Θέατρο: Αυτός που νίκησε τους δεσμοφύλακες

«Βλέπεις, ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Λες ότι πας να πεθάνεις γι’ αυτούς, ποιος σε ξέρει; Τους βλέπεις; Κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρετσού, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση κι είσαι μονάχα δεκάξι χρόνων…». Αυτά ξεστόμισε ένας χαφιές της ασφάλειας στον Χρόνη Μίσσιο ενώ βρισκόταν δεμένος χειροπόδαρα μέσα σε ένα τζιπ στον δρόμο για το Γεντί Κουλέ. Τα περιέγραψε όλα στο συγκλονιστικό αφήγημά του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», μια μοναδική μαρτυρία των διώξεων και των βασανιστηρίων που βίωσαν χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες για πολλές δεκαετίες. Γραμμένο το 1985 με χειμαρρώδη λόγο και στοιχεία λαϊκής προφορικότητας, με περιγραφές που χτυπούν σαν γροθιά στο στομάχι, αγαπήθηκε από πολλές γενιές ανθρώπων.

Ο δεκαεξάχρονος Χρόνης συλλαμβάνεται το 1947, φυλακίζεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο ως μέλος του ΔΣΕ. Περνάει σχεδόν από όλες τις φυλακές του ελληνικού κράτους –Κέρκυρα, Βόλος, Αβέρωφ, Κορυδαλλός– και αποφυλακίζεται το 1973. Κατά τη διάρκεια της ζωής του γνωρίζει πολύτιμους συντρόφους και συναγωνιστές, ποινικούς, ρεμπέτες και πρεζάκηδες, διαβόητους βασανιστές και άτεγκτους καθοδηγητές. Η μεταφορά ενός τόσο πυκνού κειμένου στο θέατρο φαντάζει δύσκολος γρίφος για ένα σκηνοθέτη. Κι όμως η Σοφία Καραγιάννη τα κατάφερε. Κι αυτό επιβεβαιώνεται από τις αντιδράσεις των θεατών. Μούδιασμα, «ξεβόλεμα». Και κυρίως συγκίνηση.

Από την αμηχανία στο χειροκρότημα

Στο τέλος της παράστασης οι ήρωες τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και ρίχνουν λίγο κρασί στο πάτωμα για να τιμήσουν τους νεκρούς συντρόφους. Η πρώτη αντίδραση του κοινού σε αυτό είναι μια αμηχανία. Είναι τόσο δυνατή η σκηνή. Νιώθεις σαν να ηχούν στα αυτιά σου οι κραυγές όσων μαρτύρησαν στα ξερονήσια. Ακολουθεί το μεγάλο χειροκρότημα.

Η Σοφία Καραγιάννη μίλησε στο Documento για τη σχέση της με το βιβλίο και την ανάγκη της να το μεταφέρει στη θεατρική σκηνή αυτή την εποχή. «Συνδέομαι πολύ τρυφερά με το αφήγημα του Χρόνη Μίσσιου. Μου θυμίζει την εφηβεία και την εποχή της νιότης μου. Αποφάσισα συνειδητά να το μεταφέρω στη σκηνή εδώ και τώρα. Η παράσταση εκφράζει την εσωτερική μου αγωνία για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα πώς πορευόμαστε από δω και στο εξής» εξηγεί. Και προσθέτει ότι είναι συγκινητικό το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι που βλέπουν την παράσταση γνώριζαν προσωπικά τον Χρόνη Μίσσιο. «Ενας ηλεκτρολόγος ήρθε στο θέατρο και μου είπε ότι ο πατέρας του ήξερε τον Μίσσιο από την Ικαρία. Αυτά που βίωσε αφορούν χιλιάδες κόσμο που έζησε εκείνη την εποχή. Το κείμενο είναι απλό και κατανοητό, δεν κρύβεται πίσω από περιποιημένους και άκαμπτους λόγους όπως συμβαίνει συνήθως με τα έργα που απευθύνονται στο ακροατήριο της Αριστεράς».

Τα κελιά που γέννησαν ανθρωπιά

Η σκηνική δράση είναι καταιγιστική και οι ηθοποιοί αλλάζουν συνεχώς ρόλους. Ο δεσμοφύλακας που ουρλιάζει, ο πρεζάκιας που παραληρεί στο ψυχιατρείο, οι σύντροφοι που ξαγρυπνούν λίγες ώρες πριν από την εκτέλεση. Και στη μέση ένα μεγάλο τραπέζι. Ολα γύρω από αυτό εκτυλίσσονται. «Δεν ήθελα ο Χρόνης να είναι μόνος του πάνω στη σκηνή, παρότι φλέρταρα και με την ιδέα του μονολόγου. Προτιμούσα να βλέπει ο κόσμος τους συναγωνιστές του, αυτούς που βίωσαν μαζί του όλη αυτήν τη σκοτεινή περίοδο. Είχα την τύχη να δουλέψω με ηθοποιούς που έχουν καλή χημεία μεταξύ τους και συνεννοούνται με ένα βλέμμα. Το τραπέζι παραπέμπει στα μαζέματα που συμβαίνουν ανάμεσα στις ελληνικές οικογένειες, στα γλέντια, στις λύπες και τις μεγάλες ανακοινώσεις. Συμβολίζει τη δική μου αγωνία να μοιραστούμε τα βιώματά μας και να λειτουργήσουμε πιο συλλογικά».

Παρά τις σκληρές περιγραφές των βασανιστηρίων, το έργο ξεχειλίζει από αισιοδοξία και αγάπη για τη ζωή και τον άνθρωπο. «Το κείμενο βγάζει πολύ φως. Ο συγγραφέας κατάφερε να γεμίσει με νόημα κάθε στιγμή στο κελί του. Μας κλείνει ξανά το μάτι. Είναι σημαντικό να αποδώσουμε και εμείς νόημα σε όποια “φυλακή” βιώνουμε σήμερα» σχολιάζει η Σοφία Καραγιάννη και προσθέτει ότι αυτό που συγκλονίζει τους θεατές είναι η σκληρότητα του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο. «Ο συγγραφέας δεν χάνει ποτέ την επαφή του με το ανθρώπινο στοιχείο ούτε αποκηρύσσει την ιδεολογία του ακόμη και στα πιο άγρια βασανιστήρια. Ζητάει όμως να κρατηθεί ζωντανό το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το έργο εκτείνεται πέρα από την εποχή του Εμφυλίου. Γιατί όταν τα χάνουμε όλα αρχίζουμε να σκεφτόμαστε συλλογικά».

Στο τέλος της παράστασης που παρακολουθήσαμε διαβάστηκε το κείμενο του ΣΕΗ για το προεδρικό διάταγμα που εξισώνει τα πτυχία των καλλιτεχνών με το απολυτήριο λυκείου. Σχολιάζει η Σοφία Καραγιάννη: «Είμαι εξοργισμένη με αυτή την εξέλιξη. Η τέχνη έχει μεγάλη δύναμη για να μας φοβούνται τόσο. Θα μας βρουν δυναμικά μπροστά τους».

Info: Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι. Δευτέρα και Τρίτη, 21.00

Ετικέτες