Διάβαζα πριν από μερικές μέρες για το Ιράν και τη μαζική φυγή γυναικών με σπουδές και προσόντα που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία και είτε εργάζονταν είτε ετοιμάζονταν να μπουν στην αγορά εργασίας. Στα σχετικά ρεπορτάζ για την κατάσταση των γυναικών στο Ιράν, για την οποία πριν από περίπου ένα χρόνο ξέσπασε μια τεράστια λαϊκή εξέγερση με αφορμή τη δολοφονία της Μάχσα Αμινί από την αστυνομία επειδή δεν φορούσε σωστά το τσαντόρ της, το συναίσθημα που ωθεί τις Ιρανές στην προσφυγιά είναι κοινό.
Στις δηλώσεις της σε γερμανικό ΜΜΕ μια 39χρονη αναφέρει: «Όλη μου τη ζωή εργαζόμουν σκληρά και πέτυχα πολλά: πήρα πτυχίο από ένα πανεπιστήμιο με κύρος και βρήκα μια υψηλά αμειβόμενη θέση εργασίας σε μια κατασκευαστική εταιρεία στην Τεχεράνη. Όμως στο τέλος ένιωθα ότι δεν έχει σημασία πόσο καλή ήμουν και πόσο σκληρά προσπαθούσα. Δεν θα κατάφερνα ποτέ να βγω από αυτό τον βάλτο και να αισθάνομαι ελεύθερη και χαρούμενη».
Όταν διάβασα αυτήν τη δήλωση σκέφτηκα αρχικά τη συζήτησή μου με την πρόεδρο του ιατρικού συλλόγου Τουρκίας Σεμπνέμ Κορούρ Φιντζαντζί, η οποία περιέγραφε τη μαζική φυγή νέων γιατρών για το εξωτερικό. Μετά σκέφτηκα τους δικούς μου ανθρώπους εδώ στην Ελλάδα και πόσοι έχουν φύγει για την Ευρώπη ή την Αμερική. Στη συνέχεια αναρωτήθηκα γιατί αυτού του είδους τη μετανάστευση την ονομάζουν brain drain και το πέρασμα της Μεσογείου με βάρκες ή των συνόρων Μεξικού – ΗΠΑ με τα πόδια το αποκαλούν στην καλύτερη περίπτωση παράτυπη μετανάστευση. Μετά σκέφτηκα τι κοινό έχουν τα κράτη-προορισμοί και τι κοινό έχουν τα κράτη προέλευσης.
Τέλος, αποφάσισα ότι δεν χρειάζεται να κάνω διεθνές ρεπορτάζ για να μου λυθούν οι απορίες. Αρκεί να παρακολουθώ τι κάνει η ελληνική κυβέρνηση.