Η περίοδος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-33) είναι από τις πλέον επώδυνες για το γερμανικό έθνος. Ηττημένο το 1918, εξαναγκασμένο από τους νικητές της Αντάντ σε εδαφικό ακρωτηριασμό, σε εθνικές ταπεινώσεις και δυσβάστακτες πολεμικές αποζημιώσεις είδε την ανεργία να καταστρέφει τις ζωές 8,2 εκατομμυρίων ανθρώπων. Και το απαξιωμένο μάρκο να χρησιμοποιείται σαν καυσόξυλο.
Η εξέγερση των Συμβουλίων εργατών-στρατιωτών του 1919 κατεστάλη με τη βοήθεια και των κακόφημων Φράικορπς. Η ενσωμάτωση των Σοσιαλδημοκρατών επισφραγίστηκε με τη φράση του ηγέτη τους Νόσκε, «κάποιος πρέπει να βάψει τα χέρια του με αίμα, κι εγώ δε διστάζω ν’ αναλάβω την ευθύνη». Και την έκανε πράξη σφαγιάζοντας τους πρώην συντρόφους του SPD, στο Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ, τέτοιες μέρες πριν από 99 χρόνια.
Αντιθέτως η «μεροληπτική Δημοκρατία» στάθηκε σκανδαλωδώς επιεικής προς τον Χίτλερ, τον οποίο αποφυλάκισε 6 μήνες μετά από το πραξικόπημα της μπυραρίας. Πάνω στο αγεφύρωτο χάσμα Σοσιαλδημοκρατών-Σπαρτακιστών οικοδομήθηκε ή άνοδος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος. Με τη βοήθεια όλων: Αδιάλλακτων Συμμάχων, Πρώσων στρατιωτικών και Γερμανών βιομηχάνων. Και των Γερμανών πολιτών, οι οποίοι – αφού δελεάστηκαν από την επαγγελία του «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» – σταδιακά εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στον τυχοδιώκτη δεκανέα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τελικά το Βερολίνο απέσπασε το 1932 κούρεμα χρεών 64,3%. Όμως ήταν αργά. Οι Ναζιστές είχαν εκτιναχθεί μέσα σε 4 χρόνια από το 2,6% στο 37% το 1932. Οι Γερμανοί είχαν παραδώσει – και μάλιστα εκλογικά – στον Χίτλερ το αντικλείδι της καγκελαρίας, στην οποία εγκαταστάθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1933.
Πλήρωσαν βέβαια την επιλογή τους αυτή. Αλλά μαζί τους την πλήρωσε ολόκληρη η ανθρωπότητα.