι είμαι πιο κοντά στα παιδιά που πρωταγωνιστούν σε κάποια από τα διηγήματα. Ιδιαίτερα στον πιτσιρικά της ιστορίας «Πόδια», που τον τραβούσαν στην αγκαλιά τους τα μεγαλύτερα κορίτσια από το Γυμνάσιο Θηλέων, μέχρι που σχεδόν λιποθυμούσε από τη γλύκα. Εντάξει, με τα χρόνια η ιδιοσυγκρασία μου ρυθμίστηκε σε σχέση με το θέμα αυτό.
–Πότε ένας πατέρας νιώθει ότι κερδίζει το παιδί του και πόση απόρριψη μπορεί να αντέξει ως γονιός και ως άντρας;
Κερδίζουμε τα παιδιά μας όταν πια δεν θα είμαστε μαζί τους. Όπως κι εμείς κερδίσαμε τους δικούς μας γονείς, εκείνους τους μακρινούς πατεράδες με τις ριγέ πυτζάμες πολύ αργότερα.
–Το βιβλίο έχει έναν υπότιτλο: «Ιστορίες από δύο γενιές». Υπάρχει, και πώς ορίζετε εσείς το περίφημο «χάσμα των γενεών»;
Πάντα θα υπάρχει χάσμα. Η παλιά γενιά λειτουργεί με τη δύναμη της βαρύτητας και η νέα με τη δύναμη της άνωσης, όπως στους ανελκυστήρες. Καμιά φορά βέβαια, το ασανσέρ κολλάει και εγκλωβιζόμαστε, παλαιότεροι και νεώτεροι μέσα στο θάλαμο, αλλά τουλάχιστον έχουμε χρόνο να συζητήσουμε.
–Από την εμπειρία σας, ως καθηγητή, πιστεύετε ότι οι γονείς τα τελευταία χρόνια γαλουχούν πιο φοβισμένα, πιο συντηρητικά ή πιο ελεύθερα παιδιά;
Πολύ πιο ελεύθερα, αλλά να σου πω κάτι; Δεν υπάρχουν πιο συντηρητικά, στην ψυχολογία τους τουλάχιστον, πλάσματα από τα παιδιά.
–Η κρίση των τελευταίων ετών (οικονομική και κοινωνική και αισθητική κατά τη γνώμη μου) έχει τσαλακώσει τα όνειρα των νέων. Πώς βλέπετε σήμερα τους εφήβους; Μπορούμε να ελπίζουμε σε αυτούς;
Το σωστό, κατά τη γνώμη μου, είναι, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, κάθε νέα γενιά να αντλεί ελπίδα από την προηγούμενη. Η δική μου γενιά ήλπισε, είχε σημεία αναφοράς σε πρόσωπα και καταστάσεις της προηγούμενης. Η σημερινή γενιά των νέων τι έχει από εμάς; Μήπως η δική μας ήταν ο αδύναμος κρίκος ανάμεσα στις γενιές;
Ίσως , ασυναίσθητα, γι` αυτό να έδωσα στο βιβλίο μου τον υπότιτλο «Ιστορίες από δύο γενιές»
–Ως καθηγητής αισθάνεστε όσο ελεύθερος ως συγγραφέας; Επιτρέπει το σχολικό περιβάλλον του 2019 ελεύθερη, δημιουργική σκέψη ή οι κανόνες είναι περισσότεροι και ενδεχομένως παρωχημένοι;
Ναι, την επιτρέπει. Θεωρητικά υπάρχει ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και της σκέψης. Παρακίνηση δεν υπάρχει.
–Στο σχολείο σας, πώς αντιμετωπίζετε, αν έχουν υπάρξει, θέματα παρενόχλησης, εκφοβισμού, ομοφοβίας, ρατσισμού;
Με μία κερασμένη σοκολάτα ρόφημα από το κυλικείο και λίγη φιλική (αληθινά όμως φιλική και με νοιάξιμο) κουβεντούλα, όλα μαλακώνουν. Μία ζεστή σοκολάτα καταφέρνει πολύ περισσότερα από εκατό καμπάνιες του Υπουργείου Παιδείας.
–Τι φοβάστε για τα παιδιά σας, τα δικά σας, αλλά και για τους μαθητές σας;
Τη μηχανικότητα.
–Εσείς τι φόβους κουβαλάτε και πώς τους ξορκίζετε;
Όταν διαβάζω εφημερίδα και πέφτω πάνω σε κάποιο ένθετο για την υγεία με αφιέρωμα στις ασθένειες της μέσης ηλικίας, πέρδομαι πατάτες. Τις ξορκίζω (τις ασθένειες) πηγαίνοντας γρήγορα στα αθλητικά.
–Τι διαβάζετε αυτή την εποχή και ποιο βιβλίο έχετε «πάντα» δίπλα σας – ποιο είναι το αποκούμπι σας;
Δίπλα μου –ίσως και μέσα μου- έχω πάντα τα «Γράμματα σ` ένα νέο ποιητή» του Ρίλκε, τους «Αγραυλούντες» του Χρήστου Μαλεβίτση, τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη και του Bob Dylan.
Σε ευχαριστώ πολύ γι` αυτή τη συνέντευξη. Δεν ξέρω για τους αναγνώστες σου, για μένα πάντως ήταν μία επαρκώς εξοντωτική άσκηση αυτογνωσίας.
Πηγή:Viewtag.gr