Αυξήσεις επιτοκίων με κερδισμένες τράπεζες και χαμένους δανειολήπτες

Αυξήσεις επιτοκίων με κερδισμένες τράπεζες και χαμένους δανειολήπτες

Παρά την παγκόσμια τραπεζική κρίση, επειδή το μεγαλύτερο τμήμα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών αποτελείται από δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, οι ελληνικές τράπεζες είναι από τις ωφελημένες της τρέχουσας συγκυρίας. Λόγω της αύξησης επιτοκίων αυξάνονται τα έσοδά τους. Χαμένοι είναι οι δανειολήπτες τους.

Για τον αριθμό των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία. Οπως αναφέρουν όμως τραπεζικές πηγές, τουλάχιστον το 90% των στεγαστικών δανείων και το 70% των επιχειρηματικών είναι κυμαινόμενου επιτοκίου. Ο κανόνας, διευκρινίζουν, είναι όλα τα δάνεια να δίνονται με κυμαινόμενο επιτόκιο και μόνο σε κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις να δίνονται δάνεια με σταθερό επιτόκιο και για ειδικές περιστάσεις. Αυτό σημαίνει ότι τα κέρδη των τραπεζών από την αύξηση των επιτοκίων είναι πολύ μεγάλα.

Τεράστια αύξηση δόσεων

Επί σειρά ετών και έως το περασμένο καλοκαίρι τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν μηδενικά. Κατά συνέπεια, τα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο υπολογίζεται βάσει του Euribor τριμήνου συν ένα spread από 2,5-3,5%, είχαν επιτόκια 2,5-3,5%, ενώ τα επιχειρηματικά που έχουν spread 5,5% είχαν επιτόκια 5,5%. Με τις διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων που ξεκίνησαν έκτοτε το Euribor τριμήνου είναι σήμερα στο 3,5%, επομένως το επιτόκιο στεγαστικών δανείων αγγίζει το 6-7% και το επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων φτάνει το 9%. Η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει σε άλλες δύο αυξήσεις επιτοκίων κατά 0,5% ως το καλοκαίρι. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων θα φτάσει το 6,5-7,5%, το επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων στο 9,5% και θα παραμείνουν σε αυτά τα υψηλά επίπεδα για ένα χρόνο. Ακολούθως θα αρχίσουν να μειώνονται, αλλά με αργούς ρυθμούς.

Οι συγκεκριμένες αυξήσεις επιτοκίων έχουν αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση των μηνιαίων δόσεων που καλούνται να καταβάλλουν εκατομμύρια δανειολήπτες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Για ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο και διάρκεια εξόφλησης τα 20 χρόνια η δόση, από 560 ευρώ τον μήνα που ήταν τον Ιούνιο 2022, προτού αρχίσουν οι αυξήσεις επιτοκίων, αυξήθηκε στα 720 ευρώ τον Μάρτιο ’23, δηλαδή κατά 160 ευρώ. Σε ετήσια βάση η πρόσθετη επιβάρυνση φτάνει τα 1.920 ευρώ, αντιπροσωπεύοντας ένα πρόσθετο καπέλο σχεδόν τριών δόσεων. Αντίστοιχα, για ένα επιχειρηματικό δάνειο 200.000 ευρώ και διάρκεια εξόφλησης τα δέκα χρόνια η δόση αυξήθηκε κατά 350 ευρώ από τον Ιούνιο του ’22 έως τον Μάρτιο του ’23. Και έπεται συνέχεια.

Τα δάνεια υψηλού κινδύνου

Δεν θέλει και πολύ μυαλό για να σκεφτούμε πως όταν η μηνιαία δόση που καταβάλλουν εκατομμύρια δανειολήπτες αυξάνεται τόσο δραστικά, και μάλιστα σε οικονομικό περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού που διαβρώνει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και τους τζίρους των επιχειρήσεων, αργά ή γρήγορα ένα μέρος των δανειοληπτών θα περιέλθει σε αδυναμία να εξυπηρετεί τα δάνειά του, με αποτέλεσμα να «κοκκινίσουν». Για τον κίνδυνο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει από πέρσι, αναδεικνύοντας ως κατηγορία δανείων «υψηλού κινδύνου» που ενδέχεται να αρχίζουν να «κοκκινίζουν» ακόμη και εντός του 2023 τα «ρυθμισμένα», τα δάνεια δηλαδή που για ένα διάστημα οι δανειολήπτες τους δυσκολεύονταν να τα εξυπηρετήσουν και προχώρησαν σε ρύθμιση.

Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τα ρυθμισμένα δάνεια είναι 1,3 εκατ. Από αυτά, 800.000 εξυπηρετούνται κανονικά ενώ 500.000 βρίσκονται σε καθυστέρηση από έναν έως τρεις μήνες και αντιπροσωπεύουν το 6,7% του συνόλου των δανείων ή ποσό 9,32 δισ. ευρώ.

Λόγω του πολύ άμεσου κινδύνου να «κοκκινίσει» μεγάλο μέρος των ρυθμισμένων δανείων, τον περασμένο Δεκέμβρη ο Χρήστος Σταϊκούρας είχε ζητήσει από τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν ένα πρόγραμμα στήριξης των δανειοληπτών, επιδοτώντας το μισό της αύξησης της φουσκωμένης μηνιαίας δόσης για δώδεκα μήνες – από τα μεγάλα έσοδα που αποκομίζουν από τις αυξήσεις επιτοκίων. Οι τράπεζες αποδέχτηκαν να το κάνουν αυτό μόνο για 30.000 δανειολήπτες – τους πιο φτωχούς.

Για το υπόλοιπο 1-1,3 εκατομμύριο δανειοληπτών που έχουν τα ισάριθμα ρυθμισμένα δάνεια υψηλού κινδύνου οι τράπεζες απάντησαν ότι θα λύσουν το πρόβλημα των φουσκωμένων δόσεων μόνες τους, προχωρώντας σε νέες ρυθμίσεις επιμήκυνσης της διάρκειας του χρέους ώστε να μειώσουν τις δόσεις – έχοντας εγγύηση και τα ακίνητά τους. Κανείς όμως δεν ξέρει αν και τι είδους ρυθμίσεις κάνουν σήμερα οι τράπεζες.

Να όμως που σε πρόσφατες επαφές τους με τους αναλυτές οι τραπεζικές διοικήσεις αναγνώρισαν ότι υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας νέων «κόκκινων» δανείων ύψους 1,3 δισ. ευρώ λόγω των αυξημένων επιτοκίων. Η εκτίμηση αυτή είναι συντηρητική σε σχέση με παλαιότερη της Τράπεζας της Ελλάδος που προέβλεπε νέα «κόκκινα» δάνεια ύψους 2,53 δισ. ευρώ.

Μαθηματικά βέβαιο

Οποιο κι αν είναι το νούμερο, η δημιουργία μιας νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων μέσα από τη μεγάλη δεξαμενή των «ρυθμισμένων» είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα επέλθει επειδή η κυβέρνηση πρέπει να βγάλει εντός του 2023 πρωτογενές πλεόνασμα, επομένως θα ακολουθήσει συσφικτική πολιτική, ενώ οι τράπεζες έχουν περιορίσει τον δανεισμό κι αρχίζουν ξανά να «ρουφάνε» χρήμα από την οικονομία αντί να δίνουν, με την έννοια ότι εισπράττουν από νοικοκυριά και επιχειρήσεις για δόσεις και εξοφλήσεις δανείων περισσότερα λεφτά από όσα δίνουν για νέα δάνεια (π.χ. τον Ιανουάριο εισέπραξαν 2 δισ. ευρώ παραπάνω). Οι δύο αυτές πολιτικές σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό θα ασκήσουν έντονα υφεσιακή επίδραση στην οικονομία.

Τα νέα «κόκκινα» δάνεια θα έρθουν μάλιστα να προστεθούν πάνω στο ήδη υπάρχον ιδιωτικό χρέος των 270 δισ. ευρώ, μεγεθύνοντας περαιτέρω τα αδιέξοδα για την υπερχρεωμένη ελληνική κοινωνία. Και μπορεί να μην είναι κανείς σε θέση να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις αναφορές Σκυλακάκη στη Βουλή –ότι δηλαδή από το ιδιωτικό αυτό χρέος 100.000 «κόκκινα» δάνεια έχουν «πρασινίσει» με απευθείας συνεννόηση μεταξύ funds και οφειλετών–, αλλά αυτές δεν αλλάζουν σε τίποτε την τεκμηριωμένη αναποτελεσματικότητα του εξωδικαστικού μηχανισμού ως μηχανισμού διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους, που παρότι υποτίθεται είναι το κύριο κυβερνητικό εργαλείο γι’ αυτήν τη δουλειά, μέσα σε δύο χρόνια έχει οδηγήσει σε 3.323 ρυθμίσεις για οφειλές ύψους 1,085 εκατ. ευρώ, δηλαδή στη ρύθμιση μόνο του 0,4% του συνολικού ιδιωτικού χρέους.

Documento Newsletter