Δύο μέτρα και δύο σταθμά σε ότι αφορά την ασυλία βουλευτών και πρώην υπουργών τηρεί ο πρόεδρος της Βουλής Κ. Τασούλας, ειδικά εάν η ασυλία αφορά πολιτικούς αντιπάλους. Η υπόθεση του κ. Τασούλα όταν ο ίδιος αντιμετώπιζε κατηγορίες εκβιασμού είναι χαρακτηριστική, όπως και τα λεγόμενα και η στάση που τήρησε τότε.
«Δεν πρέπει να αίρεται η ασυλία όταν μεταξύ άλλων υπάρχει πρόδηλη πολιτική υποκίνηση στον μηνυτή. Ο μόνος λόγος που καταλήγω σε αυτή την άποψη είναι ότι η καταγγελία και η παραπομπή τυγχάνουν άπλετης δημοσιότητας, ενώ η τυχόν απαλλαγή του βουλευτού χάνεται από τα μάτια της δημοσιότητας. Υπάρχει δηλαδή εις βάρος του βουλευτού μεροληπτικά μια νέα ποινή εξωδικαιική. Η ποινή της δυσμενούς δημοσιότητας. Όταν καταργηθεί η ποινή αυτή, τότε θα θεωρώ εύλογο να αίρεται σε κάθε περίπτωση η ασυλία».
Το παρελθόν δεν είναι ευμετάβλητη έννοια, κάτι που σίγουρα γνωρίζει καλά ο πρόεδρος της Βουλής. Οι παραπάνω δηλώσεις ανήκουν στον Κ. Τασούλα και έγιναν το 2002 με αφορμή την άρνηση της Ολομέλειας -αλλά και του ιδίου- για άρση της ασυλίας του μετά από τα ένδικα μέσα που κίνησε ιδιώτης και τα οποία σε καμία περίπτωση δεν αφορούσαν τα βουλευτικά καθήκοντα του προέδρου της Βουλής. Εν αντιθέσει με όσα ισχυριζόταν για τον εαυτό του, ο κ. Τασούλας δεν προέβαλλε καμία ένσταση για την παράβλεψη των συνταγματικών προβλέψεων αναφορικά με τη δρομολόγηση της άρσης της ασυλίας του Π. Πολάκη με την ιδιότητα του βουλευτή και όχι με αυτήν του υπουργού.
«Έχω υποχρέωση να προστατεύσω τη Βουλή από οποιαδήποτε, έστω και παραμικρή, υποψία ότι αδρανεί ή αμελεί προκειμένου να “προστατεύσει” κάποιο μέλος της από την αξίωση πολίτη για δικαστική προστασία. Η Βουλή τηρεί όλες τις προθεσμίες και δεν είναι διατεθειμένη να δώσει λαβή για άδικα σχόλια και για μεροληπτική συμπεριφορά» δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες μετά από ερώτηση του documentonews.gr, προκαλώντας τις εξής απορίες:
Τα ερωτήματα για Τασούλα
Τι άλλαξε και ο Κ. Τασούλας έχει εκ διαμέτρου αντίθετη γνώμη με αυτήν που εξέφραζε κατά το παρελθόν ο ίδιος; Γιατί παρέβλεψε το γεγονός ότι τον περασμένο Μάρτιο οι δικογραφίες κατά του Π. Πολάκη ανακοινώθηκαν στην Ολομέλεια με βάση τις προβλέψεις του άρθρου 86 του Συντάγματος; Θεωρεί ο κ. Τασούλας ότι δεν κρύβεται «πολιτική υποκίνηση» και σκοπιμότητα πίσω από τη μήνυση του υποψήφιου βουλευτή με τη ΝΔ και υπόδικου για τη «συμμορία του ΚΕΕΛΠΝΟ», Στ. Πουλή, όπως επίσης και για την εισαγγελική παρέμβαση που προκάλεσαν οι ισχυρισμοί του κεντρικού τραπεζίτη περί παράνομης καταγραφής τηλεφωνικής συνομιλίας του με τον Π. Πολάκη; Υπενθυμίζεται ότι ο πρώην αν. υπουργός Υγείας είχε αποκαλύψει την απευθείας ανάθεση σε εταιρίας της συζύγου του Γ. Στουρνάρα του συνεδρίου E-Health, κόστους 700.000 ευρώ, όπως επίσης την επικοινωνιακή εκστρατεία για την… πρόληψη του καρκίνου, η οποία και δόθηκε από το ΚΕΕΛΠΝΟ στην ίδια εταιρία.
Η μήνυση για εκβιασμό
Η υπόθεση του κ. Τασούλα ξεκίνησε το 1996, όταν ο εργολάβος οικοδομών Τσαλκιτζής και ιδιοκτήτης οικοπέδου στην κεντρική πλατεία Κηφισιάς υπέβαλαν αίτημα στον δήμο για ανέγερση εμπορικού κέντρου με τοπογραφικό οικοπέδου 1.200 τ.μ. Σύμφωνα με όσα έγραψε το Βήμα στις 25 Νοεμβρίου 2008, η άδεια εξεδόθη ύστερα από εννέα μήνες και αφού ο ιδιοκτήτης, με συμπληρωματικό αίτημα, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε μετρήσει σωστά την έκταση, αύξησε το οικόπεδο στα 1.600 τ.μ. Δύο μήνες μετά την έκδοση της άδειας ο νέος διευθυντής Πολεοδομίας την ανακάλεσε, επειδή τα επιπλέον μέτρα ήταν χαρακτηρισμένα κοινόχρηστος χώρος, και ζητούσε από τον ιδιοκτήτη να περιοριστεί στα αρχικά μέτρα του οικοπέδου. Στη συνέχεια ο Δήμος Κηφισιάς πήγε στα δικαστήρια με τον εργολάβο και τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου.
Τον Νοέμβριο του 2001 ο εργολάβος, μήνυσε τον κ. Κ. Τασούλα, ο οποίος στο μεταξύ είχε εκλεγεί βουλευτής Ιωαννίνων με τη ΝΔ, για εκβιασμό. Σύμφωνα με τον Τσαλκιτζή ο κ. Τασούλας φέρεται να του ζήτησε 70 εκατ. δρχ. προκειμένου να άρει ο Δήμος Κηφισιάς τον χαρακτηρισμό ως κοινόχρηστου χώρου των 300 τ.μ. του οικοπέδου. Μάλιστα ο κ. Τσαλκιτζής, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Βήματος, πριν ακόμη φτάσει η μήνυση στη Βουλή μετέβη στα Ιωάννινα προκειμένου να δώσει συνεντεύξεις για την υπόθεση του εκβιασμού στον τοπικό Τύπο, συνοδευόμενος από αποτυχόντα βουλευτή της περιοχής.
Το γεγονός αυτό, η μεγάλη καθυστέρηση υποβολής της μήνυσης, καθώς και το γεγονός ότι αν υποβαλλόταν εγκαίρως ο κ. Τασούλας θα εξέπιπτε του δημαρχιακού αξιώματός του, οδήγησαν τη Βουλή να αρνηθεί την άρση της ασυλίας του βουλευτή, τον Μάρτιο του 2002, με το σκεπτικό ότι υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα εκ μέρους του μηνυτή, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Βήματος το 2008.
Να σημειωθεί ότι -όπως είχε δημοσιεύσει η Ελευθεροτυπία το 2009- το Τριμελές Πλημμελειοδικείο καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 20 μηνών μετά τη μήνυση του βουλευτή-υπουργού, τον εργολάβο και εκκρεμούσε το Εφετείο.
Διαβάστε ακόμη: Παύλος Πολάκης: «Η ΝΔ θέλει να με εκδικηθεί γιατί έκοψα το μαύρο χρήμα»
Τον Αύγουστο του επόμενου έτους, και ενώ είχε αλλάξει το καθεστώς για την άρση της ασυλίας, ο κ. Τσαλκιτζής υπέβαλε νέα μήνυση, η οποία διαβιβάστηκε στον αρμόδιο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών. Σύμφωνα με το Βήμα, ο αντεισαγγελέας γνωμοδότησε ότι αφορούσε την ίδια υπόθεση χωρίς να προσκομίζονται νέα στοιχεία και ο τότε Πρόεδρος της Βουλής κ. Απ. Κακλαμάνης, χωρίς να συγκαλέσει την Ολομέλεια, απέρριψε το αίτημα για άρση της ασυλίας. Επ’ αυτής της απόφασης του κ. Κακλαμάνη ασκήθηκε η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εν τω μεταξύ η αγωγή αποζημίωσης που κατέθεσε ο κ. Τσαλκιτζής κατά του βουλευτή (ζητούσε 8 δισ. δρχ.) εκδικάστηκε και απερρίφθη τόσο από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών όσο και από το Εφετείο Αθηνών.Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απεφάνθη για τη συγκεκριμένη υπόθεση και έκρινε ότι, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που έχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη για μια δημοκρατική κοινωνία, τα κράτη δεν μπορούν να αποστερούν τα δικαστήρια την αρμοδιότητα εκδίκασης ολόκληρων κατηγοριών υποθέσεων ή να απαλλάσσουν κατηγορίες προσώπων από κάθε ευθύνη.
Ειδικότερα το Δικαστήριο σημείωσε ότι πρέπει να εξεταστεί «αν οι καταγγελλόμενες πράξεις διαπράχθηκαν κατά την εκτέλεση των εν στενή εννοία κοινοβουλευτικών καθηκόντων».
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι καταγγελλόμενες πράξεις συνέβησαν το 1997, ενώ ο μηνυόμενος βουλευτής εξελέγη στις εκλογές του 2000, άρα δεν ήταν δυνατόν να συνδέονται με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντά του.
Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό της ελληνικής κυβέρνησης ότι το δικαίωμα του μηνυτή για πρόσβαση σε δικαστήριο δεν είχε παραβιαστεί, καθώς η αδυναμία άσκησης ποινικής δίωξης κατά του βουλευτή είναι προσωρινή και ισχύει μόνο για όσο διατηρεί τη βουλευτική ιδιότητα. Με δεδομένο ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν θέτει περιορισμούς στη δυνατότητα ενός βουλευτή να θέτει υποψηφιότητα και να επανεκλέγεται, είναι δυνατόν να ανανεώνεται η θητεία του διαρκώς στο μέλλον, και άρα ο μηνυτής να στερείται επ’ αόριστον το δικαίωμα δικαστικής προστασίας.