Αυτόκλητοι δικαστές ζητούν «θάνατο στο φρικιό»

Η Ρούλα Πισπιρίγκου είναι το τέρας. Είναι αυτή που βρίζουμε για να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι εμείς δεν είμαστε όπως αυτή. Οτι εμείς είμαστε οι καλοί γονείς, οι καλοί σύντροφοι, οι καλοί πολίτες. Οτι εμείς είμαστε οι φυσιολογικοί. Ετσι συγκεντρωνόμαστε έξω από το σπίτι της· κλοτσάμε την πόρτα. Απαιτούμε τον δημόσιο απαγχονισμό της. Φέρνουμε μαζί και τα παιδιά μας, όπως τα πηγαίναμε παλιότερα στο τσίρκο να δουν τα «φρικιά». Να βιώσουν την ηδονή του τρόμου, να έρθουν κοντά στο απόλυτο κακό. Να το αναγνωρίσουν και να το αποφεύγουν. Ζητάμε τον θάνατο και των συγγενών της. Γράφουμε στα παράθυρα του σπιτιού της «Θάνατος στους παιδοκτόνους». Επειτα απαθανατίζουμε με τα κινητά μας τη σκηνή για να την αναρτήσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Να φωνάξουμε ότι εμείς ήμασταν εκεί.

Οπως ήμασταν εκεί και στην Ερμιόνη πριν από περίπου τριάντα χρόνια, ζητώντας τον θάνατο του Μανώλη Δουρή, του παιδοκτόνου του εξάχρονου γιου του. Τίποτε δεν αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων. Γιατί εμείς είμαστε πάντα εκεί. Ετοιμοι να λιντσάρουμε το «φρικιό» για να αποδείξουμε ότι εμείς είμαστε οι «άρτιοι». Εμείς, ο όχλος.
Δεν είμαστε όμως πάντα εκεί. Δεν είμαστε εκεί όταν ακούμε ότι η γειτόνισσά μας ξυλοκοπείται από τον σύζυγό της. Κάνουμε ότι δεν ακούμε για να μην μπλέξουμε. Οταν ένας άνθρωπος καταγγέλλει ότι βιάστηκε είμαστε έτοιμοι να στηρίξουμε τον τυχόν διάσημο θύτη.

 

Έβγαλαν ήδη απόφαση

 

Οταν μια γυναίκα δολοφονείται δεν δεχόμαστε να αναγνωρίσουμε τον όρο γυναικοκτονία. Οταν παιδιά ξεβράζονται νεκρά στις ακτές των νησιών μας πανηγυρίζουμε γιατί μειώνονται οι «λάθρο» που θα μας αλλοιώσουν τον πολιτισμό. Οταν συναντάμε τον Βαγγέλη Γιακουμάκη στη σχολή μας του κάνουμε τη ζωή κόλαση μέχρι να αυτοκτονήσει, αφού τόλμησε να μην είναι όπως εμείς. Οταν βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας τον Ζακ Κωστόπουλο να ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου ούτε λέξη δεν βγαίνει από το στόμα μας προκειμένου να τον σώσουμε.

Απίστευτο έγκλημα και κλίμα αυτοδικίας

Αντίθετα, είμαστε πάντα εκεί όταν απέναντί μας βρίσκεται κάποιος αδύναμος, κάποιος διαφορετικός, κάποιος που ζητά χείρα βοηθείας. Πάντα εκεί για να του πατήσουμε το απλωμένο χέρι.

Η ελληνική κοινωνία έχει στρέψει τις τελευταίες ημέρες την προσοχή της στην υπόθεση του θανάτου των τριών παιδιών στην Πάτρα. Είναι λογικό, ειδικά από τη στιγμή που ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση για τον θάνατο του ενός παιδιού, της Τζωρτζίνας, εναντίον της μητέρας του Ρούλας Πισπιρίγκου. Είναι επίσης λογικό εφόσον τελικά αποδειχτεί ότι η Ρ. Πισπιρίγκου ευθύνεται για τον θάνατο και των τριών παιδιών της. Θα πρόκειται για σπάνιο στα ελληνικά δεδομένα έγκλημα. Πέρα από τη σπανιότητα του εγκλήματος, η υπόθεση τυγχάνει τόσο μεγάλης προσοχής επειδή φαντάζει ακατόρθωτο να κατανοηθούν τα κίνητρα: η Ρ. Πισπιρίγκου είναι η μάνα. Αυτή που τα έφερε στον κόσμο. Πώς είναι δυνατόν να έκανε κάτι τέτοιο; Πώς γίνεται να σπάσει τόσο βίαια η πολιτισμική και κοινωνική σύμβαση της μητρότητας που θέλει τη μητέρα απόλυτη προστάτιδα του παιδιού;

Ενα κομμάτι της κοινωνίας, το πιο συντηρητικό και απαίδευτο, αδυνατώντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, ένιωσε ένα εσωτερικό κάλεσμα να αποδείξει ότι δεν είναι όπως η Ρ. Πισπιρίγκου. Λες και κατηγορήθηκε γι’ αυτό από κάποιον. Υπήρχαν –όπως σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση– και εξωτερικά ερεθίσματα στη διαμόρφωση ενός κλίματος που φτάνει να τίθεται ακόμη και υπέρ της αυτοδικίας. Πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιμετωπίζουν την υπόθεση από την αρχή με όρους συναισθηματικής εμπλοκής, απευθυνόμενα στο θυμικό του ακροατηρίου τους. Παρουσιάζουν τα νεκρά παιδιά στα στούντιο υπό τη μορφή ολογράμματος, παίρνουν συνεντεύξεις ακόμη και από χαρτορίχτρες. Πουλάνε θάνατο και περιφέρουν σαν τρόπαιο το «φρικιό». Τη μάνα. Φυσικά, δεν έχουν απασχολήσει τα ίδια ΜΜΕ η έλλειψη κρατικών δομών και η παντελής απουσία κρατικής υποστήριξης στα παιδιά.

Ετσι, εν έτει 2022 ο δημόσιος διάλογος αφορά πάλι το εάν πρέπει να επανέλθει η θανατική ποινή. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πρώην γενική γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου έγραψε χαρακτηριστικά: «Τρεις αθώες ψυχές… Αραγε υπάρχει τιμωρία για τέτοιο έγκλημα;». Τι εννοεί; Δεν είναι υπέρ της αστικής δημοκρατίας; Τι εννοεί ο βουλευτής της ΝΔ Κωνσταντίνος Κυρανάκης όταν γράφει: «Δεν υπάρχει καμία ποινή στον Ποινικό Κώδικα που να αντιστοιχεί σε αυτό το τερατώδες έγκλημα. Κανένας “σωφρονισμός” δεν μπορεί να σωφρονίσει μια μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της εν ψυχρώ. Τα ισόβια να είναι ισόβια.»; Τι ζητά η εφημερίδα «Εστία» όταν έχει πρωτοσέλιδο με τίτλο «Ποια ποινή αξίζει στη μητέρα που δολοφονεί τα παιδιά της;»;

Η ανθρωπότητα όμως έχει λύσει εδώ και πολλές δεκαετίες αυτά τα ζητήματα. Είναι ντροπή να ασχολούμαστε ακόμη με το αν είναι επιτρεπόμενη υπό περιπτώσεις η αυτοδικία, όσο ειδεχθές και να είναι ένα έγκλημα. Είναι προσβολή στη μνήμη των τριών παιδιών. Αυτό που οφείλουμε είναι να βρούμε γιατί αυτά τα τρία παιδιά, όπως και χιλιάδες άλλα, αφέθηκαν μόνα τους.

«Είναι πολύ εύκολο να πάμε έξω από μια πόρτα…»

«Δεν θα έπρεπε και δεν μας προκαλεί εντύπωση ότι συγκεντρώνονται άνθρωποι να απαθανατίσουν με φακό ή να βρίσουν τη φιγούρα που θεωρούν και αποκαλούν “τέρας”. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε να καταγραφεί στα ΜΜΕ ως “τέρας”. Η φιγούρα της μητέρας ως τέρατος έχει συζητηθεί εκτενέστατα από τη φεμινιστική ψυχαναλυτική προσέγγιση, από ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις, σε μια προσπάθεια να γίνει αντιληπτό πώς ένας άνθρωπος παραβιάζει με αυτό τον τόσο βάναυσο και βίαιο τρόπο την πολιτισμική και κοινωνική σύμβαση της μητρότητας» δήλωσε στο Documento η δρ Δέσποινα Χρονάκη, επιστημονική συνεργάτιδα του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.

Η Δέσποινα Χρονάκη

 

Αυτό σημαίνει ότι «για την κάθε γυναίκα που έχει σκοτώσει τα παιδιά της –διότι από τη Μήδεια μέχρι τη Ρούλα είμαστε μια αφήγηση δρόμος– υπάρχει μια πολιτισμική σύμβαση την οποία η Ρ. Πισπιρίγκου την έσπασε. Κι αυτό το κάνει τρομακτικό, άγριο, άβολο –στην καλύτερη των περιπτώσεων– και μη διαχειρίσιμο κοινωνικά, ενεργοποιώντας μια μορφή κοινωνικής έκρηξης. Το παιδί είναι κατασκευασμένο ως κάτι που πρέπει να προστατεύεται από οποιαδήποτε απειλή. Οπότε όταν αυτή η απειλή είναι το ίδιο το “όχημα” που το έφερε στον κόσμο, η μαμά, εκεί η οργή γίνεται μεγαλύτερη. Είναι η πολιτισμική οργή» εξηγεί.

Ξέχωρα όμως από αυτή την έκρηξη, όπως σημειώνει η Δέσπ. Χρονάκη, «όσο δικαιολογημένη κι αν πει κάποιος ότι είναι σε κάποια επίπεδα, ένα ζήτημα που πρέπει να συζητήσουμε είναι ότι γονείς πήγαν με τα παιδιά τους έξω από το σπίτι της Ρ. Πισπιρίγκου για να δουν το θέαμα. Και στο τσίρκο με τα “φρικιά” με τα παιδιά τους πήγαιναν. Το τσίρκο ήταν ένα θέαμα που στόχευε στον τρόμο, να δείξει ποιο είναι αυτό που δεν είμαστε εμείς. Οτι εσύ είσαι φυσιολογικός κι αυτοί δεν είναι. Αυτό εξυπηρετεί όλες τις κοινωνικές και ιατρικές οριοθετήσεις του ποιος είναι ο άρτιος άνθρωπος τόσο σε επίπεδο σώματος όσο και σε επίπεδο ψυχής και πνεύματος».
Σε πολλές περιπτώσεις, εξηγεί, «είναι πολύ εύκολο να πάμε έξω από μια πόρτα και να τη χτυπάμε. Αυτό που δεν είναι εύκολο είναι ότι εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε τη μητρότητα, τη γυναικεία σεξουαλικότητα, τη θηλυκότητα μόνο με ιατρικούς, ψυχιατρικούς, παιδαγωγικούς και θρησκευτικούς όρους. Κι όταν όλα αυτά διυλίζονται ακόμη και το έτος 2022 μέσα από προγράμματα προγεννητικής αγωγής και συνέδρια γονιμότητας, τότε δεν προχωράμε σε ό,τι αφορά τη θέση της γυναίκας».

Αναφορικά με τον τρόπο που αρκετά ΜΜΕ παρουσιάζουν την υπόθεση τις τελευταίες εβδομάδες η Δέσπ. Χρονάκη σχολίασε ότι «δεν υπάρχουν εν κενώ τα Μέσα, είναι ενταγμένα στην κουλτούρα μας. Οι δημοσιογράφοι, οι πολίτες που γράφουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κοινωνοί συγκεκριμένων πολιτισμικών κωδίκων που αφορούν τη γυναίκα, τη μητέρα, το παιδί. Οι δημοσιογράφοι πολύ συχνά εμπλέκονται πιο συναισθηματικά στην υπόθεση. Ακουσα ένα δημοσιογράφο που είπε ότι ξεκίνησε την έρευνα ως πατέρας. Βλέπουμε ότι δεν μπορεί να απεμπλακεί ο επαγγελματίας από τον προσωπικό του ρόλο. Αυτό το έχουμε ενσωματώσει. Αρα δεν θα πω ότι τα Μέσα συνέβαλαν στην εκδήλωση φαινομένων όπως η συγκέντρωση έξω από το σπίτι της Ρ. Πισπιρίγκου, αλλά θα πω ότι αποτελούν πλατφόρμες όπου εκδηλώνονται τέτοιου είδους συζητήσεις και συγκρούσεις».

Αυτήν τη στιγμή, συνεχίζει, «βρισκόμαστε σε μια τρομερή διόγκωση της συζήτησης. Ομως δεν είναι κάτι νέο. Νομίζω ότι πρέπει να βγούμε από τη λογική ότι πέφτει το επίπεδο και να δούμε ότι σε αυτήν τη συναισθηματικά φορτισμένη εμπλοκή, που εξυπηρετεί και εξυπηρετείται από την εμπορική λογική του εκάστοτε Μέσου, δεν σημαίνει ότι συμβάλλει με κάποιον τρόπο το Μέσο. Πιθανώς και κάποιους να τους επηρέασε, αλλά είναι πολύ επιφανειακό να πούμε πως επειδή είδαμε ολογράμματα των παιδιών ή συνεντεύξεις ακόμη και με χαρτορίχτρες, αυτό είχε κάποια επίδραση στα ακροατήρια. Πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως ένα καθολικό φαινόμενο στο οποίο υπάρχουν στοιχεία που βλέπαμε και παλαιότερα. Σε αυτό το πλαίσιο, επειδή έχει τραβήξει πολύ αυτή η συζήτηση, δεν μου κάνουν εντύπωση οι αναφορές σε θανατική ποινή. Είναι αναμενόμενο να γίνει από μερίδα πολιτών και από τον ακραία συντηρητικό Τύπο. Είναι πολύ συντηρητικές φωνές, που ενσωματώνουν επιλεκτικά τα δικαιώματα των ανθρώπων που έχουν διαπράξει ποινικά κολάσιμες πράξεις» καταλήγει η Δέσπ. Χρονάκη.