Είναι δύσκολη η ελληνική εξίσωση. Κανονικός γόρδιος δεσμός. Αγγίζουν τα όρια του ανεξήγητου όσα καταγράφονται από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων και στη συνέχεια μεταφράζονται σε ψήφους στην κάλπη. Σήμερα, για παράδειγμα, οκτώ στους δέκα θεωρούν ότι ο Μητσοτάκης έχει προσωπικές ευθύνες για τη συγκάλυψη του εγκλήματος των Τεμπών. Οκτώ στους δέκα δηλώνουν απογοητευμένοι για τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας. Οκτώ στους δέκα, επίσης, δηλώνουν δυσαρεστημένοι για τα θέματα ασφάλειας, εγκληματικότητας, κράτους δικαίου. Ταυτόχρονα, η γενική δυσαρέσκεια είναι κυρίαρχη σε όλα σχεδόν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μετρήσεων. Κερασάκι στην τούρτα τα χαμηλότερα ποσοστά δημοφιλίας που συγκεντρώνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης μεταξύ των προέδρων της ΝΔ από το 1996 μέχρι σήμερα (Εβερτ, Καραμανλής, Σαμαράς, Μεϊμαράκης).
Κι όμως, παρά τις δυσμενείς για τον Μητσοτάκη μετρήσεις, η συζήτηση για τις επερχόμενες κάλπες φαίνεται να εξαντλείται στο ποιος θα είναι δεύτερος και πόσο μεγάλη διαφορά θα έχει από τον πρώτο, που θα είναι αδιαμφισβήτητα ο Κυριάκος. Δυστυχώς, ο μόνος που αναμετράται στα ίσα με τον πρωθυπουργό και ενίοτε τον ξεπερνάει είναι ο «Kανένας». Πολλοί θα ισχυριστούν ότι κανένας δεν έχασε από τον «Kανένα». Ίσως εδώ να βρίσκεται η απάντηση για το ελληνικό παράδοξο της κυριαρχίας Μητσοτάκη. Κυριαρχεί επειδή δεν έχει αντίπαλο. Ίσως όμως αυτό να αποτελεί βολική εξήγηση. Γιατί και του Σαμαρά και των υπολοίπων μέχρι να συντριβούν από τον Τσίπρα το 2015, στο μεσοδιάστημα, βασικός αντίπαλός τους ήταν ο «Kανένας».
Σε κάθε περίπτωση, η Ιστορία μάς έχει επίσης διδάξει ότι πανίσχυροι πρωθυπουργοί σύντομα απώλεσαν τη λαϊκή υποστήριξη όταν η δυσαρέσκεια κορυφώθηκε και εκφράστηκε ταυτόχρονα από τα μέσα ενημέρωσης. Ο Μητσοτάκης όσο έχει αντίπαλο τον «Kανένα» και συμμάχους τα ΜΜΕ θεωρεί ότι μάλλον δεν κινδυνεύει. Όσο όμως αυξάνεται η πίεση από την κοινωνία τόσο πιο δύσκολο θα είναι να παραμένει στο απυρόβλητο από τα ΜΜΕ. Η εξίσωση είναι δύσκολη, αλλά η ανατροπή δεν είναι απίθανη…