Αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, έκρηξη προβλημάτων

Αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, έκρηξη προβλημάτων

Πριν από λίγες μέρες η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε τα οικονομικά στοιχεία εξαγωγών και εισαγωγών για τους δύο πρώτους μήνες του 2022, που έδειχναν σημαντική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων κατά 30%, αλλά και μια ανησυχητική πολύ μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών κατά 63,3%, η οποία είχε αποτέλεσμα την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος κατά 131,5% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου.

Βεβαίως, το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας –που είχε συρρικνωθεί δραστικά στα χρόνια των μνημονίων μέσω της εσωτερικής υποτίμησης και της συμπίεσης των μισθών– δεν εμφανίστηκε ξαφνικά ως πρόβλημα με την είσοδο του 2022. Ξεκίνησε από το 2021, με την έναρξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση των lockdowns και σε συνδυασμό με την αύξηση του δημόσιου ελλείμματος επανέφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας.

«Η πιο απότομη αύξηση από το 2005»

Το νέο στοιχείο των δύο πρώτων μηνών του 2022 ήταν ότι αυτό το 131% της αύξησης του εμπορικού ελλείμματος δεν αποτελεί αύξηση αλλά έκρηξη, καθώς βάσει πρόσφατης έκθεσης της Eurobank αποτελεί την πιο απότομη αύξηση που έχει καταγραφεί στο εμπορικό έλλειμμα από το 2005, έτος από το οποίο δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ παρόμοια στοιχεία.

Η εξέλιξη αυτή κατά τη Eurobank είναι άκρως ανησυχητική και οι αναλυτές της τράπεζας την αποδίδουν κατά κύριο λόγο στην ενεργειακή κρίση, λόγω της οποίας μέσα σε ένα χρόνο αυξήθηκαν εκθετικά οι τιμές του εισαγόμενου πετρελαίου και φυσικού αερίου, και δευτερευόντως στο 27,3% του εισαγόμενου πληθωρισμού στις τιμές πρώτων υλών και βιομηχανικών αγαθών της ελληνικής μεταποίησης τον Φεβρουάριο του 2022.

Και το χειρότερο: η τάση αυτή δεν είναι παροδική αλλά τουλάχιστον μεσοπρόθεσμη, αφού πάντα κατά τη Eurobank «το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας θα συνεχίσει να αυξάνεται τους επόμενους μήνες, κυρίως επειδή ο δείκτης εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές ενέργειας ανέρχεται στο 81,4% (πηγή: Eurostat, στοιχεία 2020) επί του συνόλου των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων (gross available energy) και είναι από τους υψηλότερους ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ-27 (62,1% ευρωζώνη και 57,5% για ΕΕ-27)», «με αρνητική συνεισφορά στον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης, ποιοτικό χαρακτηριστικό που ήδη καταγράφηκε το 4ο τρίμηνο 2021».

«Σε αυτό το πλαίσιο», καταλήγει η έκθεση της Eurobank, «ο ρόλος των τουριστικών εισπράξεων είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, έτσι ώστε μέσω ενίσχυσης του πλεονάσματος των υπηρεσιών να αντισταθμιστεί σε ένα βαθμό το προαναφερθέν έλλειμμα. Παρά ταύτα, όσο δεν καταγράφεται αποκλιμάκωση στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων, η αβεβαιότητα αναφορικά με μια πιθανή έξαρση παραμένει, ο ρυθμός αύξησης των εισοδημάτων διεθνώς επιβραδύνεται και τα κόστη παραγωγής αυξάνονται, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανησυχιών για τη δυναμική της ανάκαμψης των τουριστικών εσόδων φέτος».

Τι σημαίνουν όλα αυτά με απλά λόγια;

Σημαίνουν καταρχάς ότι έχουμε εισέλθει σε ένα εντελώς νέο αρνητικό ιστορικό πλαίσιο για την Ευρώπη, πολύ πιο βαρύ από αυτό της κρίσης της πανδημίας, που κατά την ανάκαμψη έφερε τη διαταραχή της προσφοράς στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και τις αυξήσεις τιμών που καλούμαστε να πληρώσουμε το τελευταίο εξάμηνο και οι οποίες μεγεθύνονται από το γεγονός ότι εδώ και 20 χρόνια όλα τα βασικά αγαθά, από τα τρόφιμα ως το ρεύμα, περνάνε μέσα από χρηματιστήρια.

Οι κυρώσεις ορίζουν το νέο πλαίσιο

Το νέο πλαίσιο ορίζεται καταρχάς από τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, που ενδέχεται και να σταματήσει σε λίγους μήνες, άρα αυτός καθαυτόν να μην έχει οικονομικές συνέπειες πέραν του 2022. Ορίζεται όμως πολύ περισσότερο από τις κυρώσεις που εκφράζουν τη βούληση των ΗΠΑ –πίσω από την οποία σέρνεται η Ευρώπη– να αποκόψει όλους τους ενεργειακούς και άλλους εμπορικούς δεσμούς που συνέδεαν εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια την Ευρώπη με τη Ρωσία, οι οποίες κυρώσεις δεν θα αποσυρθούν ακόμη κι αν σταματήσουν οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία, αλλά θα διαμορφώσουν μια νέα κατάσταση. Και η νέα αυτή κατάσταση, όπως ήδη την περιγράφουν οι οικονομολόγοι π.χ. της γαλλικής BNP και της γερμανικής ING, θα είναι για τα επόμενα χρόνια ζοφερή και ιστορικά θα προσομοιάζει μόνο με το μεγάλο πετρελαϊκό σοκ της δεκαετίας του 1970, επιφέροντας μακροχρόνιο πληθωρισμό, μεγάλη πίεση στα οικονομικά των νοικοκυριών, απώλεια της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ευρωζώνης, δηλαδή τελικά στασιμοπληθωρισμό, και πιθανότατα κάποια στιγμή αναγνώριση του προβλήματος του δημόσιου χρέους.

Σημειωτέον βέβαια ότι η νέα κατάσταση είναι ήδη εδώ: η Ευρώπη δίνει πλέον το 9,1% του ΑΕΠ της για ενέργεια, εμφανίστηκε εμπορικό έλλειμμα στην ευρωζώνη ως σύνολο για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια, ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός τρέχει με 7,5% και προβλέπεται επιβράδυνση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη στο 3% το 2022. Επί του παρόντος,

βέβαια, κανείς δεν βλέπει ακόμη ύφεση, αλλά ενδέχεται αργότερα να τη δουν κι αυτή, όσο θα περνούν οι μήνες και θα πιέζεται η ζήτηση λόγω της ακρίβειας στις ευρωπαϊκές χώρες. Η ουσία όμως είναι ότι από αυτή την Ευρώπη προσδοκά η Ελλάδα να της έρθουν αρκετοί τουρίστες, ώστε να πιάσει τα τουριστικά έσοδα του 2019 και να τιθασεύσει την έκρηξη του ελλείμματος στο εμπορικό της ισοζύγιο.

Σε ό,τι αφορά όμως ειδικά τη χώρα μας, όλα αυτά σημαίνουν πως η Ελλάδα, που αποτελεί έτσι κι αλλιώς τον πιο αδύναμο κρίκο της ευρωζώνης, προτού καλά καλά συνέλθει από την υπερδεκαετή κρίση χρέους και την πανδημία, μες στο 2022 θα έρθει αντιμέτωπη με μια νέα, ακόμη μεγαλύτερη κρίση, λόγω των αδυναμιών του ενεργειακού της μοντέλου που διέπεται από υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές και ενεργειακή σπατάλη.

Σημαίνουν δηλαδή πως η λανθασμένη επιλογή της παρούσας κυβέρνησης για πρόωρη απολιγνιτοποίηση της χώρας (που οδήγησε στη μαζική εγκατάλειψη των ελληνικών λιγνιτωρυχείων) και για ματαίωση της έρευνας για υδρογονάνθρακες (που θα καθυστερήσει περαιτέρω την εξόρυξη των πιθανολογούμενων εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης) και η οποία έχει αυξήσει τον δείκτη εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές ενέργειας στο 81,4% επί του συνόλου των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων, δηλαδή σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (62,1%) και της ΕΕ των 27 (57,5%), θα πληρωθεί μες στο 2022, με αποτέλεσμα η παρούσα ενεργειακή κρίση να έχει αναλογικά υψηλότερο κόστος για μας απ’ ό,τι για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Πρόσθετο κόστος για την Ελλάδα

Οπως ακριβώς θα έχουν πρόσθετο κόστος για τη χώρα και οι άλλες λανθασμένες μακροπρόθεσμες επιλογές που έγιναν από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, επισήμαναν στο Documento οικονομολόγοι του Ινστιτούτου ΕΝΑ, με την προώθηση του συνόλου των εμπορευματικών μεταφορών με νταλίκες αντί της χρήσης του τρένου, την προώθηση του ΙΧ αντί της επένδυσης σε μέσα μαζικής μεταφοράς ή και των ατομικών συστημάτων θέρμανσης αντί των συλλογικών ή των κοινοτικών που υπάρχουν σε άλλες χώρες και που συνολικά αυξάνουν την κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από τη χαμηλότερη κατά 16,6% παραγωγικότητα και την υψηλότερη ενεργειακή ένταση κατά 38,1% της ελληνικής οικονομίας έναντι των ΕΕ-27 που δίνει η Eurostat.

Αν προσθέσουμε λοιπόν σε αυτές τις αρνητικές ιδιαιτερότητες του ελληνικού ενεργειακού μοντέλου και την εισαγωγή του target model, που ως χρηματιστηριακό μοντέλο μετέφερε τις αυξήσεις των εισαγόμενων καυσίμων στο ηλεκτρικό ρεύμα, εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί το 2022 έφερε έκρηξη του εμπορικού ελλείμματος αλλά και γιατί ο πληθωρισμός φτάνει πλέον στο 8,9%, έναντι 7,5% του μέσου κοινοτικού.

Μια και γίνεται λόγος περί ενεργειακής κρίσης, οικονομολόγοι του Ινστιτούτου ΕΝΑ μας παρακίνησαν να ερευνήσουμε την ειδοποιό διαφορά της παρούσας κρίσης σε σχέση με το πετρελαϊκό σοκ του 1970. Η απάντηση είναι ότι στην παρούσα φάση όλο το βάρος της κρίσης καλούνται να το σηκώσουν οι μισθωτοί και ιδίως οι πιο χαμηλά αμειβόμενοι. Ενώ κατά την κρίση του 1970, λόγω του μετακεϊνσιανού παραδείγματος που έδινε ακόμη τον τόνο, μπορούσαν να δοθούν λύσεις προς όφελος των μισθωτών, οι οποίες στη χώρα μας δόθηκαν με την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή του ΠΑΣΟΚ, η οποία προστάτευσε εν μέρει τους μισθωτούς από τον πληθωρισμό, σήμερα, εν μέσω κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, όλη η κουβέντα οικονομολόγων, κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων γίνεται σχετικά με το «πόσο σημαντικό είναι να μη δοθούν αυξήσεις στους μισθούς για να μην τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός».

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, ναι μεν η κυβέρνηση της ΝΔ ετοιμάζεται να δώσει αύξηση στον κατώτατο μισθό, που αν φτάσει το 8% –όπως κυβερνητικές πηγές αναφέρουν– μαζί με την αύξηση του 2% θα καλύψει τον επίσημα καταγεγραμμένο πληθωρισμό. Αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως, πρώτον, στην πραγματικότητα η κίνηση αυτή δεν καλύπτει τις απώλειες των χαμηλόμισθων από τις μεγάλες αυξήσεις στους λογαριασμούς των σουπερμάρκετ και της ενέργειας, που λόγω του ειδικού τους βάρους για τα χαμηλά εισοδήματα φτάνουν το 40%, και, δεύτερον, αποτελεί λίγο ως πολύ κίνηση ανάγκης, δεδομένου ότι περίπου 800.000 εργαζόμενοι στη χώρα μας αμείβονται με τον κατώτατο ή και με ακόμη χαμηλότερο μισθό. Αρα η αύξηση του κατώτατου αποτελεί ελάχιστο μέτρο προκειμένου να αποτραπεί μια μεγάλη πίεση στην κατανάλωση –της οποίας η υποχώρηση έχει ήδη αρχίσει–, συν ότι η κυβέρνηση ελπίζει ότι με το συγκεκριμένο μέτρο θα περιορίσει το πολιτικό της κόστος για την ακρίβεια.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε επίσης ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν συνεπάγεται γενικά αυξήσεις μισθών από τη στιγμή που δεν λειτουργεί το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η γενική ευρωπαϊκή αρχή είναι να αποφευχθούν οι αυξήσεις μισθών για να μπει φρένο στον πληθωρισμό μέσω της μείωσης της κατανάλωσης.

Κάποια στιγμή βεβαίως μπορεί η εγχώρια κατανάλωση να αρχίσει να συμπιέζεται τόσο πολύ ώστε να περάσουμε σε ύφεση κι εκεί η κυβέρνηση –που στην παρούσα φάση επωφελείται από την αύξηση του πληθωρισμού επειδή μαζεύει περισσότερους φόρους: ήδη στο πρώτο δίμηνο του 2022 μάζεψε 300 εκατ. ευρώ παραπάνω από τον προϋπολογισθέντα ΦΠΑ– θα πρέπει να δει τι θα κάνει. Πάντως επί του παρόντος έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στο καλοκαίρι, στα τουριστικά έσοδα και στις προβλέψεις για την ανάπτυξη, οι οποίες μολονότι μειωμένες, τοποθετούνται ακόμη και στο χειρότερο σενάριο για το 2022 κοντά στο 2%. Ενδεχομένως η ύφεση να μας επισκεφτεί το 2023.

Ετικέτες

Documento Newsletter