Ήταν χειμώνας του 1984 και ο νεαρός ρεπόρτερ (απεσταλμένος μεγάλης εφημερίδας της Αθήνας), που μπήκε ερευνητικά στα γραφεία της Καστοριανής Εφημερίδας έδειχνε ανεξήγητα ανήσυχος.
Αφού περίμενε μερικά λεπτά, βηματίζοντας πάνω -κάτω, μέχρι να φύγουν και οι τελευταίοι πελάτες, πλησίασε διστακτικά τον εκδότη και του ζήτησε να του υποδείξει κάποιο “σαντουϊτσάδικο” εκεί κοντά, γιατί, όπως είπε, είχε δύο μέρες να φάει και θάπεφτε κάτω από την πείνα!
Η συζήτηση συνεχίστηκε στην φημισμένη ταβέρνα του “Τσομπάνου”, όπου ο φιλοξενούμενος του εκδότη τίμησε και με το παραπάνω τα περίφημα σουτζουκάκια της.
Μάλιστα λίγο πριν αποχωρήσουν, ο φιλοξενούμενος ρεπόρτερ ζήτησε διακριτικά από τον εκδότη, να του επιτρέψει να κρατήσει εκείνος τις αποδείξεις, για “να τις δικαιολογήσει στα έξοδα”, αφού ακόμα δεν πληρώνονταν με κανονικό μισθό από την εφημερίδα του!
Στα χρόνια που μεσολάβησαν οι δυο τους δεν συναντήθηκαν ποτέ!
Παρά τις αμοιβαίες υποσχέσεις για συναντήσεις στην Αθήνα και ανταπόδοση του γεύματος της Καστοριάς.
Η μόνη τους “επικοινωνία” ήταν το “γιαλί” της τηλεόρασης. Όπου ο εκδότης – που παρέμεινε εκδότης – παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις πολιτικές αναλύσεις του παλιού γνώριμου, από την συχνότητα ενός μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού.
Ώσπου μια μέρα, τον άκουσε με υπεροπτικό ύφος, να… μέμφεται τους γονείς ενός μικρού μαθητή, που λιποθύμησε από την πείνα στο σχολείο! Γιατί θεώρησε ότι ήταν απλά μια επικοινωνιακή “φάμπρικα” που στόχο είχε να πλήξει την κυβέρνηση!
Τότε πήρε την πένα του στο χέρι και αποφάσισε να του θυμίσει ότι ο δημοσιογράφος χωρίς την ανθρωπιά, γίνεται ένα με τον Φάουστ….
Από τις Γκρίζες Ζώνες της Καστοριανής Εστίας