Συρόμενος από τη συνεχή επικοινωνιακή φθορά και την ασφυκτική κατάσταση που συντελεί το εφιαλτικό σπιράλ ακρίβειας εμφανίστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης, επισπεύδοντας τις ανακοινώσεις για τον κατώτατο μισθό κατά δέκα ημέρες, με την ελπίδα η αύξηση του επιπέδου των 50 ευρώ να νοθεύσει τη δυσφορία και την γκρίνια που αναμένεται να πρωταγωνιστήσουν στις οικογενειακές συζητήσεις στα πασχαλινά τραπέζια.
Σε απόλυτο προσωπικό τόνο, ακυρώνοντας τις επικοινωνιακές κορώνες για αποφάσεις σε επίπεδο κυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «πήρε πάνω» του τις αποφάσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού, προσβλέποντας να λάβει και το όποιο επικοινωνιακό όφελος. Τελικά, οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού δεν προκάλεσαν ιδιαίτερες εκπλήξεις, παρά το κλίμα που επιμελώς καλλιεργούσαν κυβερνητικές διαρροές και συμπολιτευόμενος Τύπος. Μάλιστα, κατά τον ίδιο, οι σημερινές αυξήσεις είναι ότι περισσότερο μπορεί να γίνει, καθώς «αγγίζει τα απώτατα όρια της οικονομίας».
Η νέα αύξηση που ανακοίνωσε φτάνει μόλις και μετά βίας τα 50 ευρώ μεικτά μηνιαίως και αφορά φυσικά μόνο τους πιο χαμηλόμισθους, συνοδεύοντάς την από ευχολόγια προς την εργοδοσία, αλλά και σειρά συνθημάτων. Για έναν «15ο μισθό που προστίθεται», πως τώρα «είναι η ώρα των εργαζόμενων», και φυσικά «ανάπτυξη για όλους». Στο διά ταύτα, τα 663 ευρώ μεικτά του βασικού μισθού θα γίνουν 713 μεικτά για 650.000 εργαζόμενους. Σε αυτά έσπευσε να προσθέσει παρελκυστικά και την προηγούμενη έκτακτη αύξηση στις αρχές της χρονιάς του 2%, τονίζοντας πως ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε σε σχέση με τον περσινό κατά 9,7%, την ώρα που ο πληθωρισμός του περασμένου Μαρτίου έφτασε το 8,9%, με τις εκτιμήσεις να τον τοποθετούν σε ακόμα μεγαλύτερο υψόμετρο.
Με το μέγεθος της αύξησης να κινείται στα αναμενόμενα επίπεδα, κάτι παραπάνω από 1,5 ευρώ την ημέρα, το ενδιαφέρον από την εμφάνιση του πρωθυπουργού συγκεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε να παρουσιάσει τις αποφάσεις. Η απόφαση για τις σημερινές ανακοινώσεις ελήφθη στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή, αφού ακόμα και το πρωί της Μεγάλης Τετάρτης, το Μέγαρο Μαξίμου υποστήριζε πως οι ανακοινώσεις θα γίνουν στο υπουργικό συμβούλιο της 29ης Απριλίου.
«Συναντώ εργαζόμενους», «η αγωνία που διακρίνω», «η σημερινή μου απόφαση», «θα εισηγηθώ με θέρμη στο υπουργικό συμβούλιο», «ποτέ δεν οραματίστηκα μια οικονομία με συγκριτικό της πλεονέκτημα τις χαμηλές απολαβές», «δεσμεύτηκα για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές», «θα αποφύγω τις καθησυχαστικές προβλέψεις», «μένω πιστός στη γλώσσα της αλήθειας», «κύριο μέλημά μου είναι να μην διαρραγεί η κοινωνική μας συνοχή», «έχω εμπιστοσύνη στους Έλληνες εργαζόμενους» και πλήθος προσωκεντρικών αναφορών στην ομιλία του, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ανακτήσει κάτι από το ηγετικό του προφίλ, καθώς οι συνεχείς αστοχίες και η αδυναμία αντιμετώπισης της κρίσης έχουν πια ρηγματώσει το ισχυρό πρόσωπο που φιλοτεχνούσαν τα φιλικά μέσα ενημέρωσης το προηγούμενο διάστημα.
Παράλληλα, με την καταστροφική του εμφάνιση την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, που από βήματος χυδαιολόγησε και συκοφάντησε τους ανέργους ως υπαίτιους της κατάστασής του, ο ίδιος προσπάθησε να εμφανιστεί φιλολαϊκός και προσιτός, υποστηρίζοντας πως συναντά «εργαζόμενους και κυρίως νέους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό», πως υπολογίζει την αγωνία τους για τις τιμές στο ρεύμα, στο ράφι του σούπερ μάρκετ, στο βενζινάδικο, ενώ σε ένα μνημείο υποκρισίας, υπογράμμισε την κατανόηση που δείχνει για το γεγονός πως οι σημερινοί εργαζόμενοι «αισθάνονται ότι, χωρίς βοήθεια από την οικογένεια, δύσκολα τα βγάζουν πέρα», προκαλώντας αμήχανα γέλια με την προσθήκη πως «ειδικά, μάλιστα, αν είναι αναγκασμένοι και να νοικιάζουν σπίτι».
Προφανώς, για όσους και όσες λάβουν τις σημερινές αυξήσεις, δεν πρόκειται για ένα αμελητέο ποσό, από τη στιγμή που η ακρίβεια χτυπά νοικοκυριά και τσέπες σε βαθμό πρωτοφανή και δίνει τεράστια αξία ακόμα και στο τελευταίο ευρώ στο πορτοφόλι ενός εργαζόμενου. Ωστόσο, καθώς το τελικό ποσό αναλογεί μόλις και μετά βίας σε ένα απειροελάχιστο ποσοστό της πολλαπλής ακρίβειας, είναι αμφίβολο εάν τα επικοινωνιακά του οφέλη θα είναι μεγαλύτερα από την απογοήτευση που προκάλεσε η επί δύο και πλέον μήνες προσμονή που καλλιέργησε στους ενδιαφερόμενους.