Επιστολή της υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου που απευθύνεται στην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ δημοσιεύουν οι Financial Times. Σε αυτή η υπουργός επισημαίνει πως δεν μπορούν να γίνουν δεκτές νέες μειώσεις στις συντάξεις σημειώνοντας πως βρίσκονται κάτω από το μισό του μέσου όρου των χωρών της Ευρωζώνης.
Η επιστολή φέρει τον ενδεικτικό τίτλο «Οι συνταξιούχοι της Ελλάδας ήδη μόλις που έχουν τα προς το ζην»
Προτρέπει επίσης το ΔΝΤ να εξετάσει και άλλες περιοχές των κοινωνικών δαπανών όπου η Ελλάδα υστερεί του ευρωπαϊκού μέσου όρου, όπως την υγειονομική περίθαλψη και την αναπηρία, επισημαίνοντας πως οι συντάξεις στην Ελλάδα λειτουργούν ως υποκατάστατο που συμπληρώνει κενά του δικτύου κοινωνικής προστασίας.
Η επιστολή της κυρίας Αχτσιόγλου στους Financial Times κλείνει με την επισήμανση πως η κυρία Λαγκάρντ είχε επισημάνει στο Νταβός την ανισότητα και τη φτώχεια.
«Το να επιμένεις σε περαιτέρω περικοπές συντάξεων, την ώρα που οι Έλληνες συνταξιούχοι έχουν μόλις και μετά βίας τα απαραίτητα για να ζήσουν, δεν είναι σίγουρα ο τρόπος για την αντιμετώπιση της δημόσιας δυσαρέσκειας», καταλήγει η υπουργός
Αναλυτικά η επιστολή της κ. Αχτσιόγλου:
«Κύριοι, καθώς προετοιμαζόμαστε για τις διαπραγματεύσεις της επόμενης Δευτέρας για να κερδίσει η Ελλάδα την ελάφρυνση του χρέους που χρειάζεται απεγνωσμένα, ελπίζουμε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να αναγνωρίσει τα πράγματα που είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Δεν μπορούμε να δεχτούμε την επιμονή του ΔΝΤ για περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις. Ως υπουργός αρμόδια για τις συντάξεις θα πρέπει να απαντήσω, ελπίζοντας ότι η κ. Λαγκάρντ θα ακούσει.
Μεταξύ όσων καταλογίζουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας, είναι ότι η ηλικία συνταξιοδότησης είναι πολύ χαμηλή και οι συντάξεις είναι πολύ υψηλές, κάτι που λειτουργεί ως αντικίνητρο για την εργασία και την επιχειρηματικότητα. Το αφήγημα για τις ελληνικές συντάξεις σχετίζεται με τις απαιτήσεις των πιστωτών. Υποστηρίζουν ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι γενναιόδωρο και προκαλεί διαρροές στην οικονομία. Βασίζεται στο στατιστικό στοιχείο ότι οι συντάξεις απαιτούν ετήσιες μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό της τάξης του 11% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στην Ελλάδα σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 2,25%. Η σύγκριση αυτή είναι παραπλανητική.
Μετά την εφαρμογή του νέου νόμου για τις συντάξεις το περασμένο έτος, η συνολική κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων προβλέπεται να είναι χαμηλότερη από 9% του ΑΕΠ. Επιπλέον, ο μέσος όρος της ευρωζώνης αφορά αποκλειστικά το κόστος της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος και όχι το σύνολο των δαπανών. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι περίπου 5% του ΑΕΠ.
Η διαφορά δεν σχετίζεται με ένα γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα. Είναι κυρίως αποτέλεσμα της σημαντικής μείωσης του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης, παράλληλα με τη σημαντική αύξηση της ανεργίας, που οδηγεί σε σοβαρή μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Παρ ‘όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση εισήγαγε μια συνολική μεταρρύθμιση που εγγυάται την εξοικονόμηση της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
Το ΔΝΤ πρέπει να εξετάσει άλλες περιοχές των κοινωνικών δαπανών, όπου η Ελλάδα υστερεί σημαντικά έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου – την υγειονομική περίθαλψη, την αναπηρία, τα οφέλη για οικογένεια/παιδιά/στέγαση. Οι συντάξεις στην Ελλάδα λειτουργούν ως υποκατάστατο για άλλα σημεία του δικτύου κοινωνικής προστασίας, συμπληρώνοντας τα κενά τους.
Η ουσία είναι ότι οι ηλικιωμένοι στην Ελλάδα είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό, τι αλλού στην Ευρώπη, επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε άλλες παροχές. Το κατά κεφαλήν εισόδημα για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών είναι περίπου 9.000 ευρώ, σε σύγκριση με τα 20.000 ευρώ στην ευρωζώνη. Πώς θα μπορούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα να είναι οι μεγάλες συντάξεις, όταν το 43%των συνταξιούχων λαμβάνει λιγότερο από 660 ευρώ το μήνα;
Στο Νταβός η κ. Λαγκάρντ ζήτησε σε εγρήγορση για την αυξανόμενη ανισότητα και τη φτώχεια, καλώντας τους πολιτικούς “να σκεφτούν πώς να αντιμετωπίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια”. Το να επιμένεις σε περαιτέρω περικοπές συντάξεων, την ώρα που οι Έλληνες συνταξιούχοι έχουν μόλις και μετά βίας τα απαραίτητα για να ζήσουν, δεν είναι σίγουρα ο τρόπος για την αντιμετώπιση της δημόσιας δυσαρέσκειας.
Εφη Αχτσιόγλου»