Την άνοιξη του 1994, είμαι δευτεροετής στη σχολή κινηματογράφου της Ευγενίας Χατζίκου, όπου μπαίνει ως άσκηση να γράψουμε ένα σεναριακό σχεδίασμα για ένα βίντεο – κλιπ του Μίκη Θεοδωράκη. Τη σκηνοθεσία θα έκανε ο καθηγητής στη σχολή, πολυπράγμων Ανδρέας Ταρνανάς, που έμελλε στη συνέχεια να δουλέψω και σε άλλα μουσικά βίντεο μαζί του. Το τραγούδι ήταν παιδικό, λεγόταν «Ο κόκορας» σε ποίηση Βασίλη Ρώτα και το απέδιδε παιδική χορωδία. Προερχόταν από’ να διπλό CD που είχε μόλις κυκλοφορήσει από την Polygram με τίτλο «40 τραγούδια για παιδάκια και παιδιά» – επρόκειτο για μία συλλογή με τις πρώτες μελοποιητικές απόπειρες του Θεοδωράκη, όταν κι ο ίδιος βρισκόταν σε προεφηβική ηλικία, μιλάμε άρα για τα τέλη της δεκαετίας του 1930.
Με την υποστήριξη της παραγωγού εταιρείας Multi Media, το concept ήταν να υποδυθεί ο Μίκης τον ζωγράφο Γεώργιο Ιακωβίδη την ώρα που ζωγράφιζε τον, ιστορικής σημασίας, πίνακα του, «Παιδική συναυλία» του 1900. Συμπρωταγωνιστές του Μίκη θα ήταν τα παιδιά των συντελεστών του κλιπ, του παραγωγού και των τεχνικών, ενώ θα συμμετείχαν και μικροί Πομάκοι, αφού πέριξ της Τεχνόπολης υπήρχε οικισμός Πομάκων.
Την Άνοιξη, την παρτενέρ του Μίκη στο κλιπ, θα υποδυόταν η συμμαθήτρια μου από το σχολείο, Κατερίνα Παρασκευοπούλου, που ένα χρόνο μετά θα τη βλέπαμε και σ’ ένα κλιπ τραγουδιού των Magic de Spell, σκηνοθετημένο πάντα από τον Ταρνανά. Ήταν πολύ της μόδας τότε το σήριαλ «Αναστασία» του Γιώργου Κορδέλλα, εξ ου και ντύσαμε την Κατερίνα έτσι ώστε να παρέπεμπε κάπως στη Μυρτώ Αλικάκη. Ως ένα πολύ ωραίο κορίτσι που ήταν και που εξακολουθεί να’ναι μια ωραία ώριμη γυναίκα σήμερα, εντυπωσίασε τον Μίκη, ο οποίος της φέρθηκε με μεγάλη ευγένεια καθ’ όλη τη διάρκεια του γυρίσματος. Λεπτομέρεια: Κάπου στο κλικ εμφανίζεται και η Δήμητρα Πανουργιά, άλλη συμφοιτήτρια μου εκείνο τον καιρό στη σχολή δημοσιογραφίας.
Θυμάμαι την κούρσα που άφησε τον Μίκη στην Πειραιώς. Τα διερχόμενα αυτοκίνητα και τα φορτηγά σταματούσαν κι από παντού άκουγες «Γεια σου, μεγάλε»! Ο Μίκης, έχοντας βγει πια απ’ το αυτοκίνητο, ύψωνε το χέρι και χαιρετούσε τους πάντες. Εκεί, στα 20 μου, συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν κοντά στον πιο δημοφιλή Έλληνα καλλιτέχνη, έχοντας ήδη έρθει σ’ επαφή με το έργο του από το πατρικό μου σπίτι που έπαιζαν πολύ οι δίσκοι του και, ειδικά, τα τραγούδια του με τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη από την πρώτη «Πολιτεία».
Ο Μίκης ήταν πολύ συνεργάσιμος και υπάκουος στο γύρισμα. Ο Ταρνανάς του υποδείκνυε τη θέση του λίγο πριν πάμε λήψη κάθε φορά – εκεί που υποτίθεται ότι ζωγράφιζε στο καβαλέτο του ή όταν έκανε να πιάσει τα συρματοπλέγματα της περιφραγμένης Τεχνόπολης. Κι όταν τελείωσαν οι σκηνές του, με την ίδια ευγένεια του καλωσορίσματος, αποχαιρέτισε ορισμένους από μας δια χειραψίας.
Το 2001 θα μου έδινε την πρώτη μας συνέντευξη για το περιοδικό ΗΧΟΣ και λίγα χρόνια αργότερα είχα την τύχη να μπω στο σπίτι του, στου Φιλοπάππου, όπου τον φωτογράφισα μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο – οι δυο τους είχαν γίνει εξώφυλλο στο περιοδικό «Δίφωνο» κι είχα αναλάβει τις ξεχωριστές συνεντεύξεις τους. Έκτοτε, ο Μίκης μου έκανε τη μεγάλη τιμή να με ξαναδεχτεί στην οικία του με αφορμή ακόμη μία συνέντευξη, αλλά και για μια σειρά κατ’ ιδίαν συνομιλιών, οι οποίες είχαν τρομερό ενδιαφέρον και σήμερα κοσμούν το αρχείο των συνεντεύξεων μου.