«Οι υπουργοί προσπαθούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις από το τραγικό 15,2% της ύφεσης του δεύτερου τριμήνου και να πουν ότι αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη», τόνισε η Έφη Αχτσιόγλου στη Βουλή.
Σκοπίμως αποσιωπούν, πρόσθεσε, ότι «η ελληνική οικονομία είχε μπει σε τροχιά ύφεσης από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, πολύ πριν τον κορονοϊό. Επιβεβαιώνοντας ότι η πολιτική των φορολογικών ελαφρύνσεων στα ανώτατα κλιμάκια, της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, της σφοδρής επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και της συρρίκνωσης των εισοδημάτων των νοικοκυριών είναι υφεσιακή πολιτική».
Για τις εργασιακές διατάξεις του νομοσχεδίου δήλωσε ότι «νομοθετεί τις απλήρωτες υπερωρίες και ο κ. Βρούτσης υπαινίχθηκε ότι οι εργαζόμενοι του χρωστάνε κιόλας, ότι τους κάνει χάρη που τους υποχρεώνει σε απλήρωτη υπερωρία για τον μισό χρόνο της καραντίνας και όχι για όλο», επίσης «ο υπουργός Εργασίας προσβάλλει τους εργαζόμενους όταν ισχυρίζεται ότι είναι υπέρ τους η μείωση μισθών με το αποτυχημένο πρόγραμμα “Συν-Εργασία”, η μείωση του δώρου Χριστουγέννων, η παροχή δυνατότητας στον εργοδότη για περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες». Υπενθύμισε, ακόμη, ότι «ολόκληρο το καλοκαίρι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έμειναν χωρίς ούτε ένα ευρώ εισόδημα και η κυβέρνηση δεν αναρωτήθηκε πώς επιβίωσαν».
Η κ. Αχτσιόγλου υπογράμμισε ότι «είναι πρόκληση ο κ. Βρούτσης να λέει “ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα είχε διαλύσει όλα”, γιατί ζητήσαμε να αναπληρώνονται οι μισθοί των εργαζομένων, να υπάρχει ρήτρα διατήρησης των θέσεων και των σχέσεων εργασίας, να καταβληθεί πλήρως το δώρο Χριστουγέννων, να προβλεφθεί άδεια ειδικού σκοπού για όσους βρίσκονται σε καραντίνα, να μπουν κανόνες στην τηλεργασία».
Τέλος, επισήμανε ότι «η κυβέρνηση βλέπει τους εργαζόμενους ως παθητικούς δέκτες παροχών, ως κάποιους που τα τρώνε από το κράτος, το οποίο πετάει λεφτά σε μία μαύρη τρύπα όταν υποστηρίζει τους μισθούς. Δεν της περνάει από το μυαλό η σύνδεση της εργασίας και των μισθών με την κατανάλωση, με την ενεργό ζήτηση, με το ΑΕΠ», όμως «είναι υποχρέωσή της να συντονιστεί με την κοινωνική πραγματικότητα, γιατί ο χρόνος των εντυπώσεων έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί».