Επιστροφή στα πατρογονικά και αναστοχασμός στη διάρκεια περιπάτων κάτω από τα πάλλευκα, ολάνθιστα δέντρα. Η Αθηνά Τσάκαλου, φιλόλογος και συγγραφέας, γράφει ένα διήγημα “εγκλεισμού” για το Docville.
Εµείς εδώ στους πύργους… Και είναι αλήθεια πως ύστερα από αρκετές µέρες αποµόνωσης έτσι βλέπει τα σπίτια της εξοχής, αυτά που είναι αποκοµµένα από τα άλλα, αυτά που δεν ανήκουν σε γειτονιές. ∆εν αντέχει να µη δώσει ένα κάποιο χρώµα παραµυθιού – ίσως αυτό που ζούµε να είναι ένα εφιαλτικό παραµύθι.
– Ετσι φλυαρούν οι άνθρωποι όταν φοβούνται, µουρµούρισε.
Και η µέρα περνάει κάπως εύκολα µε τις φωτιές που βάζει στα κλαδέµατα, µε τα καινούργια κλήµατα που φυτεύει. Νωρίς τα απογεύµατα ακούει τις φωνές των γατών που τρέφονταν από τα περισσεύµατα των ταβερνών και δεν καταλαβαίνουν γιατί οι πόρτες είναι συνέχεια κλειστές. ∆εν µπορεί να αντισταθεί στο κάλεσµά τους. Φορά τα λευκά γάντια και τη µάσκα και πηγαίνει και τις ταΐζει.
Μετά περπατά στο βουνό µε τους σκύλους της και κοιτά παράξενα το χώµα, τα δέντρα κι εκείνα τα µικρά µικρά έντοµα που σαν συννεφάκια πετούν στο φως του βραδινού. «Πορεία σε εχθρικό περιβάλλον» έλεγε στο πρώτο του βιβλίο ο Γεράσιµος Τσάκαλος κι εννοούσε το ανθρώπινο περιβάλλον και η ίδια προσθέτει τώρα κι αυτό το τροµερό αόρατο περιβάλλον των µικρών «όντων», των ιών, των µικροβίων και άλλων που είναι σαν να έρχονται εποχές που κυριεύονται από την επιθυµία της παγκόσµιας κυριαρχίας και εφορµούν στα σώµατα των µεγάλων ζώων κι αρχίζει ο παγκόσµιος πόλεµος των ιών. Και δεν θέλει να πιστεύει ότι έχουν µεσολαβήσει ανθρώπινα χέρια σε όλη αυτή την επίθεση, χέρια επιστηµόνων που πειραµατίζονται χωρίς κανένα όριο, χωρίς καµιά αγάπη. Και λυπάται που οι άνθρωποι έχασαν κάποιες ιερές χειρονοµίες των παππούδων και των γιαγιάδων τους. «Σε όλα τα δέντρα και τα αµπέλια και τα χωράφια να αφήνεις πάντα λίγους καρπούς, λίγα στάχυα, λίγα καλαµπόκια, για τα πουλιά και τα ζώα»: έτσι έλεγαν και µε φόβο το έκαναν γιατί πίστευαν στα δικαιώµατα και κυρίως στην εκδίκηση και αυτών των όντων.
Και ύστερα, όταν η νύχτα πέφτει, κοιτάζει από το παράθυρο τη φωτισµένη µικρή πόλη. ∆εν φτάνει κανένας θόρυβος των ανθρώπων, δεν περπατούν άνθρωποι στους δρόµους. Ακούει από την τηλεόραση τα τραγούδια των Ιταλών στα µπαλκόνια, ακούει τα χειροκροτήµατα και τις φωνές των Ελλήνων. Μεγάλη συγκίνηση την κυριεύει, κλαίει γιατί ως γυναίκα και κυρίως ως µάνα φοβάται µην πεθάνουν, γιατί από τη φύση οι γυναίκες και κυρίως οι µάνες έχουν οριστεί φύλακες της ζωής και της διαιώνισης του είδους και σ’ αυτό δεν χωράει αξιολόγηση και πολλές φορές υπερασπίζονται όλες τις µικρότητες, ακόµη και τις βλακείες των ανθρώπων.
Τους ακούει αυτές τις µέρες να µιλούν µε πάθος για θεωρίες συνωµοσίας, για µαύρα παραµύθια κι ο τρόπος που µιλούν έχει θυµό, έχει οργή αλλά και µια περίεργη παραχώρηση της ζωής τους σ’ εκείνους που τώρα όλο και πιο φανερά παίζουν σαν θεοί µε τις ζωές όλων των όντων. Ξέρει πως γρήγορα θα ξεχάσουν τους υπεύθυνους, γρήγορα θα αφεθούν και πάλι στα χέρια και τα σχέδιά τους…
Μα πιο πολύ όµως τη συγκινεί εκείνη η µεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων που φάνηκε αυτές τις µέρες να φεύγει από τις πόλεις. Τη συγκινούν οι ταξιδιώτες αυτής της φάλαγγας που λένε πως γυρίζουν στα χωριά τους, να γιατί έτσι ξαφνικά θυµήθηκαν όλοι τις αγριοκερασιές που ανθίζουν αυτή την εποχή και νοστάλγησαν µε πόνο βαθύ την παλιά γλώσσα των µανάδων και των πατεράδων στα ορεινά εγκαταλειµµένα χωριά και χωρίς δεύτερη σκέψη –έτσι θέλουν να λένε, γιατί δεν θέλουν να δώσουν υπόσταση βαριά στην αρρώστια που προέκυψε– φόρτωσαν τα αυτοκίνητά τους, πήραν τις οικογένειές τους και ξεκίνησαν για την επιστροφή.
Και κανείς δεν µιλάει για τον φόβο που ήρθε ξαφνικά, τον φόβο της επιδηµίας, τον φόβο των µικρών δωµατίων, του κλειστού ορίζοντα των ασφυκτικών πόλεων, και όλοι θυµήθηκαν και αγάπησαν βαθιά τους ανοιχτούς οικείους τόπους των παιδικών τους χρόνων και γύρισαν – και ποιος ξέρει, ίσως αυτό σταθεί η αφορµή να τα σκεφτούν όλα πάλι από την αρχή. Ολα, γιατί είναι περίεργο και παράλογο να κοιτάζουν τις ανθισµένες αγριοκερασιές από τα παράθυρα των παλιών, αγαπηµένων σπιτιών τους και να φοβούνται να περπατήσουν κάτω από τα βαριά λευκά κλαδιά τους.
Η Αθηνά Τσάκαλου είναι φιλόλογος και συγγραφέας