Περίπου 13 εκατομμύρια Αφρικανοί έπεσαν στα δίχτυα της δουλείας μεταξύ των ετών 1450 και 1900. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Κούτζο Λούις, ο Κόσολα (σημαίνει «Δεν χάνω πια τα φρούτα μου» ή «Δεν πεθαίνουν πια τα παιδιά μου»), όπως ήταν το κανονικό του όνομα, ο οποίος γεννήθηκε το 1841 στη Δυτική Αφρική, στην πόλη Μπαντέ, έδρα της υποομάδας Ίσα της φυλής των Γιορούμπα και ήταν το δεύτερο παιδί της δεύτερης γυναίκας του πατέρα του.
Στα 19 του αιχμαλωτίστηκε από τους πολεμιστές της Δαχομέης και μεταφέρθηκε στα μπαρακούν, τις πρόχειρες καλύβες στις οποίες κρατούνταν φυλακισμένοι οι Αφρικανοί που είχαν απαχθεί από τα χωριά τους έπειτα από επιδρομές ή πολέμους και προορίζονταν να γίνουν σκλάβοι στην Ευρώπη και στην αμερικανική ήπειρο.
Ο Κούτζο Λούις επιβίωσε των απάνθρωπων συνθηκών στα μπαρακούν και μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ μέσω του Κλοτίλντα, του τελευταίου δουλεμπορικού πλοίου που διέσχισε τα νερά του Ατλαντικού. Έζησε πεντέμισι χρόνια σαν σκλάβος στο Πλατό-Μάγκαζιν Πόιντ της Αλαμπάμα, μέχρι τη στιγμή που τον απελευθέρωσε ο στρατός των Βορείων.
Όταν το 1927 τον συνάντησε η Αφροαμερικανίδα ανθρωπολόγος Ζόρα Νιλ Χέρστον ήταν ήδη86 χρόνων, είχε ζήσει την αγριότητα των νόμων του Τζιμ Κρόου, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μεγάλη Ύφεση, ενώ είχε χάσει τη γυναίκα και τα δυο παιδιά του. Ο Κόσολα ήταν πλέον ο τελευταίος εν ζωή σκλάβος που μεταφέρθηκε από την Αφρική στις ΗΠΑ και ζούσε σε μια καλύβα στο Άφρικαταουν του Πλατό. Πρόκειται για τον οικισμό που δημιούργησε, έπειτα από την απελευθέρωσή του, μαζί με μια ομάδα πρώην σκλάβων Αφρικανών φίλων του, όταν απέτυχαν να επιστρέψουν στην Αφρική.
Η Χέρστον, η οποία θήτευσε δίπλα στον «πατέρα της αμερικανικής ανθρωπολογίας» Φραντς Μποάζ, θέλησε να καταγράψει την ιστορία του Κόσολα ο οποίος ήδη την είχε αφηγηθεί σε δημοσιογράφους. Η διαφορά της Χέρστον ήταν ότι ήθελε να τον καταγράψει από ανθρωπολογική σκοπιά και να αποδώσει τη ζωή του στην Αφρική και στις ΗΠΑ με περισσότερες λεπτομέρειες. Το 1927 δέχτηκε την προσφορά για οικονομική βοήθεια από τη Σάρλοτ Όσγκουντ Μέισον, χορηγό πολλών προσωπικοτήτων της αναγέννησης του Χάρλεμ, που είχε ως στόχο την ανάδειξη και την προώθηση της κουλτούρας των Αφροαμερικανών.
Στα μέσα του Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς συνάντησε τον Κόσολα για πρώτη φορά, ενώ ακολούθησαν πολλές συναντήσεις τους στις οποίες ο άντρας της αφηγήθηκε την ιστορία του, ξεκινώντας από εκείνη των προγόνων του. Η Χέρστον επέλεξε να μεταφέρει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, με την προφορικότητα του λόγου του Κόσολα, αποφεύγοντας την εξωραϊσμένη προφορικότητα που θα έκανε ίσως το εγχείρημα πιο ευκολοδιάβαστο, αλλά θα του αφαιρούσε αυθεντικότητα.
Μετά την ολοκλήρωσή του το βιβλίο στάλθηκε σε πολλούς εκδότες, ωστόσο κανείς δεν ανέλαβε να το τυπώσει. Το εγχείρημα βρήκε εμπόδια και από την Αφροαμερικανική κοινότητα – κυρίως από τους διανοούμενους και τους πολιτικούς ηγέτες οι οποίοι εναντιώθηκαν στο γεγονός ότι καταγράφει τις θηριωδίες των Αφρικανών φύλαρχων και πολεμιστών, καθώς και την ανάμειξή τους στο δουλεμπόριο, αλλά και την απαξιωτική στάση των Αφρομερικανών των μέσων του 19ου αιώνα έναντι των σκλάβων Αφρικανών. Τελικά το βιβλίο κυκλοφόρησε σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατο της Χέρστον (1960) και συγκεκριμένα το 2018 από τις εκδόσεις Amistad Press.
Η αφήγηση του Κόσολα δεν έχει κάτι ηρωικό· δεν είναι κραυγή για αυτοδιάθεση, δεν έχει καν σαφή πολιτική ταυτότητα. Είναι η μοναχική φωνή ενός ανθρώπου που κουβαλά ακόμη το τραύμα του ξεριζωμού, της σκλαβιάς και του κοινωνικού αποκλεισμού. Επτά δεκαετίες μετά την αιχμαλωσία και τη μεταφορά του στον Νέο Κόσμο, πλέον στη δύση της ζωής του, ο Κόσολα ζει ακόμη με το όνειρο της επιστροφής στη γη των προγόνων του.
Το βιβλίο «Barracoon – Η ιστορία του τελευταίου σκλάβου» της Ζόρα Νιλ Χέρστον κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη.