Στην άνοδο της λεωφόρου Συγγρού ένας ντελιβεράς αντί για γάντια φορούσε πλαστικές σακούλες γνωστής αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Λίγο πριν να στρίψει στη Φρατζή το λουρί της τσάντας του μπλέχτηκε στην ρόδα. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε. Ευτυχώς δεν είχε αναπτύξει ταχύτητα. Όταν σηκώθηκε το πρώτο άγχος του δεν αφορούσε τυχόν κατάγματα απ’ την πτώση. Ανησυχούσε για το μηχανάκι. Ήταν του αφεντικού. Σπάνια περίπτωση.
Θα ‘ταν – δεν θα ‘ταν 25 χρονών. Κομμάτι μιας γενιάς που μεγάλωσε δίχως ελπίδα, που ζει επισφαλώς, ανασφάλιστα και ανόρεχτα, που έχει μάθει να ζει με δανεικά και να μετράει τα ρέστα της, που μαζεύει μεροκάματα για να τα ακουμπήσει σε ψυχολόγους και ψυχοφάρμακα. Τον ντελιβερά τον λένε Αντώνη.
Η γενιά του Αντώνη έχει μάθει τις ποικίλες σημασίες της κρίσης. Μεγάλωσε εντός μιας κρίσης αξιών. Ενηλικιώθηκε εντός της οικονομικής κρίσης. Κοντεύει να τριανταρίσει εντός μιας υγειονομικής κρίσης. Η γενιά του Αντώνη περνάει τον καιρό της συλλέγοντας χαρτιά: πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά (κανονικά- όχι προϊόντα λογοκλοπής), συνταγές γιατρών, λογαριασμούς (φουσκωμένους), αποδείξεις και απορρίψεις από την αγορά εργασίας. Η γενιά του Αντώνη μένει σε κρύα διαμερίσματα. Το βράδυ αναπτύσσει αρρυθμίες και ψυχοσωματικά. Αδυνατεί να σκεφτεί το μέλλον γιατί την έχει καταπιεί το παρόν.
Η αλήθεια είναι πως ξεκίνησα με σκοπό να γράψω για την ακρίβεια. Κατέληξα στον Αντώνη και τις αρρυθμίες της γενιάς του. Οι αρρυθμίες και τα ψυχοσωματικά των σημερινών τριαντάρηδων έρχονται ως αποτέλεσμα μιας ευρύτερης κοινωνικής συμπτωματολογίας, ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η ελληνική αγορά αυτορρυθμίζεται. Αντανακλούν στο γεγονός πως εντός της ελληνικής οικονομικής πραγματικότητας αναγκάζονται να συμβιβαστούν με πενιχρά μεροκάματα μόνο και μόνο για να βγάλουν τα νοίκια τους. Όσο η αγορά αυτορρυθμίζεται με αυτούς τους όρους, τόσο η γενιά του Αντώνη θα απορρυθμίζεται, θα φορά σακούλες αντί για γάντια και θα ενδιαφέρεται περισσότερο για την φθορά της ιδιοκτησίας του αφεντικού απ’ την σωματική της ακεραιότητα.