Παραθέτοντας το μοντέλο που υιοθετεί η κυβέρνηση ως προς την επίτευξη ανάπτυξης με γνώμονα την ενίσχυση της εργασίας έναντι των νεοφιλελευθέρων επιταγών, τις νομοθετικές παρεμβάσεις για την προστασία και επαναφορά των εργασιακών κεκτημένων και στηλιτεύοντας παράλληλα ως αόριστη και αντισυνταγματική την πρόταση νόμου του Περισσού, η Έφη Αχτσιόγλου απάντησε στις εγκλήσεις του ΚΚΕ κατά τη συζήτηση της Επίκαιρης Επερώτησης για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων.
Η υπουργός Εργασίας, ξεκινώντας την τοποθέτησή της, επισήμανε ότι η απορρύθμιση της εργασίας είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν την μνημονιακή επιτροπεία. «Εδώ και χρόνια υπάρχουν δύο διακριτά και σαφή σχέδια για την εργασία και ο κ. Μητσοτάκης φροντίζει να μας το θυμίζει με πάρα πολύ καθαρό τρόπο» είπε και εξήγησε πως το ένα σχέδιο στοχεύει στη συμπίεση του κόστους εργασίας -δηλαδή μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων- για να επιφέρει την αύξησης της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας στην οικονομία. «Είναι το μοντέλο της φθηνής και της πλήρως απροστάτευτης – επισφαλούς εργασίας» περιέγραψε σχηματικά και υπογράμμισε πως αυτό το σχήμα είναι αμιγώς ιδεολογικό. Εξηγώντας τις θέσεις του κύριου πρεσβευτή αυτού του μοντέλου και συγκεκριμένα του προέδρου της ΝΔ, ο οποίος θεωρεί ξεπερασμένα το οκτάωρο, την σταθερή εργασία και τη δημόσια ασφάλιση, η κ. Αχτσιόλου υποστήριξε πως το εν λόγω μείγμα είναι αποτυχημένο, με δεδομένο πως η εφαρμογή του αντί να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας το μόνο που επέφερε ήταν η αύξηση των κερδών της βιομηχανίας. «Παρά τη θεαματική μείωση κατά 37,5% του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά την περίοδο 2012-2014, οι εξαγωγές είχαν μια αναιμική αύξηση του 4%. Δηλαδή, παρότι φτωχοποιήθηκε η ελληνική κοινωνία, εκτοξεύτηκε ο κίνδυνος της φτώχειας για τον εργαζόμενο πληθυσμό και έκλεισαν χιλιάδες επιχειρήσεις, η βιομηχανία δεν αύξησε τον κύκλο εργασιών της παρά μονάχα το περιθώριο κέρδους της» διαπίστωσε.
Αντίποδας αυτού του μοντέλου, σύμφωνα με τα λεγόμενα της υπουργού, είναι το κυβερνητικό σχέδιο για την εργασία. «Τι λέει το σχέδιο αυτό; Ότι η ενίσχυση και η προστασία της εργασίας αποτελούν βασικό πυρήνα για την ανάπτυξη. Δηλαδή, στο δικό μας αναπτυξιακό σχέδιο, η ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία θα επέλθει μέσα από την ενίσχυση των εργαζομένων, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους θέσης και την ευρύτερη προστασία της εργασίας» τόνισε και κατέστησε σαφές ότι η ενίσχυση της εργασίας είναι πυλώνας ενίσχυσης της ανάπτυξης και όχι του κοινωνικού κράτους. «Εμείς, συζητάμε το πώς θα διανέμεται ο πλούτος ταυτόχρονα με το πώς παράγεται αυτός. Δηλαδή, στο δικό μας μοντέλο το ζήτημα της παραγωγής και της διανομής του πλούτου πηγαίνουν μαζί» συμπλήρωσε.
Εν συνεχεία, η κ. Αχτσιόγλου αναφέρθηκε στις νομοθετικές παρεμβάσεις εντός μνημονιακού πλαισίου που επαφίενται στην εξυπηρέτηση αυτού του μοντέλου, ξεκινώντας από την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των αρχών της ευνοϊκότερης ρύθμισης και επεκτασιμότητας έως το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου που τέθηκε σε διαβούλευση και αφορά την προστασία των εργαζομένων σε καθεστώς εργολαβίας αλλά και την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας με μία διαφορετική αρχιτεκτονική, όπως επίσης και την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού.
Απευθυνόμενη στο ΚΚΕ, η κ. Αχτσιόγλου αποκάλεσε πολιτική την πρόταση του Περισσού για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και όχι πρόταση νόμου, εντοπίζοντας ασάφειες και αντισυνταγματικότητα στο περιεχόμενό της. Επ’ αυτού, ρώτησε του βουλευτές του ΚΚΕ «ποιον βοηθά να απαξιώνετε η ενίσχυση της εργασίας, προστασίας των εργαζομένων και της διαπραγματευτικής τους θέσης;», την στιγμή που την νομοθέτηση της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων την έχουν παραδεχτεί ο ΣΕΒ, το ΣΚΑΪ και ο κ. Μητσοτάκης. «Το έχει παραδεχτεί όλο το μέτωπο των δυνάμεων που δεν ήθελαν να επανέλθουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας» τόνισε η υπουργός, προσθέτοντας πως η παραδοχή αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από την αποδοχή της ήττας τους.