«Καταδικάστε με. Δεν έχει σημασία. Η Ιστορία θα με δικαιώσει», κατέθετε το Φθινόπωρο του 1953 ο Φιντέλ Κάστρο, έχοντας απέναντί του όλο το σαθρό σύστημα της δικτατορίας του Μπατίστα, προτρέποντας τους κατηγόρους του να τον στείλουν στη φυλακή μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του, με τους οποίους μοιράστηκε το όραμα για μία άλλη δίκαιη κοινωνία.
«Αν υπάρχει στην καρδιά σας ίχνος αγάπης προς την πατρίδα σας, αγάπης για την ανθρωπότητα, αγάπης για τη δικαιοσύνη, ακούστε προσεκτικά. Γνωρίζω ότι θα φιμωθώ για πολλά χρόνια. Γνωρίζω ότι το καθεστώς θα προσπαθήσει να αποσιωπήσει την αλήθεια με κάθε δυνατό μέσο. Γνωρίζω ότι θα υπάρξει μια συνωμοσία με σκοπό να με θάψει στη λήθη. Αλλά η φωνή μου δεν θα κατασιγασθεί – θα αναδύεται από τα στήθη μου ακόμη και όταν θα νιώθω ολομόναχος, και η καρδιά μου θα της δίνει όλη τη θέρμη που οι άσπλαχνοι δειλοί της αποστερούν», δήλωνε υπερήφανα ο Φιντέλ απευθυνόμενος στους δικαστές.
Έξι χρόνια αργότερα, η ιστορία πράγματι δικαίωσε τον Κάστρο. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1959, ορκίζεται πρωθυπουργός της Κούβας, ολοκληρώνοντας με κάθε επισημότητα την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος που απομυζούσε τον κουβανικό λαό. Μία διαδικασία γεμάτη αίμα και θυσίες η οποία είχε ξεκινήσει από τα βουνά της Σιέρα Μαέστρα και συνεχίστηκε με την κατάληψη του Σαντιάγο και της Αβάνα τις πρώτες ημέρες του 1959.
Χιλιάδες λαού αγκάλιασαν το όραμα του Φιντέλ και του Τσε Γκεβάρα, συμβάλλοντας τα μέγιστα ώστε να φύγει κακήν κακώς από το νησί ο Μπατίστα και οι συνεργάτες του, διαφεύγοντας σαν κυνηγημένοι για τις ΗΠΑ, αφού άρπαξαν εκατομμύρια δολάρια από τα κρατικά ταμεία. Πράξη που έριξε την αυλαία της σκοτεινής επταετούς περιόδου που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1952, όταν ο Φουλχένσιο Μπατίστα κατέλυσε το πολίτευμα -με τις ευλογίες των ΗΠΑ- και ολοκληρώθηκε με τη συντριπτική νίκη της επανάστασης του κουβανικού λαού.