Ο χθεσινός μεγάλος σεισμός στη Χιλή, οι πρόσφατοι στη Νέα Ζηλανδία και την Ινδονησία καθώς και ο καταστροφικός σεισμός που έγινε στην Ιταλία τον Οκτώβριο, δημιουργούν την εντύπωση ότι η Γη «κουνιέται» όλο και περισσότερο.
Παρ’ όλα αυτά όμως επιστημονικές μελέτες, βασισμένες στη στατιστική, δείχνουν ότι η συχνότητα των σεισμών παγκοσμίως είναι αρκετά σταθερή, παρ’ όλο που ο αριθμός τους μπορεί να διαφέρει από έτος σε έτος.
Για παράδειγμα, αν λάβουμε υπόψη μας τους σεισμούς που έχουν ένταση μεταξύ 7 και 8 της κλίμακας Ρίχτερ, ο μέσος όρος είναι 17 σεισμοί ανά έτος. Σε ορισμένα έτη, όπως το 1986 και το 1989, καταγράφηκαν μόνο έξι σεισμοί αυτού του μεγέθους, ενώ άλλες χρονιές, όπως το 1943, έγιναν πάνω από 30. Αν όμως κοιτάξουμε μεγαλύτερες περιόδους –50 ή 100 ετών– ο αριθμός των σεισμών ανά έτος εμφανίζεται σταθερός.
Το γεγονός ότι δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι συχνότεροι οι σεισμοί σε ορισμένες περιόδους οφείλεται απλώς στο ότι πληροφορούμαστε για εκείνους που είτε είναι εξαιρετικά ισχυροί είτε προκαλούν ακραία φαινόμενα όπως τα τσουνάμι. Ένας σεισμός άλλωστε δεν έχει συνήθως μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη λόγω της ισχύος του, αλλά λόγω των θυμάτων ή των υλικών καταστροφών που αφήνει πίσω του.
Από τους 17 σεισμούς ανά έτος που κυμαίνονται μεταξύ 7 και 8 Ρίχτερ, ίσως υπάρχει ένας πραγματικά καταστροφικός. Γι’ αυτό είναι πολύ εύκολο να θυμηθούμε το σεισμό των 7,3 Ρίχτερ που χτύπησε την Αϊτή στις 12 Ιανουαρίου 2010, ο οποίος κόστισε τη ζωή περισσότερων από 300.000 ανθρώπων, ενώ ξεχνάμε τον πρόσφατο σεισμό που χτύπησε την Ινδονησία παρ’ όλο που αυτός ο τελευταίος ήταν ισχύος 7 Ρίχτερ.
Είναι λογικό να είναι σταθερός ο αριθμός των σεισμών στην πάροδο του χρόνου, αν σκεφτεί κάποιος τις διαδικασίες που βρίσκονται πίσω από τους σεισμούς. Οι τεκτονικές πλάκες του γήινου φλοιού κινούνται ως επακόλουθο μιας σταθερής δύναμης από το εσωτερικό της Γης. Αυτό σημαίνει ότι συσσωρεύεται με σταθερό ρυθμό τεκτονική συμπίεση και τάση στη ζώνη όπου συγκρούονται δύο πλάκες. Γι’ αυτό και στην πάροδο του χρόνου είναι ίδια η ποσότητα ενέργειας που αποδεσμεύεται από ένα σεισμό.
Ο σεισμός μεγέθους 9,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ που συγκλόνισε τη Χιλή στις 22 Μαΐου 1960 είναι ο ισχυρότερος που έχει καταγραφεί από το 1900 ενώ στην Ελλάδα η μεγαλύτερη σεισμική δόνηση τα τελευταία εκατό χρόνια είναι ο σεισμός μεγέθους 7,2 Ρίχτερ που έγινε στις 12 Αυγούστου 1953 στη Κεφαλονιά.