Τον Βαγγέλη Γερμανό τον γνώρισα πρώτη φορά από κοντά στα ήσυχα μουσικά του χρόνια, όταν το γράψιμο του βιβλίου του τον είχε απορροφήσει περισσότερο από τα τραγούδια του.
Σε εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, στο δοκιμαστήριο μιας ομαδικής φωτογράφισης, θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει το μέτρο και η εσωτερική ισορροπία ενός ανθρώπου που ανέκαθεν ήξερε πώς να μετατρέπει το χάος της ζωής και της καθημερινότητας σε όμορφα τραγούδια. Με λογική και ευαισθησία. Σίγουρα τον βοήθησαν και τα μαθηματικά σε αυτό, αλλά η τρυφερότητά και η ηρεμία που έβγαζε με έκαναν μετά να πάω σπίτι για να ακούσω ξανά όλους τους παλιούς του δίσκους με χρονολογική σειρά. Τα χρόνια πέρασαν, ο Βαγγέλης τελείωσε το βιβλίο του, ο «Αρμενιστής» εκδόθηκε, έγραψε καινούργια τραγούδια, πέρασε από την τηλεόραση συντροφιά με φοβερά παιδιά ταλέντα στο «Music school», βρεθήκαμε πάλι σε φωτογραφίσεις και συνεντεύξεις και κάθε φορά που τον βλέπω με πλημμυρίζει ένα παιδικό συναίσθημα συνενοχής. Σαν δηλαδή να έχουμε κάνει την ίδια σκανταλιά και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να την μπαλώσουμε ή να χαθούμε σε νέες περιπέτειες. Γιατί ο Βαγγέλης Γερμανός ήταν και είναι αθεράπευτα παιδικός, φανταστικό μέλος μιας γλυκιάς συμμορίας. Σήμερα ο Βαγγέλης Γερμανός γιορτάζει 35 χρόνια από την κυκλοφορία της ιστορικής «Κρουαζιέρας» και κάθε Παρασκευή στήνει μια μοναδική οπτικοακουστική παράσταση στη Μουσική Θεατρική Σκηνή της Αθηναΐδας. Σε κάποιο διάλειμμα ανάμεσα στις πρόβες του μίλησε στο Documento.
Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στον Πειραιά;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ατελείωτα, όπως όλων των παιδιών. Οι μεγάλοι έμοιαζαν από άλλον πλανήτη. Οταν γυρνούσα από το σχολείο πετούσα τη σάκα και έφευγα για παιχνίδι μέχρι το βράδυ. Θυμάμαι το χώμα, τις τσουκνίδες, τις μολόχες, την παρέα, αγόρια – κορίτσια να μαζευόμαστε στο πεζοδρόμιο και να παίζουμε ομαδικά παιχνίδια, με μισοαθώα-μισοπονηρά, μυστήρια υπονοούμενα. Η σεξουαλικότητα δεν είναι προνόμιο των μεγάλων. Η ερωτική περιέργεια που «γύρισε» μέσα μου σταδιακά σε καλλιτεχνική δημιουργία είναι ενστικτώδης και έχει τις ρίζες της σε εκείνο τον καιρό. Το πρώτο επάγγελμα που ονειρεύτηκα να κάνω ήταν περιπτεράς. Το κιόσκι με τις σοκολάτες και τα παραμύθια ήταν για μένα η σπηλιά του Αλή-Μπαμπά, γεμάτη θησαυρούς!
Τα μαθηματικά τι ρόλο έπαιξαν στη ζωή ενός τραγουδοποιού; Στον αγώνα μαθηματικά εναντίον μουσικής κερδίζει τελικά η τέχνη;
Ολα, μαθηματικά, μουσική, φαντασία, περιπέτεια, τεμπελιά, οικογένεια, παιδιά, σπορ… δεν είναι παρά τρόποι για να περνάμε την ώρα μας, να ξοδεύουμε τη ζωή μας. Στο γυμνάσιο ήμουν κουμπούρας στα μαθηματικά. Μπήκα στο πανεπιστήμιο χάρη στην έκθεση (μαθηματικά 10, έκθεση 20). Οντας φοιτητής αναγκάστηκα να διαβάσω για να πάρω το πτυχίο κι εκεί τα αγάπησα. Με τα μαθηματικά έμαθα να δουλεύω μεθοδικά. Η μουσική, το τραγούδι συγκεκριμένα, είναι το μεράκι μου.
Η μεγάλη μου αγάπη. Με γοήτευσε από την αρχή, από το πρώτο ντιν της κιθάρας, και εξακολουθεί να με μαγεύει έως τώρα. Από μια άποψη, μαθηματικά και μουσική είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μαθηματικά το μυαλό, μουσική η καρδιά (διαθέτουμε και από τα δύο και καλό είναι να συντονίζονται).
Από τα πρώτα σας επαγγελματικά βήματα και τις ηχογραφήσεις ενός θρυλικού άλμπουμ («Τα μπαράκια») υπάρχει κάτι που θυμάστε πιο έντονα;
Ο ηχολήπτης, που ήταν και ιδιοκτήτης του στούντιο που γράφτηκαν τα «Μπαράκια», ήταν ο Πάνος Δράκος. Μόλις τραγούδησα «Ερωτόκριτος θα γίνω και τον δράκο θα ξεκάνω» άρχισε να με κοιτάει παράξενα, λίγο τσαντισμένος! Αυτό με συγκίνησε ιδιαίτερα, γιατί συνειδητοποίησα το γεγονός ότι το τραγούδι μου συνδέει τον δράκο του μύθου με τον δράκο που είμαστε λίγο πολύ όλοι μας, ανεξάρτητα αν μας λένε δράκους ή όχι.
Ως άνθρωπος, πόσο πολύ πιστεύετε πως αλλάξατε όλα αυτά τα χρόνια; Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο;
Αλλάζω παραμένοντας ο ίδιος. Προσπαθώ να ξεσκαρτάρω τα περιττά. Είμαι καλύτερος κιθαρίστας από παλιά. Στο παρελθόν έπαιζα ό,τι άκουγα. Τώρα ακούω ό,τι παίζω. Οσο μεγαλώνω ζω περισσότερο στο τώρα. Φοβάμαι λιγότερο. Στην ουσία τίποτε δεν αλλάζει παρά μονάχα ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα. Τον «Αρμενιστή» τον έγραψα για να ’ναι τα τραγούδια μου συγκεντρωμένα, να κάνουν παρέα μεταξύ τους, όπως και για να δώσω ένα «χέρι βοηθείας» στους νέους συναδέλφους, να μην απογοητεύονται, να περιποιούνται τα τραγούδια τους, να μην ξεχνάνε τη βαθιά τους επιθυμία. Τέλος, υπάρχει εκεί ο τρόπος που βλέπω τη ζωή. Αγάπα την κι άσ’ την ελεύθερη!
Στον «Αρμενιστή» τεκμηριώνετε με βιωματικό τρόπο το πρακτικό και θεωρητικό κομμάτι της τέχνης του τραγουδοποιού. Πόσο σπουδαίο ρόλο παίζει το πέρασμα του χρόνου και η ωριμότητα στη δημιουργία και την εξέλιξη;
Το πέρασμα του χρόνου το αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Στη φαντασία μας, όμως, ο χρόνος στο σύνολό του είναι στατικός. Δεν περνά. Είναι όλος εδώ. Αυτό το βίωσα από μικρός αλλά το συνειδητοποίησα λίγο μεγάλος. Ο ηλικιακά μεγάλος άνθρωπος είναι προνομιούχος: έχει μέσα του όλες τις περασμένες ηλικίες του. Είναι από αυτόν και από άλλον πλανήτη συγχρόνως. Αυτή η γέφυρα βοηθάει στη δημιουργία και την εξέλιξη.
Ο καιρός περνάει για όλους και η νεότητα, η θαλερότητα, προβάλλεται ως η κατεξοχήν αξία της σύγχρονης εποχής.
Καλώς προβάλλεται η νεότητα, γιατί ο νέος είναι ενδεής, φτωχός. Για να ισορροπήσει χρειάζεται κανάκεμα, σαν τα κουταβάκια. Βέβαια, είναι και το κατεξοχήν target group των πάσης φύσεως εμπόρων, γι’ αυτό είναι εκμεταλλεύσιμος. Παλιότερα ήμουνα γεροντότερος, τώρα είμαι νεότερος (χωρίς να κάνω κάτι ιδιαίτερο).
Ο μεγαλύτερος μύθος για τους τραγουδοποιούς ποιος είναι;
Οτι είναι, γενικώς, κάτι εξαιρετικό, ζηλευτό, ότι είναι όλοι τους ρομαντικοί, αιθεροβάμονες, καλά παιδιά. Οσο κι αν υπερασπίζομαι το σινάφι μου, δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ ότι «απ’ όλα έχει ο μπαχτσές». Από διαμάντια έως παλιανθρωπάκια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, είναι προτιμότεροι από τα golden boys ή τους κουμπουροφόρους.
Η μουσική βιομηχανία στις μέρες μας πάντως δεν φαίνεται ικανή να σώσει το σινάφι σας. Από την άλλη, είναι και η ψηφιακή τεχνολογία που την κατατρόπωσε διεθνώς.
Η μουσική βιομηχανία καλώς κατατροπώθηκε, γιατί οι βιομηχανίες έχουν βασικό σκοπό το κέρδος. Και όταν εσύ κερδίζεις, κάποιος άλλος χάνει. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτό. Είμαι κατά του τζόγου, του πρωταθλητισμού, της αριστείας, του μύθου της προσωπικότητας, του πολέμου (όποιος λέει ναι στην τέχνη λέει αυτόματα όχι στον πόλεμο). Ολα αυτά συνήθως έχουν συνέπεια ένα τεράστιο «εγώ» και το «εγώ» είναι επικίνδυνο και προδοτικό πράγμα. Καλό είναι να το κρατάμε σε ασφαλή απόσταση από τον εαυτό μας. Τώρα με τον υπολογιστή κάνει κανείς τη δουλειά του με την άνεσή του στο σπίτι του.
Δηλαδή ένας καλλιτέχνης πώς επιβιώνει πλέον σε μέρες που η πτώση των πωλήσεων στη δισκογραφία είναι ιλιγγιώδης και η στήριξη από τις δισκογραφικές ελάχιστη;
Παίζοντας τα τραγούδια του οπουδήποτε, ακόμη και στον δρόμο, στο μετρό, με ανοιχτή θήκη για να μαζεύει τα κέρματα. Γιατί δηλαδή, είμαστε καλύτεροι από τον μεγάλο Μάρκο που γύρναγε στις ταβέρνες με τασάκι; Ή τον μεγάλο Μπαγιαντέρα που βγήκε στη ζητιανιά τυφλός; Ας μη γελιόμαστε, οι εταιρείες ήταν και είναι μαγαζιά, κάποιοι άνθρωποι με μεράκι έκαναν και κάνουν ό,τι μπορούν για να υλοποιήσουν τα όνειρά μας.
Ετοιμάζετε μια σειρά παραστάσεων που την ονομάζετε «Κρουαζιέρα 1982-2017» για να γιορτάσετε 35 χρόνια πορείας στη μουσική και το τραγούδι. Πού θα λέγατε ότι βρίσκεστε συναισθηματικά ανατρέχοντας στο παρελθόν;
Είμαι εργαζόμενος μουσικός, «working musician» που λένε! Δεν ησυχάζω αν δεν βγω να παίξω και να τραγουδήσω το υλικό μου. Οταν γράφω ή παίζω και τραγουδάω, μετατρέπομαι ο ίδιος σε τραγούδι. Είναι οι απελευθερωτικότερες στιγμές της ζωής μου. Με την κιθάρα μου, τη συμφωνική ορχήστρα του εαυτού μου, νιώθω μια πληρότητα άλλο πράγμα! Η «Κρουαζιέρα 1982-2017» είναι μια μουσική αναδρομή από τα ηρωικά «Μπαράκια» έως το σήμερα. Προτιμούσα και πάντοτε προσπαθούσα να έχω αισθήματα και όχι συναισθήματα. Αισθήματα ευθύνης απέναντι στους συνανθρώπους μου, στα τραγούδια μου, στις γάτες μου, στο περιβάλλον. Αισθηματικά, λοιπόν, βλέπω τα πράγματα καθαρότερα από ότι στο παρελθόν.
Η ελληνική κοινωνία τι εικόνα σας δείχνει σήμερα; Δηλαδή σε σχέση με εκείνη την εποχή, σήμερα πού έχουμε φτάσει;
Σε γενικές γραμμές δεν έχει αλλάξει και πολύ. Ο πολύς ο κόσμος ονειρεύεται να πιάσει το Τζόκερ όπως παλιά το Προ-Πο. Υπάρχουν και άνθρωποι που όπως παλιά έτσι και τώρα αντλούν χαρά και ικανοποίηση από τη δραστηριότητα που ασκούν, ανεξάρτητα αν τους φέρνει πολλά ή λίγα φράγκα. Ξέρετε, συνήθως οι χορτάτοι είναι και ανίδεοι. Η ανάγκη σε σπρώχνει να βγεις από το καβούκι σου. Η κοινωνία γενικώς ποτέ δεν μου άρεσε. Η ανθρωπότητα ναι, αλλά η κοινωνία πρέπει να κοινωνήσει άλλες αρχές, όχι την απληστία και την αθλιότητα που τη χαρακτηρίζει στο σύνολό της.
Γι’ αυτό αγαπάω τα παιδιά. Αυτά θα αλλάξουν ό,τι πρέπει να αλλάξει, αν καταφέρουν και δεν απορροφηθούν και αυτά από τη μαύρη τρύπα των αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις υπάρχουν για να συνθέτονται. Οχι στατιστικά. Πραγματικά, για τον καθένα μας ξεχωριστά. Και τότε κάτι θα ’χουμε πετύχει ως σύνολο, ως κοινωνία.
INFO: O Βαγγέλης Γερμανός γιορτάζει εφέτος τα 35 χρόνια της «Κρουαζιέρας» του, ανεβαίνει τις Παρασκευές στη Μουσική Θεατρική Σκηνή της Αθηναΐδας και μας προσκαλεί σε μια αναδρομική ακουστική εμπειρία
Πολυχώρος Πολιτισμού Αθηναΐς
Μουσική Θεατρική Σκηνή
Καστοριάς 34-36, Βοτανικός
Τηλέφωνο ταμείου-κρατήσεις: 210-3480080
Φωτογραφίες Δημήτρης Ραπακούσης