«Athena» του Γαβρά ή το Παρίσι στις φλόγες (ξανά και ξανά και ξανά)

«Athena» του Γαβρά ή το Παρίσι στις φλόγες (ξανά και ξανά και ξανά)

Λόγος και αντίλογος από τον Βασίλη Μαζωμένο και τον Νέστορα Βικέλ για την ταινία «Athena» του Ρομαίν Γαβρά που προβάλλεται στο Netflix.

Οι εξεγερμένοι και το κενό που απλώνεται μπροστά τους

Tου

Βασίλη Μαζωμένου

Σκηνοθέτη – σεναριογράφου – παραγωγού

«Η επιφάνεια ήταν ακίνητη, παγωµένη. Ενα υπόγειο βουητό πλησίαζε, που µόνο κάποια αυτιά µπορούσαν να το ακούσουν» (Χέγκελ)

Η ταινία «Athena» του Ροµαίν Γαβρά αποτελεί µια σηµαντική σύγχρονη καταγραφή ενός µέλλοντος που είναι ήδη παρόν. Ενα δυστοπικό παρόν στο οποίο µας έχουν οδηγήσει όχι απλώς ο καπιταλισµός αλλά η ίδια η ∆ύση και ο πολιτισµός της. Αυτή που από φωτισµένη πλευρά του πλανήτη µάς ξαναγυρίζει όλο και πιο πολύ στα µεσαιωνικά σκοτάδια της. Η προηγούµενη περίπτωση παρόµοιου θέµατος, το «Μίσος» του Κασοβίτς, σήµερα λειτουργεί περισσότερο ως αρχετυπική αναφορά.

Στην ταινία του Γαβρά η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ δεν υπονοµεύει το σαφέστατο ιδεολογικό και πολιτικό της περιεχόµενο. Κι αυτό γιατί το τελευταίο δεν είναι προφανές, όπως στις αντίστοιχες αµερικανικές ταινίες µε τα αναµασηµένα κλισέ και τα χοντροκοµµένα ιδεολογήµατα. Εδώ το σκηνικό περιβάλλον δεν είναι ντεκόρ. Είναι οι ίδιες οι εργατικές κατοικίες του σκουρόχρωµου περιθωρίου µιας µεγαλούπολης. Εκεί όπου κατοικούν όσοι ήρθαν αναζητώντας έναν παράδεισο και κατάλαβαν ότι η Ευρώπη τελικά κατάντησε µόνο ένα όνοµα. Αυτός ο περιβάλλων χώρος, που µοιάζει µε πολιορκηµένο κάστρο, είναι τελικά το οχυρό που πρέπει να κρατηθεί όρθιο. Η δολοφονία του νεαρού είναι απλώς η αφορµή. Η οργή που ξεσπά έχει τις βαθιές της αιτίες στο «εµείς και οι άλλοι». Ο «τρίτος κόσµος» σπρώχτηκε προς τον γερασµένο «πρώτο». Ζήτησε στέγη, λίγο φαγητό και µια ανάσα. Εκείνος πρόσφερε τη φιλανθρωπία του αλλά δεν αποδέχτηκε ποτέ ότι είναι ίσος µε εκείνους. Σε αυτούς τους άλλους ανήκουν και τα τρία αδέρφια. Ενας 13χρονος νεκρός, ένας εξίσου έφηβος –λίγο µεγαλύτερος– που οδηγεί την εξέγερση κι ένας στρατιωτικός, που βρίσκεται τελικά µετέωρος ανάµεσα στη στολή και την ηθική της οικογένειας και της καταγωγής.

Από τις πρώτες στιγµές ο Γαβράς µάς επανατοποθετεί από την ασφάλεια του θεατή σε εκείνη του συµµέτοχου. Κι αυτό οφείλεται στη δυναµική χρήση του steady cam, µε τη διαρκή κίνησή του στην επίγεια κόλαση του δυτικού περιθωρίου. Ενα περιθώριο που πέραν της προφανούς ταξικότητάς του έχει στοιχεία έντονης παραβατικότητας (όπλα, ναρκωτικά κ.λπ.), ενώ αναδεικνύει και τη σχέση του µε την εξουσία µε την οποία συναλλάσσεται ο κύριος εκπρόσωπός του στην ταινία, ο ετεροθαλής αδερφός των τριών.

Ολα λοιπόν ανακατεµένα σε µια κρεατοµηχανή που τα αλέθει: νέοι εξεγερµένοι –οι παλιοί και πιο συµβιβασµένοι διώχνονται από τις εστίες τους–, στρατιώτες φοβισµένοι, αστυνοµικοί διεφθαρµένοι και παντού τηλεοράσεις µε την αναµετάδοση των εικόνων κοινωνικής βίας. Ολοι και όλα γίνονται είδηση και παίζουν live για τους εκτός κόλασης, που τα βλέπουν καταναλώνοντάς τα στους καναπέδες.

Ο Γαβράς επιχειρεί να κάνει µια ταινία για το όλον. ∆εν τον ενδιαφέρει η αναπαράσταση, την οποία υπονοµεύει κυρίως µε τον τρόπο κινηµατογράφησης. Σαν να ψάχνει να γυρίσει στις απαρχές του σινεµά: στον κινηµατογράφο του Αϊζενστάιν και του Ντοβζένκο, όπου οι χαρακτήρες υπηρετούσαν πρωτίστως την ιδέα και άρα αποµακρύνονταν από την απόλυτα ανθρώπινη διάστασή τους – µετατρέπονταν σε σύµβολα. Αυτό δεν σηµαίνει ότι στερούνταν νοήµατος· ίσα ίσα. Απλώς δεν υπήρχε φετιχοποίηση του σεναρίου και οι ήρωες επανακαθόριζαν το νόηµά τους µέσα από τις δράσεις τους. Οπως αναφέρω πιο πάνω, και πολλές αµερικανικές ταινίες επιχειρούν το ίδιο. Οχι όλες, γιατί έχουν υπάρξει και αριστουργήµατα, κυρίως για τον πόλεµο του Βιετνάµ. Οι στουντιακές ταινίες βέβαια, καθώς δεν ενέχουν το ίδιο βαθύ περιεχόµενο, παραµένουν σχηµατικές. Ο ήρωας που πολεµά στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν για τη χώρα του, τις Ηνωµένες Πολιτείες, και την ώρα της µάχης κοιτάζει µε νοσταλγία τη φωτογραφία της οικογένειάς του είναι σίγουρο ότι θα καταλήξει στο τέλος στην αγκαλιά της µητέρας πατρίδας και της γυναίκας του. Ο ήρωας του Γαβρά δεν έχει να πάει πουθενά. Είναι ο κύριος Κ του «Πύργου» του Κάφκα. Πίσω του η κόλαση µιας εµπόλεµης πατρίδας, την οποία εκείνοι που τον «φιλοξενούν» µετέτρεψαν σε ερείπια. Μπροστά του το γκέτο της µεγαλούπολης όπου κατοικεί και τα ερείπια της ψυχής του. Ετσι ο Αµπντέλ, ο Καρίµ, ο Μοχτάρ παραµένουν εκεί µετέωροι – άνθρωποι ανάµεσα σε δύο κόσµους. Ούτε µπροστά ούτε πίσω.

Το φινάλε (προσοχή, spoiler) δηµιούργησε αντιδράσεις και κατανοώ γιατί. Από τη µια οι ακροδεξιοί αντιδρούν γιατί ο Γαβράς τους δείχνει ευθέως όχι µόνο δολοφόνους αλλά και προβοκάτορες. Από την άλλη οι υπερ-αριστεροί που δεν µπορούν να κατανοήσουν ότι στον σύγχρονο σύνθετο κόσµο δεν σχηµατοποιούνται οι άνθρωποι (παράδειγµα ο Ζερόµ, ο αστυνοµικός της ταινίας) και κανείς δεν έχει το αποκλειστικό προνόµιο στην υπερευαισθησία.

Οι ταινίες κρίνονται αυτές καθαυτές. ∆εν ετεροκαθορίζονται. Κατανοητές οι προτιµήσεις, τα γούστα, οι διαφορετικές αφετηρίες. Αλλά υπάρχει κάτι που τις κάνει µοναδικές. Εκείνη η ανατριχίλα που νιώθεις και το φτερούγισµα στο στήθος. Αν το «Athena» του Ροµαίν Γαβρά ήταν η πρώτη του ταινία, όπως ο «Γιος του Σαούλ» του Νέµες, και δεν είχαν προηγηθεί τα βιντεοκλίπ του, οι πιο πολλοί θα µιλούσαν για αριστούργηµα. Τώρα;

Η θέση του σκηνοθέτη και η κυρίαρχη άποψη

Του

Νέστορα Βικέλ

Συγγραφέα γουέστερν

Αν στόχος της ταινίας είναι η ρεαλιστική αναπαράσταση των αστεακών ταραχών και εξεγέρσεων, σίγουρα θα µπορούσαµε να την καταγγείλουµε για την αποτυχία της ως προς αυτό το σκέλος. Οµως δεν προκύπτει από κάπου ότι ο σκηνοθέτης έχει επιχειρήσει να κάνει κάτι άλλο από µια φαντασµαγορική απεικόνιση στα όρια της χορογραφίας κι αυτό κατά τη γνώµη µου το πετυχαίνει.

Ενδιαφέρουσα, αν και αρκετά απλοϊκή στην απόδοσή της, βρήκα τη σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοσύγκρουσης δυνάµεων που δρουν εντός των αποκλεισµένων κοινοτήτων, κατάσταση που εκφράζεται µέσα από τη σχέση των τριών αδερφών: των δυνάµεων που είναι στην οριακή αλλά και ενοχική κατάσταση µετάβασης προς την κοινωνική αφοµοίωση και συνοµιλούν µε την κεντρική εξουσία, των ριζοσπαστικών και της µαφίας.

Η πολιτική προσέγγιση της ταινίας ότι τελικά οι αστεακές ταραχές –στις οποίες ροµαντικοί νέοι χρησιµοποιούνται ως αναλώσιµοι χρήσιµοι ηλίθιοι– είναι κάτι που επιδιώκει η ίδια η εξουσία, θύλακές της, οι δυνάµεις της συντήρησης ή η οργανωµένη ακροδεξιά σίγουρα χωλαίνει. Οµως αυτό δεν είναι θέση του Ροµαίν Γαβρά αλλά η κυρίαρχη άποψη στα σόσιαλ µίντια, την οποία µε κάθε ευκαιρία και χωρίς καν να ρωτηθούν εκφράζουν ακόµη και δυνάµεις της Αριστεράς.

Ξεκίνησα να βλέπω την ταινία αρνητικά προκατειληµµένος. ∆εν πρόκειται προφανώς για κάποιο αριστούργηµα ούτε για µια ταινία που θα έβλεπα σε κινηµατογράφο, δεδοµένου έτσι κι αλλιώς ότι έχω να κάνω κάτι τέτοιο από το 2019. Είναι όµως µια ταινία του Netflix που παρακολούθησα µε κάποιο ενδιαφέρον. Νοµίζω πως αν ο τίτλος της δεν είχε αυτή την έµµεση –αν και εντελώς άστοχη– αναφορά στην εξέγερση του δικού µας 2008, η υποδοχή του ελληνικού κοινού θα ήταν αισθητά πιο επιεικής.

Documento Newsletter