Ασυμφωνία χαρακτήρων

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης Αιμίλιος Χειλάκης (δεξιά) και Χριστόδουλος Στυλιανού

Μια από τις πιο δημοφιλείς κωμωδίες του Φράνσις Βέμπερ, που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Μη σου τύχει», συν-σκηνοθετεί ο Αιμίλιος Χειλάκης.

Το σκηνικό, που είναι η πρώτη και πολλές φορές καθοριστική επαφή του θεατή με την παράσταση, είναι γνώριμο από παλιά, η διάταξή του ετοιμοπαράδοτη και η λειτουργία του δοκιμασμένη σε δεκάδες δημοφιλή μπουλβάρ. Αποτελείται από δύο συγκοινωνούντα δωμάτια ενός ξενοδοχείου, δύο κρεβάτια και φυσικά τις απαραίτητες ντουλάπες όπου κρύβονται περιστασιακές ερωμένες ή παράνομοι εραστές. Στην περίπτωσή μας όμως σύντομα θα αποκαλυφθεί ότι οι ντουλάπες κρύβουν ένα μακρύκαννο όπλο μεγάλου βεληνεκούς και μια ψηλόλιγνη αστυνομικίνα μικρής αποτελεσματικότητας. Δύο αποδεικτικά στοιχεία που μαρτυρούν ότι περνάμε με ελαφρά πηδηματάκια από το κλασικό μπουλβάρ, που αρκείται σε ζηλοτυπικά ξεμαλλιάσματα, στην περισσότερο αιματηρή μαύρη κωμωδία.

Η τύχη του ενός, ατυχία του άλλου

Ο Φράνσις Βέμπερ ωστόσο δεν έκοψε ποτέ τους δεσμούς του με το πιπεράτο στη γεύση αλλά ελαφρύ στη χώνεψη κωμειδύλλιο παρεξηγήσεων. Ανήκει στην παράδοση που λάμπρυναν με ξεχωριστές επιδόσεις ο Σκριμπ και ο Σαρντού και στοιχισμένος, λίγο άτακτα ομολογουμένως, σε παραπλήσια γραμμή, ο συγγραφέας μας χάρισε μεγάλες επιτυχίες όπως το «Δείπνο ηλιθίων» και το «Κλουβί με τις τρελές». Το «L’Emmerdeur», εντούτοις, που στην παρούσα παράσταση αποδόθηκε από τον Αντώνη Γαλέο ως «Μη σου τύχει», έσπασε τα ταμεία. Γνώρισε άπειρες θεατρικές μεταφορές και διασκευάστηκε πέντε φορές στο σινεμά, με πιο γνωστές εκδοχές του την αμερικανική του Μπίλι Γουάιλντερ με τον Τζακ Λέμον και τον Γουόλτερ Ματάου και τη γαλλική του Εντουάρ Μολιναρό με τον Ζακ Μπρελ και τον Λίνο Βεντούρα.

Σ’ αυτό το έργο λοιπόν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι βρίσκονται σε γειτονικά δωμάτια ενός ξενοδοχείου. Πρόκειται μάλιστα για δωμάτια που έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν μεταξύ τους γιατί προέκυψαν από τη διαίρεση της γαμήλιας σουίτας. Στον ένα χώρο καταφεύγει ένας δυστυχισμένος σύζυγος και τον άλλο έχει επιλέξει για τη δουλειά του ένας επαγγελματίας δολοφόνος. Οι δυο άντρες έχουν ο καθένας τα δικά του προβλήματα. Ο σύζυγος, ένας φωτογράφος, είναι απαρηγόρητος γιατί η γυναίκα του τον απατά με τον σεξολόγο ψυχίατρό της και προσπαθεί με αγωνιώδη τηλεφωνήματα να τη φέρει στο δωμάτιό του με σκοπό την επανασύνδεσή τους. Ο δολοφόνος είναι ανήσυχος γιατί ο άνθρωπος που πρόκειται να σκοτώσει, ουσιώδης μάρτυρας στη δίκη ενός μαφιόζου, είναι προστατευμένος από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Σύντομα εξάλλου τα προβλήματα επεκτείνονται από μια σειρά τεχνικών απροόπτων. Ο δολοφόνος παλεύει να στερεώσει το στόρι που του εξασφαλίζει απρόσκοπτη σκοπευτική θέα στην πλατεία των δικαστηρίων όπου αναμένεται ο στόχος του. Ο σύζυγος βλέποντας πως η «άπιστη» δεν ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του επιχειρεί να αυτοκτονήσει και σπάει τους σωλήνες του μπάνιου. Μια καμαριέρα απειλεί να φέρει την αστυνομία και ο δολοφόνος, που έχει κάθε λόγο να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υπόσχεται να προσέχει με τη δέουσα τρυφερότητα τον απογοητευμένο. Από δω και πέρα η τύχη του ενός είναι δεμένη με την ατυχία του άλλου.

Ρόλοι που δεν έδεσαν μεταξύ τους

Σ’ αυτό το δεδομένο στηρίζεται η πλοκή του έργου και κατά συνέπεια η φυσιογνωμία της παράστασης που διασκεύασαν και σκηνοθέτησαν ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας. Απ’ αυτό το σημείο επίσης ξεκινούν και τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν. Οχι τεχνικά αυτήν τη φορά, μα πολύ πιο σύνθετα. Γιατί τα στόρια και οι σωλήνες φτιάχνουν, αλλά η παράσταση δεν επισκευάζεται αν οι δύο πρωταγωνιστές δεν καταφέρουν να συνδυάσουν σε κοινό υποκριτικό κώδικα διαφορετικές στάσεις. Ο δολοφόνος πρέπει να παίξει την προβλεπτική νταντά, ρόλο που δεν έχει συνηθίσει και γι’ αυτό οφείλει να είναι κάπως ασταθής και βεβιασμένα πειστικός στα νέα του καθήκοντα. Ενώ ο απρόβλεπτος σύζυγος πρέπει να πέσει γεμάτος τυφλή εμπιστοσύνη στην αγκαλιά ενός ξένου που τον βλέπει σαν βράχο σταθερότητας. Η σχέση μεταξύ των ασυσχέτιστων χαρακτήρων, ενός καχύποπτου λόγω των επαγγελματικών δραστηριοτήτων δολοφόνου και ενός παντελώς ανύποπτου για όσα συμβαίνουν γύρω του συζύγου, στηρίζεται σε μια τρεμάμενη σανίδα.

Μια τραμπάλα καλύτερα, στην οποία οι πρωταγωνιστές, ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Χριστόδουλος Στυλιανού, παρά το ξεχωριστό υποκριτικό τους βάρος και χωρίς καθόλου ο ένας να υστερεί έναντι του άλλου, δεν κατόρθωσαν να ισορροπήσουν επαρκώς. Συμβαίνει βέβαια, όχι σπάνια, σπουδαίοι ηθοποιοί να μη βρίσκουν τα ζύγια τους πάνω στη σκηνή. Σε άλλες περιπτώσεις αυτό είναι απλώς ατυχές, μα εδώ ιδιαίτερα η έκβαση της παράστασης εξαρτάται από την αστεία και ευπαθή τους συζυγία, γιατί όλα περιστρέφονται γύρω τους. Οι ηρωίδες που ενσαρκώνουν η Τάνια Τρύπη, η Ελένη Καρακάση, η Ευγενία Ξυγκόρου και η Νίνα Φώσκολου δρουν στον τυπικό σκηνικό χώρο που διαμόρφωσε ο Γιώργος Γαβαλάς με την επιμέλεια της κινησιολόγου Ελένης Γεροδήμου. Ντυμένες με τα λειτουργικά κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα και κάτω από τους ουδέτερους φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου απέδωσαν τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του κάθε ρόλου, αλλά με παραπανίσια, καθώς μου φάνηκε, έμφαση στη νευρικότητα, που ώρες ώρες έφτανε στα πρόθυρα της υστερίας.

Κλείνοντας πιστεύω πως η διασκευή ίσως να έδινε καλύτερα αποτελέσματα αν ήταν πιο τολμηρή και δεν περιοριζόταν ν’ αλλάξει το φύλο του αντεραστή σεξοψυχιάτρου από αντρικό σε γυναικείο. Μια πρόταση για παράδειγμα θα ήταν στο φινάλε οι δύο άντρες να γίνονταν επιτυχημένοι συνεργοί. Και την ίδια στιγμή που ο ένας θα πυροβολούσε το θύμα του, ο άλλος να τραβούσε μια μοναδική φωτογραφία!

INFO
Θέατρο Αθηνών (Βουκουρεστίου 8, τηλ.: 210 3312343), Τετάρτη – Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00 & 21.00, Κυριακή 19.00

Ετικέτες