Τα αυτοάνοσα είναι νοσήματα στα οποία το ανοσοποιητικό σύστημα λανθασμένα επιτίθεται και καταστρέφει τα δικά του κύτταρα και ιστούς. Τα πιο συχνά αυτοάνοσα νοσήματα είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto, η ψωρίαση, η ατοπική δερματίτιδα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η νόσος του Crohn, η ελκώδης κολίτιδα, η σκλήρυνση κατά πλάκας και ο ερυθηματώδης λύκος.
Τoυ Δημήτρη Τσουκαλά, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Universita degli Studi di Napoli Federico II, πρόεδρος του European Institute of Nutritional Medicine, E.I.Nu.M.
Μέχρι σήμερα έχουν περιγραφεί πάνω από 150 αυτοάνοσες ασθένειες και ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς. Επιδημιολογικά στοιχεία είναι διαθέσιμα μόνο για 24 από τις 150 αυτοάνοσες ασθένειες. Αυτός είναι και ο λόγος που τα επίσημα στατιστικά στοιχεία αναφέρουν ότι ένα άτομο στα είκοσι πάσχει από αυτοάνοση νόσο. Σύμφωνα όμως με την Αμερικανική Ενωση Αυτοάνοσων Νοσημάτων (AARDA), λαμβάνοντας υπόψη όλα τα αυτοάνοσα, ένας στους πέντε ανθρώπους νοσεί από αυτά.
Πρόκειται για την πιο συχνή χρόνια νόσο και υπολογίζεται ότι οι ασθενείς που πάσχουν από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα ξεπερνούν συνολικά αυτούς που πάσχουν από καρδιολογικά νοσήματα και καρκίνο μαζί.
Οι αιτιολογικοί παράγοντες είναι τόσο γενετικοί, σχετίζονται δηλαδή με κληρονομική προδιάθεση, όσο και περιβαλλοντικοί, δηλαδή παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, τη διατροφή, την τοξική επιβάρυνση, τις ελλείψεις σε βιταμίνες όπως η βιταμίνη D3, την έλλειψη άσκησης, τη διαταραχή του μικροβιώματος και το στρες.
Τα γονίδια (κληρονομικότητα) εμπλέκονται στο 20% περίπου των αιτιών των χρόνιων ασθενειών όπως είναι τα αυτοάνοσα, ενώ οι παράγοντες που επηρεάζουν τη λειτουργία του οργανισμού από τη γέννηση και μετά εμπλέκονται κατά 80%.
Η βασική διαταραχή εντοπίζεται στην αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίσει τα δικά του κύτταρα και όργανα, με αποτέλεσμα να τα εκλαμβάνει λανθασμένα ως ξένα και να τους επιτίθεται. Αυτό οφείλεται κυρίως σε υπερλειτουργία του ανοσοποιητικού και νέες μελέτες το αποδίδουν κυρίως στη ραγδαία αλλαγή που έχει προκύψει στον σύγχρονο τρόπο ζωής τα τελευταία 50 χρόνια.
Είναι αξιοσημείωτο ότι όσο πιο υψηλό είναι το βιοτικό επίπεδο μιας χώρας τόσο υψηλότερη είναι και η επίπτωση των αυτοάνοσων νοσημάτων.
Η αυξημένη κατανάλωση βιομηχανικά επεξεργασμένων τροφών, επιβαρυμένων με επιπρόσθετη ζάχαρη, οξειδωμένα λιπαρά και αλάτι μαζί με την αλλαγή της ισορροπίας των μικροοργανισμών που αποικίζουν τόσο τον ανθρώπινο οργανισμό όσο και το περιβάλλον συμβάλλουν καθοριστικά στην απώλεια της ικανότητας του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίζει τα δικά του όργανα και ιστούς.
Επιπλέον παράγοντες όπως η παχυσαρκία, η έλλειψη άσκησης, η υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ και η κατάχρηση αντιβιοτικών διαταράσ- σουν περαιτέρω την ισορροπία του οργανισμού και συνδέονται με αυξημένα ποσοστά εμφάνισης ασθενειών αυτής της κατηγορίας.
Οι σύγχρονες θεραπείες
Από τα παραπάνω είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι τα αυτοάνοσα είναι πολυπαραγοντικά νοσήματα και ότι δεν υπάρχει μαγική θεραπεία για την αντιμετώπισή τους. Σύγχρονες διαγνωστικές και θεραπευτικές εξελίξεις επιτρέπουν τη βέλτιστη αντιμετώπισή τους, πρέπει όμως ο κάθε ασθενής να συμμετάσχει ενεργά στη θεραπεία του με πιο υγιεινές επιλογές που αφορούν τον τρόπο ζωής και διατροφής. Είτε προληπτικά είτε θεραπευτικά πρέπει να προτιμώνται μη επεξεργασμένες τροφές όπως φρέσκα λαχανικά, ψάρι, ξηροί καρποί, λάδι ελιάς, ελιές, η πόση επαρκούς ποσότητας νερού, η συντηρητική κατανάλωση αλκοόλ, η διατήρηση φυσιολογικού βάρους, η αποφυγή του καπνίσματος και η συστηματική άσκηση.
Ο τρόπος και τα μέσα διάγνωσης διαφέρουν ανάλογα με το όργανο που εμπλέκεται. Η διάγνωση μπορεί να γίνεται είτε κλινικά, όπως στην περίπτωση της ψωρίασης, είτε να βασίζεται σε εργαστηριακές εξετάσεις, όπως η ανίχνευση αντισωμάτων στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto και τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, είτε σε απεικονιστικό έλεγχο όπως η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας στην περίπτωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας ή και σε συνδυασμό των παραπάνω.
Νέες φαρμακευτικές προσεγγίσεις προσθέτουν συνεχώς νέα όπλα στη φαρέτρα των γιατρών για την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Η έμφαση όμως της σύγχρονης ιατρικής βρίσκεται στην εξατομίκευση. Οπως περιγράφηκε παραπάνω, οι παράγοντες που εμπλέκονται στην ανάπτυξη κάθε αυτοάνοσου νοσήματος είναι πολυάριθμοι και μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Ο κάθε ασθενής έχει διαφορετικά γονίδια, έχει ζήσει σε διαφορετικό περιβάλλον, είναι μοναδική προσωπικότητα που αντιμετωπίζει διαφορετικά κάθε κατάσταση, αντιδρά διαφορετικά στις φαρμακευτικές αγωγές και έχει συσσωρεύσει διαφορετικές ελλείψεις και τοξικό φορτίο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Πλέον δεν αρκεί να ελέγχουμε έναν οργανισμό απλώς για συμπτώματα της νόσου. Πρέπει να στοχεύουμε στην επαναφορά του στη φυσιολογική του ισορροπία με συνδυαστικές θεραπείες. Δηλαδή να υλοποιούμε μια συνολική μεταβολική προσέγγιση με την οποία παράλληλα με την ενδεικνυόμενη φαρμακευτική αγωγή σε έναν ασθενή θα πρέπει να διορθώνουμε και τις μεταβολικές διαταραχές που αρχικά προκάλεσαν τη νόσο.
Η ιατρική προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη συνολικά αυτούς τους διαφορετικούς παράγοντες ονομάζεται ιατρική ακριβείας και στοχεύει στον εντοπισμό της κατάλληλης θεραπείας στον κατάλληλο ασθενή την κατάλληλη στιγμή. Ειδικές εξετάσεις που μετράνε τα πολύ μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού παρέχουν πληροφορίες στον γιατρό, ώστε να προχωρήσει σε εξατομικευμένες θεραπείες, να καλύψει τις ελλείψεις του οργανισμού και να καθοδηγήσει τον ασθενή του σε έναν πιο συνολικό και αιτιολογικό τρόπο αντιμετώπισης.