«Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ–Π.Σ. εκτείνεται προφανώς σε βάση τετραετίας για την επίτευξη των στόχων του, όμως είναι διαχωρισμένες οι βασικές ιεραρχήσεις για τις πρώτες 50 ημέρες. Ο κύριος στόχος αυτών των πρώτων 50 ημερών είναι η αντιμετώπιση της ακρίβειας», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου στο “Πρώτο Πρόγραμμα”.
Το σκέλος των 50 πρώτων ημερών, τόνισε, «έχει τρεις βασικές πλευρές, την αύξηση των μισθών και του εισοδήματος, την παρέμβαση στις τιμές και στο κόστος ζωής και ένα πλαίσιο ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους με προστασία της πρώτης κατοικίας, της επαγγελματικής στέγης και της αγροτικής γης».
Πιο συγκεκριμένα για τους μισθούς και την ακρίβεια σημείωσε ότι προβλέπει άμεσα «αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ και μόνιμο μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Αύξηση 10% των μισθών στο Δημόσιο τον πρώτο χρόνο. Μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και του ΕΦΚ στα καύσιμα. Παρέμβαση στην αγορά με κανόνες και με πλαφόν στις τιμές της ενέργειας».
Απαντώντας στην κριτική της ΝΔ ανέφερε ότι «η μόνιμη αντίδραση της ΝΔ είναι περί του δημοσιονομικού κόστους του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., κάτι που σημαίνει πως αποδέχεται ότι το πρόγραμμά μας απαντά στις λαϊκές ανάγκες, γιατί δεν κάνει κριτική για το περιεχόμενο των μέτρων, αλλά εξαπολύει μία επίθεση η οποία αφορά ένα κόστος που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Το πρόγραμμά μας είναι απολύτως κοστολογημένο. Για τον πρώτο χρόνο της εφαρμογής του δεν υπερβαίνει τα 5,5 δισ. Το έχουμε εξαγγείλει ήδη από τη ΔΕΘ. Η ΝΔ έχει πει: μετά της ΔΕΘ ότι κοστίζει 26 δισ., στη συνέχεια ότι κοστίζει 45 δισ., τώρα λέει ότι κοστίζει 85 δισ. Δεν υπάρχει καμία σοβαρότητα σε αυτό, το ίδιο πρόγραμμα κάθε δύο μήνες το υπερκοστολογεί ακόμα περισσότερο για να τρομάξει τον κόσμο».
Η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε μία χρεοκοπημένη χώρα και παρέδωσε μία χώρα εκτός μνημονίων με ταμειακά διαθέσιμα, άρα η κριτική περί δημόσιων οικονομικών δεν αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλες παρατάξεις θα πρέπει να αφορά αυτή η κριτική, παρατάξεις που παρέδιδαν άδεια ταμεία και δεν επιτύγχαναν τους στόχους».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «η κοινωνία δεν αντέχει να συνεχίσει με τις συνέπειες της πολιτικής της ΝΔ. Στη δική μας πολιτική η κοινωνία είναι μέρος της οικονομικής ανάπτυξης, μέρος της πορείας της οικονομίας. Αυτό που συμβαίνει επί διακυβέρνησης ΝΔ είναι ότι οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης δεν αφορούν καθόλου την κοινωνία, το αντίθετο μάλιστα, υπάρχει παράλληλα μία ραγδαία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Το διαθέσιμο εισόδημα έχει μειωθεί, ο μισθός έχει μειωθεί την τετραετία της ΝΔ. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου την περίοδο 2019-2021 μειώθηκε ο ονομαστικός μέσος μισθός και το 2022 μειώθηκε και ο πραγματικός μισθός κατά 7,5%.
Ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη μείωση στα κράτη του ΟΟΣΑ, γιατί υπήρχε ένας τεράστιος πληθωρισμός και δεν εφαρμόστηκαν μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος και συγκράτησης των τιμών, ούτε μέτρα μείωσης των έμμεσων φόρων».