Τα πράγματα είναι απλά αλλά δεν γίνονται απλούστερα. Η ελληνική κοινωνία για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση και την «αλλαγή» του 1981 ζει μια κατάσταση μεγάλων αλλαγών. Φορέας αυτών των αλλαγών, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, είτε έχουν το βάθος των προσωπικών προσμονών είτε όχι, είναι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς από τη δεκαετία του 2000, που έφερε μαζί της και καθιέρωσε τον οικονομισμό της ευωχίας και ταύτισε την ανάπτυξη με τη μεγέθυνση του προσωπικού πορτοφολιού, οι αλλαγές στην κοινωνία μετριούνται με οικονομικούς δείκτες. Ακόμη και σήμερα, ύστερα από οχτώ χρόνια κρίσης που ισοπέδωσε με βουή και ισχύ πολέμου μεγάλο κομμάτι αυτής της χώρας, όταν κάποιοι αναρωτιούνται αν θα φτιάξουν τα πράγματα εννοούν αν θα επιστρέψουμε στην εποχή που έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα (δανεικά φυσικά από τις τράπεζες) και αν θα υπάρχει ο εύπορος απατεώνας με την ύπαρξη του οποίου θα δικαιολογούν τη δική τους μικρή απατεωνιά των επιδοτήσεων ή του «ξέρω κάποιον που θα ρυθμίσει το θέμα».
Η μεγάλη αλλαγή που κυοφορείται σήμερα είναι ακριβώς η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας και των στηριγμάτων της. Αυτός είναι και ο λόγος της μεγάλης σύγκρουσης κατά την οποία για πρώτη φορά κόμματα της αντιπολίτευσης είναι με πρωτοφανή ομοθυμία ενάντια σε μια κυβέρνηση. Φυσικά και επιζητούν την εξουσία που απώλεσαν αλλά δεν εννοούν μόνο αυτήν που θα τους αναδείξει στην κυβέρνηση. Θέλουν την εξουσία που τους έκανε ιδιοκτήτες της χώρας και νομείς της περιουσίας της. Θέλουν τον τραπεζίτη που έπαιρναν τηλέφωνο για να τους βγάλει ένα δάνειο, τον πολεοδόμο στον οποίο απευθύνονταν για να τους τακτοποιήσει τα αυθαίρετα, τον μιντιάρχη που τους έφτιαχνε εικόνες σαν εικονίσματα με διάφορα επίθετα περί εκσυγχρονισμού και πολιτικής επάρκειας, τον απατεώνα με τις απατεωνιές του που μπορούσαν να αποκαλούν υπόδειγμα επιχειρηματία. Θέλουν τις offshore τους, τις κομπίνες τους, τους νόμους που έφτιαχναν στα μέτρα τους και τη δράση χωρίς μέτρο και φόβο.
Πίσω από τους φιλελευθερισμούς και τις επικλήσεις της ιδεολογίας υπάρχει το άγαρμπο και ντούρο συμφέρον.
Κάθε μέρα που περνάει τους απομακρύνει από την κατεστημένη κατάσταση, τη συνήθεια που τους έδενε με τα θύματά τους, την ικανότητά τους να πείθουν ότι τα πράγματα είναι έτσι γιατί δεν γίνεται αλλιώς.
Η λύσσα τους δεν είναι η βιασύνη του βουλιμικού της εξουσίας∙ είναι το σύστημα αυτοπροστασίας τους και το βασικό ένστικτο επιβίωσης. Γι’ αυτό ο πολιτικός είναι αγκαλιά με τον ναρκέμπορο, ο πρωταγωνιστής της λίστας Λαγκάρντ με τον εφοριακό που έγινε βουλευτής, ο μαφιόζος βλέπει χούντα εκεί που συντελούνται θεσμικές και οικονομικές αλλαγές. Γι’ αυτό οι ηθοποιοί των επιδοτήσεων και της επετηρίδας της κρεβατοκάμαρας έχουν ξαφνικά άποψη για τον Τσίπρα και την πολιτική του και γι’ αυτό στα γήπεδα κρεμάνε πανό πολιτικών παρεμβάσεων.
Γιατί η Ελλάδα αλλάζει και αυτό δεν αφορά τα όποια οικονομικά αποτελέσματα και τους μισθούς, αλλά τη δομή της και κυρίως την αδυναμία των ελίτ να την κυβερνούν και να τη λυμαίνονται. Ο Ψυχάρης δεν υπάρχει, οι πρωταγωνιστές της Novartis βλέπουν κελιά στον ύπνο τους, οι μαύρες βαλίτσες σταμάτησαν να φεύγουν από τα ξενοδοχεία του Συντάγματος με συνοδούς Ελληνοελβετούς τραπεζίτες, οι παλιοί εργολάβοι φαλίρισαν, οι διαφημιστές που μοίραζαν το μαύρο χρήμα είναι στην πρέσα, οι αξιότιμοι επιχειρηματίες των υπερτιμολογήσεων καρφώνουν εαυτούς και αλλήλους και πάρα πολλοί άλλοι δεν αισθάνονται καλά τώρα τελευταία. Η χώρα αλλάζει γιατί διαμορφώνεται ένα πολιτικό περιβάλλον που δεν είναι προστατευτικό για τη διαφθορά αλλά, αντιθέτως, είναι έτοιμο να την εκθέσει.
Γι’ αυτό είναι τόσο θορυβώδεις και παλεύουν αγκαλιά πότε με κεριά στο Σύνταγμα και πότε με τάματα στην Παναγιά της Τήνου που συνορεύει με τα οικόπεδά τους. Γι’ αυτό τους φταίει ο Κουφοντίνας, ο Ρουβίκωνας, αν γέλασε και πότε ο Τσίπρας και έκλαψε κάποιος άγιος στα χέρια του Αμβρόσιου καταδεικνύοντας την αμαρτία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Εχουν κάνει ντου από παντού προσδοκώντας το θαύμα το οποίο πριν από μερικές μέρες είδαν στα σώματα των καμένων συνανθρώπων μας. Η Αννίτα Π., η Μαρέβα Κ., η Ευγενία Μ. μετρούν με χαρά –που πολλές φορές δεν μπορούν να κρύψουν– πτώματα. Εμφανίζονται ως ανώνυμες αγανακτισμένες που ζητούν τιμωρία. Δίπλα τους ο δεξιός τής κατά συρροήν απάτης εμφανίζεται ως ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ που ανένηψε, ο κατ’ εξακολούθηση ρατσιστής το παίζει απολιτικός που δεν αντέχει τον Τσίπρα και το λαμόγιο της κομματικής οργάνωσης της ΝΔ που δεν μιλούσε γιατί δεν ήξερε τι έρχεται εντοπίζει την καταστροφή της χώρας στα τριάμισι χρόνια της παρούσας κυβέρνησης.
Χτυπάνε όλοι μαζί σαν τενεκέδες τη μελωδία της εξουσίας και βιάζονται μην κλείσει το παράθυρο χρόνου, μετά το οποίο θα είναι απλώς κάποια ζόμπι της παλιάς εποχής.
Τρομοκρατούν την κοινωνία και προσπαθούν να ενοχοποιήσουν όποιον θυμάται και αρθρώνει λόγο, ευελπιστώντας πως θα καταφέρουν να επελάσουν. Πολιτικοί τους –ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Μητσοτάκης– επικοινωνούν με επιχειρηματίες και άλλοτε υπόσχονται, άλλοτε τους απειλούν γιατί επιχειρούν στο περιβάλλον ΣΥΡΙΖΑ. Ο αρχηγός της ΝΔ σε προσωπικές συζητήσεις δηλώνει αποφασισμένος να στείλει φυλακή τους εχθρούς του, λίγο ηπιότερος φυσικά από τον γιο του βασανιστή της χούντας και φίλο του Αδωνη που υπόσχεται ξερονήσια.
Ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτε απ’ όλα αυτά και πως δεν εκφράζουν τίποτε παραπάνω από τον φόβο τους, αλλά αυτή είναι η φύση τους. Βαθύτατα αντιδημοκρατική και πολιτικά μαφιόζικη. Κάνουν όμως ένα σημαντικό λάθος. Επιχειρούν να μεταφράσουν τη σιωπή του κόσμου ως επιτυχία στην προσπάθεια εκφοβισμού. Κάνουν το ίδιο λάθος που έκαναν στο δημοψήφισμα, πιστεύουν το ίδιο τους το επικοινωνιακό αφήγημα μεταφράζοντας τον θόρυβο που τεχνητά προκαλούν ως οργή του κόσμου.
Η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια και εκ των πραγμάτων αυτό θα φανεί ως οικονομικό αποτέλεσμα έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα. Η στήριξη όμως στον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως η σιωπηλή ή έστω αυτή που προκύπτει μέσα από το δίλημμα «αυτοί ή οι άλλοι» δεν θα είναι για την έξοδο από τα μνημόνια αλλά για την έξοδο από την αρρώστια που ταλαιπωρεί τη χώρα μισό αιώνα.