Μπορεί η πολιτική να είναι η τέχνη του εφικτού, αλλά οι μεγάλες της στιγμές γράφονται όταν ερωτοτροπεί με το ανέφικτο. Οταν η αμφισβήτηση γίνεται στοιχείο της πολιτικής καθημερινότητας και το ρίσκο επιλέγεται ως ασυνήθιστη πρακτική. Τότε συνήθως αναδεικνύονται ή δημιουργούνται και οι μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πάρει την εξουσία όταν έπεισε ότι αποτελεί τη δύναμη που μπορεί να τα αλλάξει όλα εκεί όπου οι άλλοι εγγυούνταν ότι δεν θα αλλάξει τίποτε.
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και κυρίως ο ίδιος προσωπικά φαίνεται πως γράφει τώρα τη δεύτερη (η πρώτη ήταν η ανάδειξή του στην κυβερνητική εξουσία) σημαντικότερη πολιτική πράξη με τη συμφωνία των Πρεσπών.
Και δεν εννοώ μόνο πως αποφασίζει να τελειώνει με ένα θέμα που αποτελούσε τη γάγγραινα της εξωτερικής πολιτικής, το οποίο ανατροφοδοτούσε μισαλλόδοξες, αντιδραστικές απόψεις και ηρωοποιούσε απατεώνες επαγγελματίες της πατριδοκαπηλίας. Η απόφαση του Αλ.Τσίπρα να κλείσει τις εκκρεμότητες με τους βόρειους γείτονες παράγει μια ακόμη ιστορικότητα που ενδεχομένως δεν ήταν στις προθέσεις του αλλά προέκυψε. Πρόκειται για την αλλαγή του εγχώριου πολιτικού σκηνικού που δημιουργεί πλέον η διαδικασία προς την ψήφιση της συμφωνίας.
Φαίνεται πως όταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι σκεφτόταν να προχωρήσει σε συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία υπήρχαν στην κυβέρνηση, όπως ήταν φυσικό, και απόψεις που θεωρούσαν πως ίσως ήταν καλό να μην πάρουν στα χέρια τους αυτή την καυτή πατάτα. Κανένας δεν θα κατηγορούσε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ γιατί δεν έλυσε αυτό που δεν επέλυαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά αντιθέτως η απόφαση για επίλυση θα την έβαζε σε μια δίνη στην οποία θα περιστρεφόταν και ο κυβερνητικός εταίρος.
Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε την απόφαση να προχωρήσει θεωρώντας αφενός πως υπάρχει κατάλληλο παράθυρο χρόνου με τον Ζόραν Ζάεφ στην εξουσία της γείτονος, αφετέρου γιατί ήθελε ως πρωθυπουργός να επιλύσει το θέμα και όχι να φυγομαχήσει. Στη συνάντηση μάλιστα που είχε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να τον ενημερώσει για τις εξελίξεις με τη γείτονα χώρα φαίνεται να διατύπωσε αυτήν ακριβώς τη θεώρησή του, πως ως πρωθυπουργός αισθάνεται την ανάγκη να επιλύσει το θέμα και ζήτησε από τον αρχηγό της ΝΔ να συμπαραταχθεί στην προσπάθεια επίλυσης η οποία άλλωστε δεν ήταν ξένη στο κόμμα του. Ο Μητσοτάκης αποχώρησε από τη συνάντηση μάλλον εκνευρισμένος, αν και το λογικό θα ήταν να επιχειρήσει να δρέψει τις δάφνες μιας συμφωνίας, υποστηρίζοντας πως ο Κώστας Καραμανλής και η αδερφή του Ντόρα Μπακογιάννη ήταν αυτοί που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις.
Οσα ακολούθησαν δεν αφορούν μόνο τη συμφωνία. Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η μικροπολιτική εκμετάλλευση που επέλεξαν οι αρχηγοί τους αντί της υπευθυνότητας, αυτήν τη στιγμή απειλεί πλέον την ύπαρξή τους. Γιατί ο δρόμος προς τις Πρέσπες μετατρέπεται σε εφιάλτη τουλάχιστον για το ΚΙΝΑΛ και το θολό Ποτάμι.
Η Φώφη Γεννηματά, σε μια ακόμη προσπάθειά της να ετεροπροσδιοριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώντας τον, επέλεξε έως την τελευταία στιγμή να είναι ταμπουρωμένη σε θέσεις που ουδέποτε είχε το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ για το μακεδονικό και πολύ περισσότερο οι ψηφοφόροι τους. Και το έκανε την ώρα που η αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση διαμόρφωνε στην κεντροαριστερά τη διά βοής απαίτηση να συζητηθούν οι όροι μιας συμμαχίας η οποία ήδη έχει το πρόκριμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η προδιαγεγραμμένη ήττα της Γεννηματά διαφάνηκε πολύ πριν από την παιδαριώδη πολιτικά ομιλία της στη Βουλή, όταν στην εκδήλωση για τη συμφωνία των Πρεσπών στο Μέγαρο Μουσικής ο Αλ. Τσίπρας αποθεώθηκε από το πλήθος το οποίο η αρχηγός του ΚΙΝΑΛ θεωρεί δικό της συνομιλητή. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές των κινήσεων των «58», της «Ελιάς», του ίδιου του ΚΙΝΑΛ ήταν εκεί χειροκροτώντας τον Τσίπρα ως φυσικό ηγέτη μιας συμμαχίας που διαμορφώνεται αν και δεν έχει ομολογηθεί.
Ο άλλος πρωταγωνιστής, ο Σταύρος Θεοδωράκης, ζει το δικό του δράμα. Ανίκανος να σηκώσει το βάρος της υπευθυνότητας που επέδειξε όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία των Πρεσπών, μπήκε στον άχαρο ρόλο εξυπηρέτησης του Μητσοτάκη. Αυτό που απέδειξε είναι ότι εκτός από αρχηγός κόμματος χωρίς ψηφοφόρους είναι και αρχηγός χωρίς βουλευτές. Η πορεία προς τις Πρέσπες τον διέλυσε και τον κατέστησε θύμα ενός πολιτικού δαρβινισμού, αφού ο Σταύρος αποδείκνυε με κάθε τρόπο πως δεν χρειάζεται δεν έχει λόγο και να υπάρχει πολιτικά. Αυτήν τη φορά το κατάλαβαν και οι βουλευτές του.
Το μεγαλύτερο θύμα, ίσως χωρίς ακόμη να το γνωρίζει, είναι ο Κυρ. Μητσοτάκης. Η επιλογή του να πολιτευτεί με πολιτική σχιζοφρένεια στο θέμα του μακεδονικού, να συγχρωτίζεται με Μεγαλέξανδρους μιας συλλαλητηριακής χρήσης για να εισπράξει – όπως πιστεύει– από τις πληγές στο σώμα της κυβέρνησης, τον κάνει φιλικό με μια σοβαρή Χρυσή Αυγή αλλά καιροσκόπο στα μάτια της σοβαρής ΝΔ. Δεν είναι αυτό όμως που τον απειλεί πολιτικά, αφού μπορεί να υπάρχουν αρκετοί σοβαροί στη ΝΔ αλλά ελάχιστοι με θάρρος για να αμφισβητήσουν τις επιλογές του. Ο Μητσοτάκης απειλείται πολιτικά από τις ανακατατάξεις που δημιουργεί η πορεία προς τις Πρέσπες. Η παγιωμένη και τσιμενταρισμένη αντιΣΥΡΙΖΑ αντιπολίτευση δεν μπορεί να διαιωνιστεί μπροστά στις προϋποθέσεις συμμαχιών που ήδη δημιουργούνται εξαιτίας και των μεταμνημονιακών μεταβολών. Ο Μητσοτάκης, όπως εύστοχα είπε ο Αλ. Τσίπρας στη Βουλή, επιμένει στο αφήγημά του ενώ οι πραγματικές συνθήκες το έχουν καταρρίψει. Δρομολογούνται πολιτικές εξελίξεις τις οποίες όχι μόνο δεν μπορεί να κατανοήσει αλλά τις προκαλεί κιόλας με όπλο αυτή του την αδυναμία.