Αθάνατο ελληνικό σινε-καλοκαίρι

Νέλλη Παππά, Πόπη Λάζου, Βασίλης Αυλωνίτης και Νίκος Ρίζος στην ταινία «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός»

Κωμωδίες με φόντο δημοφιλή τουριστικά μέρη, που έμειναν κλασικές, επιχειρούσαν να περιγράψουν πειστικά τα μικροαστικά ήθη.

Οι κλασικές ελληνικές κωµωδίες των 60s πολλές φορές στράφηκαν στην ανεµελιά των καλοκαιρινών διακοπών για να δώσουν –εκτός από τροφή στα όνειρα δεκάδων δυνάµει παραθεριστών– και µια πειστική εικόνα της µικροαστικής κοινωνίας. Τις περισσότερες φορές βέβαια η συγκυρία των καλοκαιρινών διακοπών συµπίπτει µε την ευκαιρία για… κεράτωµα, όπως φαίνεται και στο φιλµ του Νίκου Τσιφόρου «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (1961) που βασίστηκε στο οµότιτλο θεατρικό έργο του ίδιου και του Πολύβιου Βασιλειάδη. Εδώ ο άτακτος Βασίλης Αυλωνίτης στον ρόλο του Κλέαρχου Ζουγκαλά, ευκατάστατου εµπόρου βουτύρου και ελαιόλαδου, πείθει τη σύζυγό του Γεωργία Βασιλειάδου (η Μαρίνα είναι µια αυστηρή και κακάσχηµη σύζυγος) ότι ο γαµπρός τους Μάχος (ο Νίκος Ρίζος στον ρόλο του κοντού φυσικά) έχει ερωµένη και σχεδιάζει να πάει διακοπές µαζί της στα Καµένα Βούρλα. Στην πραγµατικότητα ο άτακτος Κλέαρχος θέλει να συναντήσει κρυφά στο δηµοφιλές τουριστικό θέρετρο της εποχής µε τα ιαµατικά λουτρά τη ζωηρή γειτόνισσά του. Οσο παράλογο κι αν ακούγεται, η ταινία κρίθηκε ακατάλληλη την εποχή εκείνη λόγω της προβολής της συζυγικής απιστίας, που θεωρήθηκε ότι προσβάλλει τα χρηστά ήθη των Ελλήνων. Για τον λόγο αυτό η ταινία είχε µέτρια πορεία στις αίθουσες, κόβοντας 25.617 εισιτήρια και λαµβάνοντας την 26η θέση σε σύνολο 68 ταινιών.

Διαφήμιση της ταινίας «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» στον Τύπο της εποχής

 

Ο άτυπος νόµος της εποχής

Το δηµοφιλές πρωταγωνιστικό τρίο θα επιστρέψει την επόµενη χρονιά µε τους «Γαµπρούς της Ευτυχίας» για να θίξει κωµικά έναν άτυπο νόµο της εποχής: o γιος της οικογένειας δεν µπορεί να παντρευτεί αν πρώτα δεν αποκατασταθεί η αδερφή του. Στην ταινία του Σωκράτη Καψάσκη το σενάριο προέρχεται ξανά από θεατρικό έργο των Τσιφόρου – Βασιλειάδη και παρακολουθούµε τις προσπάθειες του Βαγγέλη (Αυλωνίτης), που είναι αρραβωνιασµένος οκτώ χρόνια, να παντρέψει τη γεροντοκόρη αδερφή του Ευτυχία (η Βασιλειάδου ξανά σε ρόλο άσχηµης) προκειµένου να ακολουθήσει µετά κι εκείνος, αλλά η τελευταία αρνείται να ακολουθήσει τη µόδα της εποχής και να γίνει… επιθυµητή. Τελικά η δύσκολη Ευτυχία θα πειστεί να δει επίδοξους γαµπρούς σε ένα αλαλούµ παρεξηγήσεων και όλοι µαζί θα πάνε για διακοπές στην Ύδρα, το αγαπηµένο νησί της, καθώς εκεί είχε ζήσει τον πρώτο και µοναδικό έρωτα της ζωής της. Τροµερό κέφι και χιούµορ µε ένα σενάριο σκέτη απόλαυση όπου οι σπαρταριστές ατάκες («-Είναι µεγάλη, Βαγγέλη µου; -Μεγάλη; ∆εν είναι και σαν την Πελοπόννησο!») διαδέχονται η µία την άλλη.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στο φιλμ «Κάτι κουρασμένα παλικάρια»

 

Στο στόχαστρο σπείρας ο µπερµπάντης µεσήλικας

Στο «Κάτι κουρασµένα παλικάρια» του Ντίνου ∆ηµόπουλου ο µπερµπάντης µεσήλικας Λάµπρος Κωνσταντάρας βάζει στο µάτι τη νεαρή Νόρα Βαλσάµη, αγνοώντας βέβαια ότι έχει µπει στο στόχαστρο σπείρας που θέλει να του φάει τα λεφτά. Ο αφελής ροµαντισµός του ξεπεσµένου γόη (λέµε τώρα…) χτυπάει κόκκινο στη Ρόδο όπου µεταφέρεται η παρέα και στο πολυτελές ξενοδοχείο που τους φιλοξενεί ο ήρωας πάει να κάνει επίδειξη βουτώντας από τον ψηλότερο βατήρα της πισίνας προτού συµβιβαστεί µε µια ταπεινωτική βουτιά που θυµίζει Mr Bean. Το όλο σκηνικό, µαζί µε τις παραινέσεις του Παπαγιαννόπουλου («Χούφτωσ’ την, χούφτωσ’ την»), δείχνει απόλυτα παράλογο σήµερα, αλλά αυτό δεν εµπόδισε την ταινία να έχει τροµερό σουξέ στην εποχή της (1967) ξεπερνώντας τα 382.000 εισιτήρια. Ο λόγος φυσικά έχει να κάνει µε το µοντέλο πλούσιος µεσήλικας – νεαρή καλλονή που συναντιέται ακόµη σε µερικές σύγχρονες εκδοχές του, για τις οποίες το σχόλιο της Βαλσάµη στην περιβόητη σκηνή της πισίνας τα λέει όλα: «Φεύγω γιατί δεν µπορώ να βλέπω άλλο τέτοιες γελοιότητες»!

«Ήσυχο, ήσυχο το ποταμάκι/ αργοκυλάει το γαλάζιο το νεράκι/ και τραγουδάει την αγάπη τη χρυσή/ μια και ήρθες αγαπούλα μου εσύ»: ο Θανάσης Βέγγος ένα βήμα πριν από το Νόμπελ

 

Ο Θανάσης Βέγγος στο «Τύφλα να ’χει ο Μάρλον Μπράντο» (1963) του Κώστα Στράντζαλη χάρη στη συνωνυµία του µε γυναικοκατακτητή-ποιητή, ονόµατι Στέφανος Αυγερινός, βρίσκεται στη µέση µιας θύελλας γυναικών που τον ποθούν. Το ταξίδι στον Πόρο δεν ξεκινά καλά για τον ήρωα αφού ξερνά διαρκώς στο πλοίο («-Σας έπιασε η θάλασσα; -Ναι, σαν την εφορία. Με έπιασε και µε ταρακούνησε»), αλλά µε το που πατά το πόδι του στο νησί όλα αλλάζουν ως διά µαγείας και ο στίχος «ήσυχο, ήσυχο το ποταµάκι» ακούγεται σαν ερωτικό σινιάλο στα πιο τολµηρά όνειρα του ήρωα, το οποίο σταδιακά πάντως µετατρέπεται σε εφιάλτη. Ειδικά όταν στην ντουλάπα του δωµατίου κρύβεται µια αποφασισµένη για όλα Αθηνά Μερτύρη που τον προκαλεί να της κάνει ό,τι θέλει εκείνος! Ο Βέγγος της κλείνει τα µάτια, της πιάνει το χέρι και απλώς την πετάει έξω από το δωµάτιό του φροντίζοντας να κλειδώσει την πόρτα ενώ µονολογεί «όλες οι σαλεµένες γυναίκες σε αυτό το νησί µαζεύτηκαν».

Κουπί στην παραλία προς αναζήτηση γαμπρού με προίκα (η Γεωργία Βασιλειάδου στη «Θεία από το Σικάγο»)

 

Η καπάτσα «Θεία από το Σικάγο» δίνει λύση

Η αποκατάσταση των γυναικών µέσω ενός «καλού γάµου» είναι το ζητούµενο σε πολλές ελληνικές αλλά και διεθνείς ταινίες της εποχής. Η προσέλκυση των κατάλληλων γαµπρών όταν δεν γίνεται µέσω του συνοικεσίου και της προίκας προέρχεται από την… παραλία. Η καπάτσα «Θεία από το Σικάγο» της Γεωργίας Βασιλειάδου έρχεται να δώσει τη λύση στο πρόβληµα του αδερφού της. Ο αυστηρός απόστρατος αξιωµατικός Χαρίλαος (Ορέστης Μακρής) που µεγαλώνει τις τέσσερις κόρες του µε στρατιωτική πειθαρχία, φροντίζοντας για την πνευµατική καλλιέργειά τους, την εµφάνισή τους και την καλή συµπεριφορά τους, αδυνατεί να βρει γαµπρούς για εκείνες καθώς δεν επιτρέπει να τις δει κανείς. Ακόµη και το παραδοσιακό µπάνιο στη Λούτσα αποτελεί επικίνδυνη αποστολή για φιλόδοξα αρσενικά, που δεν τολµούν ούτε να κοιτάξουν τα κορίτσια του Χαρίλαου. Ο ερχοµός της αδερφής του Καλλιόπης από το Σικάγο όµως θα τα αλλάξει όλα αυτά καθώς δεν θα φέρει µόνο µοντέρνες ιδέες στην παραλία (από το µέγεθος ή το στιλ του µαγιό των κοριτσιών µέχρι τον τρόπο προσέλκυσης ιδανικών γαµπρών) αλλά και ριζοσπαστικές τακτικές στο πώς γίνεται το πρώτο βήµα γνωριµίας, από το µπαλκόνι του σπιτιού τους µάλιστα. Οι έκπτωτες κανάτες είναι µεν επικίνδυνες, αλλά και πολύ αποτελεσµατικές αν ο ανυποψίαστος περαστικός επιζήσει! Η κωµωδία του Αλέκου Σακελλάριου έσκισε στην πρώτη προβολή της τον ∆εκέµβριο του 1957 και αναδείχτηκε κορυφαία ταινία της χρονιάς µε 142.459 εισιτήρια.

Υλικό προώθησης της ταινίας «Κυριακάτικο ξύπνημα»

 

Χορν και Λαµπέτη σε πιο ρεαλιστικές καταστάσεις

Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1954, το πρώτο φιλµ του Μιχάλη Κακογιάννη «Κυριακάτικο ξύπνηµα» επιχειρεί να βγάλει την κωµωδία από το καλούπι της χοντροκοµµένης φάρσας, βάζοντας την Ελλη Λαµπέτη και τον ∆ηµήτρη Χορν (για πρώτη φορά µαζί στο σινεµά) σε πιο ρεαλιστικές καταστάσεις. Η ιστορία ξεκινά από το κυριακάτικο µπάνιο µιας πωλήτριας σε απόµερη παραλία της Αττικής όπου δύο πιτσιρικάδες της κλέβουν τα ρούχα και την τσάντα της που περιέχει κι ένα λαχείο, το οποίο πουλάνε σε άσηµο µουσικό. Το λαχείο που είχε αγοράσει η κοπέλα κερδίζει τελικά τον πρώτο λαχνό και χάρη στη δυνατή µνήµη της διεκδικεί το χρηµατικό έπαθλο. Η ταινία ήταν παραγγελιά του ∆ηµήτρη Χορν προς τον σκηνοθέτη που ήταν φίλος του, µε σκοπό να διαφηµίσει τον θεατρικό θίασο που είχε ο δηµοφιλής ηθοποιός µε την Ελλη Λαµπέτη και τον Γιώργο Παππά, µε τα εξωτερικά γυρίσµατα να γίνονται στην Αθήνα αλλά τα εσωτερικά στα στούντιο Νάχας στο Κάιρο της Αιγύπτου. Η ταινία γνώρισε µεγάλη επιτυχία (πρώτη στη σεζόν µε 103.252 εισιτήρια) και η φήµη της την οδήγησε µέχρι τις Κάννες, όπου ήταν µεταξύ των 43 υποψήφιων ταινιών για τον Χρυσό Φοίνικα.

Το απόλυτο κινηματογραφικό καλοκαιρινό ζευγάρι: Τζένη Καρέζη και Ανδρέας Μπάρκουλης

 

Η πιο πολιτικοποιηµένη κωµωδία της εποχής αλλά και του Φίνου είναι το «Τζένη Τζένη» του Ντίνου ∆ηµόπουλου µε τους Καρέζη – Μπάρκουλη. Γυρισµένη στις κοσµοπολίτικες Σπέτσες το 1966, το σενάριο των Γιαλαµά και Πρετεντέρη αποτυπώνει την πολιτική αστάθεια της εποχής, µε την απαραίτητη γραφικότητα φυσικά, βάζοντας στο µίξερ τις προεκλογικές εκστρατείες µε έναν λευκό γάµο πολιτικών συµφερόντων. Την ίδια χρονιά η «Κόρη µου η σοσιαλίστρια» του Σακελλάριου µε το ζευγάρι Βουγιουκλάκη – Παπαµιχαήλ σπάει ταµεία (659.671 εισιτήρια), φέρνοντας τις προοδευτικές ιδέες της σπουδαγµένης στο Λονδίνο κόρης ενός εργοστασιάρχη στα αδόκιµα µουσικοχορευτικά κοµµάτια µιας αφελούς κωµωδίας που λες και φτιάχτηκε για να υποστηρίξει τις πορείες ειρήνης σε όλο τον κόσµο χωρίς να ξέρει καν ποια είναι τα βασικά αιτήµατά τους. Όµως η αυταρέσκεια της πρωταγωνίστριας δυναµιτίζει κάθε καλή πρόθεση και το αποτέλεσµα είναι όλοι µαζί –φτωχοί και πλούσιοι, εργοστασιάρχες και εργάτες– να απολαµβάνουν ανέµελοι (sic) το µπάνιο τους στην παραλία του Σχινιά.

Τουρ στη βορειοδυτική Ελλάδα με την «Αρχόντισσα και τον αλήτη»

 

 

Η Αλίκη αλλάζει φύλο και ταυτότητα

∆ύο χρόνια µετά το δηµοφιλές ζευγάρι πρωταγωνιστεί στο «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» σε σκηνοθεσία Ντίνου ∆ηµόπουλου. Ξανά η Αλίκη ως κόρη πλουσίου, ξανά ο Παπαµιχαήλ ως εργάτης µε έξω καρδιά που κάνει το λάθος να χορέψει στο διάλειµµα της δουλειάς του µε συνέπεια να απολυθεί. Εδώ η ηρωίδα αλλάζει φύλο και ταυτότητα (α, ρε Πίπη) προκειµένου να αποφύγει τον γάµο που έχει δροµολογήσει γι’ αυτήν µε γιο εφοπλιστή ο αυταρχικός πατέρας της. Με την ταινία αυτή η Βουγιουκλάκη επέστρεψε στη Φίνος Φιλµ έπειτα από τέσσερα χρόνια απουσίας της σε άλλες εταιρείες. Η αµοιβή της ήταν 500.000 δραχµές, ποσό αστρονοµικό για την εποχή, και ο Φίνος ξόδεψε συνολικά 6,5 εκατοµµύρια δραχµές για την παραγωγή του φιλµ που γυρίστηκε στην Κέρκυρα, την Ηγουµενίτσα και στα Ιωάννινα, ενώ η διάσηµη βίλα µε τα 70 δωµάτια που αποτελούσε την κατοικία της ηρωίδας βρίσκεται ως ερείπιο πλέον στην Παλλήνη. Η ταινία ήρθε πρώτη σε εισπράξεις ανάµεσα στις 108 ελληνικές παραγωγές της σεζόν, µε 750.000 εισιτήρια µόνο στην Αθήνα.

Ο Ανδρέας Μπάρκουλης, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Νόρα Βαλσάμη, ο Βασίλης Τσιβιλίκας και ο Γιάννης Μιχαλόπουλος στην ταινία «Η θεία μου η χίπισσα»

 

Ο σουρεαλισµός, που σε µεγάλο βαθµό συναντάται στα πιο πάνω φιλµ, χτυπάει κόκκινο σε έργα όπως «Ο ξυπόλητος πρίγκηψ», «Η θεία µου η χίπισσα» και «Η κόµισσα της Κέρκυρας». Τα γυρίσµατα της τελευταίας ταινίας έγιναν το 1972 στην Κέρκυρα, τόπο καταγωγής της Ρένας Βλαχοπούλου, µε τα κάδρα του Σακελλάριου να λειτουργούν σαν διαφήµιση για τον τόπο, καθώς τα περισσότερα χορευτικά λάµβαναν χώρα σε διάφορα µνηµεία και αξιοθέατα του νησιού, όπως το Λιστόν, το Αχίλλειο και τα γραφικά καντούνια. Κάτι αντίστοιχο συµβαίνει και µε τα Μάταλα στο « Η θεία µου η χίπισσα» που το χίπικο στοιχείο διακωµωδείται σε µια συρραφή εξωφρενικών σκετς όπου ο Μεταξόπουλος χορεύει ερωτικά µε τη Βλαχοπούλου γύρω από τις διάσηµες σπηλιές. Τα υπονοούµενα για τη χρήση LSD και το ελεύθερο σεξ δοκίµαζαν τις αντοχές του συντηρητικού λαού εν µέσω δικτατορίας αλλά το φαρσικό στοιχείο και οι µεταµορφώσεις των πρωταγωνιστών έκαναν το φιλµ µεγάλη επιτυχία που είδαν περισσότεροι από 481.000 θεατές το 1971.

Ο σεΐχης και η Ζωζώ («Ο ξυπόλητος πρίγκηψ»)

 

Μύκονος, Κολωνάκι και Λαγονήσι

Αντίθετα, «Ο ξυπόλητος πρίγκηψ» του ∆αλιανίδη δεν κρύβει τις καταβολές ούτε τα ταπεινά όνειρά του: ο Κώστας Βουτσάς υποδύεται σε πολυτελές ξενοδοχείο της Αθήνας τον Αραβα πρίγκιπα προκειµένου να εξασφαλίσει χρήµατα για να παντρευτεί την αγαπηµένη του (Μάρθα Καραγιάννη). Η ταινία που προβλήθηκε τη σεζόν 1966-67 και έκοψε 488.174 εισιτήρια (τέταρτη θέση ανάµεσα σε 117 ταινίες) αποτελεί µεταφορά του θεατρικού έργου «Ο πρίγκιπας της Ελενίτσας» και γυρίστηκε µε το σύστηµα Σινεµασκόπ, µε τα γυρίσµατα να γίνονται στο Λαγονήσι και τον Αστέρα Βουλιαγµένης. Σύµφωνα µε τις φήµες της εποχής, τον Αστέρα επέλεγαν αρκετές διεθνείς διασηµότητες αλλά και οι πιο πλούσιοι άνθρωποι της γης λόγω της φυσικής οµορφιάς, της ασφάλειας αλλά και της διακριτικότητας στη φιλοξενία του. Εκτοτε η συγκεκριµένη παραλία επιλέχθηκε για τα γυρίσµατα δεκάδων ταινιών του ελληνικού κινηµατογράφου.

«Σούζυ, έφαγες… Σούζυ, και ψεύδεσαι και τρως» (η Ρένα Βλαχοπούλου και η Ρένα Πασχαλίδου στην «Παριζιάνα»)

 

Η Μύκονος φυσικά είναι ο Νο1 διαχρονικός τουριστικός προορισµός τα τελευταία χρόνια, αλλά έπρεπε να την ανακαλύψουν σχετικά αργά –στα τέλη των 60s– ώστε να καθιερωθεί στον κινηµατογραφικό χάρτη. Πρώτος ο ∆αλιανίδης της έδωσε ρόλο πρωταγωνιστή µε την «Παριζιάνα» του το 1969, αν και η χοντροκοµµένη φιγούρα της µαντάµ Πελαζί (Ρένα Βλαχοπούλου) δύσκολα συνυπάρχει στο ίδιο πλάνο µε τις ντελικάτες µορφές του Σειληνού και του Πουλόπουλου που ντύνουν µουσικοχορευτικά την ιστορία της αφελούς συνοικιακής µοδίστρας που ονειρεύεται να ράβει τουαλέτες για τις πλούσιες κυρίες του Κολωνακίου και καταλαβαίνει πως ο δρόµος για την Πατριάρχου Ιωακείµ περνά µόνο από τα στενά σοκάκια του νησιού των αέρηδων. Σχεδόν µισό αιώνα µετά, το δροµολόγιο της εν Ελλάδι κοσµικής ζωής διατηρείται ίδιο και απαράλλαχτο.

Το καλοκαίρι της Αλίκης («Μανταλένα»)

 

Εκτός στούντιο γυρίστηκε εξ ολοκλήρου η «Μανταλένα»

Στην αντίπερα όχθη, η ταπεινή Αντίπαρος φιλοξένησε την πρώτη ελληνική παραγωγή που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου έξω από στούντιο, τη «Μανταλένα». Το αποµονωµένο νησί ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ταινίας –ένα τζιπ του Φίνου ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που έφτασε στο νησί– και λατρεύτηκε µέσα από την ιστορία της δυναµικής βαρκάρισσας. Στη δηµιουργία του Ντίνου ∆ηµόπουλου η ιστορία της φτωχής πλην τίµιας ηρωίδας που πασχίζει καθηµερινά για την επιβίωση («Aλλος µε τη βάρκα µας!» φωνάζει η Αλίκη) πρόσφερε στο κοινό την αλήθεια του θριάµβου της πραγµατικής ζωής. Η «Μανταλένα» προβλήθηκε στο 1o Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Θεσσαλονίκης όπου διαγωνίστηκαν παλιές και νέες ταινίες µαζί και κέρδισε τρία βραβεία (σεναρίου, α΄ γυναικείου ρόλου και β΄ αντρικού ρόλου), ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα στις Κάννες. Την ίδια χρονιά το γυρισµένο στην Αθήνα και στον Πειραιά «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν ξεκινά µια παραµυθένια πορεία από τις Κάννες που φτάνει µέχρι τα Οσκαρ, όπου συµµετέχει σε πέντε κατηγορίες και κατακτά ένα χρυσό αγαλµατίδιο για το κλασικό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι. Η ιστορία του Πυγµαλίωνα και της χαρούµενης πόρνης Ιλια που τη θέλουν όλοι (φαινοµενικά καλοπροαίρετοι και φιλικοί) είναι η ιστορία της Ελλάδας που άπαντες λατρεύουν αλλά και θέλουν να την αλλάξουν. Η Μελίνα σε ρόλο κοµµένο και ραµµένο στα µέτρα της παίρνει φόρα και βουτά στα πάθη της (τη θάλασσα, τον Ολυµπιακό, τον έρωτα, την ελευθερία της), αρνούµενη να αλλάξει πρόσωπο και κυρίως να συµβιβαστεί.

Ετικέτες