Αθηνά Κακούρη: «Η γενιά των 50άρηδων είναι κατώτερη των περιστάσεων»

Συναντιόµαστε στο διαµέρισµά της στο Κολωνάκι µε αφορµή την πρόσφατη κυκλοφορία της αναθεωρηµένης και επαυξηµένης έκδοσης του πολυδιαβασµένου µυθιστορήµατός της «Ξιφίρ Φαλέρ», µέσω του οποίου εξετάζει την Ελλάδα του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου. Η Αθηνά Κακούρη µοιράζεται µαζί µας τις αναµνήσεις και τις σκέψεις της.

Από την Πάτρα στα λιµάνια της Μεσογείου

Γεννήθηκα και µεγάλωσα στην Πάτρα από γονείς Κεφαλονίτες. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 η Πάτρα βοµβαρδίστηκε από τους Ιταλούς προτού καλά καλά µάθουµε ότι βρισκόµαστε σε πόλεµο. Σκοτώθηκαν δεκάδες άνθρωποι και ο κόσµος έτρεξε να σωθεί στα γύρω χωριά. Εµείς καταλήξαµε στην Αθήνα και ξεµείναµε εδώ µέχρι το τέλος του πολέµου, γιατί οι Ιταλοί κυνηγούσαν τον πατέρα µου. Είχαµε έρθει µε δέκα µπόγους – αυτό ήταν όλο και όλο το νοικοκυριό για δέκα άτοµα που ήµαστε τότε και µείναµε σε ένα µικρό διαµέρισµα που µας παραχώρησε ένας φίλος του πατέρα µου.

Η Αθήνα της εποχής εκείνης ήταν πάρα πολύ όµορφη, ένα µικρό κόσµηµα. Εβλεπες όλα τα βουνά τριγύρω και καταλάβαινες ακριβώς τι ήταν αυτό το θαυµάσιο λεκανοπέδιο. Από παντού, δε, φαινόταν η Ακρόπολη, σύµφωνα µε τον νόµο που ίσχυε ακόµη. Ηταν επίσης εξαιρετικά ασφαλής. Παρότι ο κόσµος πέθαινε πραγµατικά από την πείνα, ποτέ ένας άνθρωπος δεν µου έδωσε µια σπρωξιά για να µου αρπάξει τη σάκα ή το ποδήλατό µου.

Οταν αποφοίτησα από το γυµνάσιο ήθελα να σπουδάσω αρχιτεκτονική, αλλά ήξερα πόσο δύσκολο θα ήταν το έξοδο για τον πατέρα µου και αποφάσισα πως ήταν πιο σωστό να πάω να εργαστώ στο ναυτικό πρακτορείο του που είχε ανοίξει πάλι, καθώς ο πόλεµος είχε πια τελειώσει. Μια από τις εταιρείες που αντιπροσώπευε ο πατέρας µου ήταν σουηδική, µε κάτι θαυµάσια ασπροβαµµένα µεγάλα εµπορικά πλοία. Ο γενικός αντιπρόσωπός τους ήταν ο Ευγένιος Ευγενίδης, που µε έστειλε να επισκεφτώ τα λιµάνια της ανατολικής Μεσογείου. Καταπληκτικές εµπειρίες: η Πόλη, η Βάρνα εξαθλιωµένη, η Σµύρνη µε τα ελληνικά να µιλιούνται ακόµη, η λαµπερή και ευτυχής Βηρυτός όπου ήµουν παντού δεκτή µε χαµόγελα η «γουάχαντ γιουνάνιγια», δηλαδή µια Ιωνίς! Κυρίως µε εντυπωσίασε το αρτιγέννητο Ισραήλ, όπου το πλοίο έµεινε εννιά ολόκληρες µέρες. Εγραψα τις εντυπώσεις µου και δηµοσιεύτηκαν σε µια σειρά από χρονογραφήµατα στον «Νεολόγο Πατρών». Αυτή ήταν η πρώτη µου εµφάνιση στα γράµµατα.

Το 1953 παντρεύτηκα και πήγαµε στη Βιέννη όπου ο άντρας µου έκανε διδακτορικό. Ζήσαµε πολύ, µα πολύ λιτά. Οταν επέστρεψα στην Πάτρα δούλεψα και πάλι στο ναυτικό πρακτορείο και κάποια στιγµή σκέφτηκα, επηρεασµένη από την Αγκαθα Κρίστι, «δεν δοκιµάζω να γράψω αστυνοµικά και να γίνω διάσηµη και πλουσία;». Εγραψα λοιπόν ένα αστυνοµικό και το έστειλα στο περιοδικό «Ταχυδρόµος».

Ετσι είχα την πολύ καλή τύχη να έρθω σε επαφή µε τον Γιώργο και τη Λένα Σαββίδη. Η προσπάθειά τους να δηµιουργήσουν ένα εκλεκτό περιοδικό που να βοηθάει στη διεύρυνση του καλλιεργηµένου κοινού πρέπει κάποτε να µελετηθεί και να επαινεθεί σοβαρά. Στον «Ταχυδρόµο» δηµοσιεύτηκαν όλα σχεδόν τα αστυνοµικά µου διηγήµατα, ο Γιώργος και η Λένα Σαββίδη µε λανσάρισαν και θα τους χρωστώ πάντοτε χάρη.

Ο Γιάννης Μαρής ήταν ο πρώτος ο οποίος έστειλε κάποιον να µου πάρει συνέντευξη. Ηµουν εντελώς καινούργιο πρόσωπο κι εκείνος εργαζόταν σε άλλο συγκρότηµα. Αλλά δεν στάθηκε εχθρικά απέναντί µου, κάθε άλλο. Τον θυµάµαι µε ευγνωµοσύνη. Και την πρώτη κριτική για ένα διήγηµα την έγραψε ο Στρατής Τσίρκας, τον οποίο είχα γνωρίσει στο ανοιχτό και πολύ φιλόξενο σπίτι της οικογένειας Σαββίδη.

Το πέρασµα στο ιστορικό µυθιστόρηµα

Με το ιστορικό µυθιστόρηµα ασχολήθηκα από τη δεκαετία του ’70 και µετά. Την ιδέα µου την έβαλε ο Αλκης Αγγέλου, ο οποίος διηύθυνε τότε την εξαιρετική σειρά του Ερµή. Κάποια µέρα µε φώναξε και µου είπε: «Σκεφτήκατε ποτέ να γράψετε ένα µυθιστόρηµα για τον ∆ιαφωτισµό;». «Κύριε Αγγέλου! Εγώ δεν ξέρω τίποτε για τον ∆ιαφωτισµό!» διαµαρτυρήθηκα έντροµη. «Ανάγνωση δεν γνωρίζετε, κυρία Κακούρη;» µου απάντησε αυστηρά. Είχε βεβαίως δίκιο. Τίποτε δεν ξέρουµε µέχρι να καταπιαστούµε σοβαρά και να µάθουµε και προς τούτο πρέπει να διαβάζουµε.

Την εποχή εκείνη έτυχε να εγκατασταθώ στην Αµερική, στη Φιλαδέλφεια, και να έχω πρόσβαση στις µεγάλες βιβλιοθήκες που είχαν θησαυρούς. Εκεί είχα εύκολη πρόσβαση σε δυσεύρετα κείµενα περιηγητών του 17ου και του 18ου αιώνα όπου κατέγραφαν τις εντυπώσεις τους από την Ελλάδα. ∆ούλεψα όσο πιο συστηµατικά µπορούσα, κάνοντας πολλά λάθη που µε ανάγκαζαν να ξανακάµω την ιδία µελέτη εξαρχής, διότι δεν ήξερα πώς πρέπει να φτιάχνεις καρτέλες φακέλους. Μάζευα υλικό σχεδόν δέκα χρόνια κι απ’ αυτό βγήκαν δύο µυθιστορήµατα, «Της τύχης το µαχαίρι» και «Η σπορά του ανέµου», µε θέµα την πολιτική και κοινωνική κατάσταση τις παραµονές της Επαναστάσεως.

Εγραψα για διάφορες εποχές, αλλά πάντοτε για την ελληνική επικράτεια σε κάποια περίοδο κρίσης – τα λαυρεωτικά, το σταφιδικό, τους πολέµους 1912-1913, τα όσα υποστήκαµε το 1915 µε 1917 από τους Γάλλους κυρίως και τους Αγγλους. Και επίσης ανέπτυξα ορισµένους κανόνες που ακολουθώ µε θρησκευτική προσήλωση: όλα µα όλα µου τα ιστορικά στοιχεία πρέπει να είναι αυστηρότατα διασταυρωµένα και σωστά και ποτέ µα ποτέ δεν πρέπει να κολακεύω σηµερινές αντιλήψεις ή προκαταλήψεις, αλλά να πασχίζω µε όλες µου τις δυνάµεις να πάω τον σηµερινό αναγνώστη πίσω στον χρόνο και να του πω: «Να, έτσι ζούσε η γιαγιά ή η προγιαγιά σου, γι’ αυτά πολέµησε ο προπάππος σου, έτσι έκρινε τότε αυτή η µερίδα και γι’ αυτό αντετίθετο στην άλλη».

Επέλεξα τον τίτλο «Ξιφίρ Φαλέρ» για το βιβλίο µου ίσως επειδή ήταν µια επιθεώρηση που ανέβηκε το 1916 και άφησε εποχή. Το µυθιστόρηµά µου µοιάζει πολύ µε επιθεώρηση, µε πολλά διασκεδαστικά νούµερα, τα οποία όµως αφορούν µια ιστορία καθόλου ευτράπελη. Βλέπετε, αρχικά είχα σχεδιάσει µια τριλογία που να αφορά τους Βαλκανικούς Πολέµους (το µυθιστόρηµα «Θέκλη»), µετά ένα άλλο για το 1915-1917 και µετά ένα άλλο για το 1917-1920. Θα είχαν και τα τρία τα ονόµατα των τριών γυναικών που πρωταγωνιστούν στο «Θέκλη». Αυτή είναι µια εξαετία για την οποία σήµερα γενικώς γνωστό είναι µόνον το παραµυθάκι – ο κακός βασιλιάς και ο καλός Βενιζέλος. Αλλά πού στηρίζεται; Ηθελα λοιπόν να ξαναφέρω τα γεγονότα στο προσκήνιο.

Τη συνέχεια του «Θέκλη» δεν µπορούσα να τη γράψω, µου έβγαινε πολύ τραγική και υπερέβαινε τις δυνάµεις µου. Και έτσι πήρα την κωµική πλευρά µιας ιστορίας που κάθε άλλο παρά ευτράπελη ήταν. Η Αντάντ φέρθηκε στην ουδέτερη Ελλάδα µε απύθµενη αρπακτικότητα, προστυχιά και υποκρισία. Σήµερα είναι της µόδας να κουκουλώνονται τα καµώµατα αυτά των Αγγλογάλλων, να κρύβονται πίσω από το παραµυθάκι βασιλιάς – Βενιζέλος. Πρέπει να ξεθάψουµε τα γεγονότα και να τα προσφέρουµε και πάλι στον Ελληνα αφτιασίδωτα, ώστε να µάθει. Γι’ αυτό έγραψα και δύο άλλα βιβλία µετά το «Ξιφίρ Φαλέρ», δηλαδή «Τα δύο Βήτα» και το «Ουλάνοι στη Λάρισα».

Περνώ τις µέρες µου γράφοντας και διαβάζοντας. Θα ήθελα να περπατώ έξω περισσότερο, αλλά την όµορφη Αθήνα µας την έχουν καταντήσει τόσο αφιλόξενη για τον πεζό ώστε αποφεύγουµε πια τους δρόµους µε τη βρόµα και την ακαλαισθησία που τους πνιγεί. Δεν θα έγραφα ένα µυθιστόρηµα τοποθετηµένο στη σύγχρονη εποχή, γιατί τα όσα παρατηρώ γύρω µου µε σαστίζουν και µε θυµώνουν.

Βρίσκω ότι η γενιά που είναι σήµερα 40-50 χρόνων είναι κατώτερη των περιστάσεων. Κληρονόµησαν κοινωνική συνοχή και µια ευµάρεια και ελευθερία τις οποίες καµία γενεά Ελλήνων δεν είχε απολαύσει έως τώρα και δεν τις σέβονται. Ατηµέλητοι στο ντύσιµο, στη χρήση της γλώσσας µας, στον τρόπο που χύνονται πάνω στα καθίσµατα και στην ευκολία µε την οποία πετάνε από πάνω τους τις ευθύνες τους, δεν δείχνουν να καταλαβαίνουν πως αυτές είναι κατακτήσεις πολύτιµες αλλά και εξαιρετικά ευάλωτες, που αν δεν επαγρυπνούν για να τις προστατεύουν θα τις χάσουν. Θα ξυπνήσουν άραγε εγκαίρως από τον σηµερινό τους λήθαργο;

INF0

Το μυθιστόρημα «Ξιφίρ Φαλέρ» της Αθηνάς Κακούρη σε αναθεωρημένη και επαυξημένη έκδοση κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις της Εστίας

Φωτογραφία Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi

Ετικέτες