Έτοιμο είναι το κυβερνητικό νομοσχέδιο που θα αλλάξει τον ιδρυτικό νόμο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ώστε να μπορεί να συμμετέχει σε προληπτικές αυξήσεις κεφαλαίου, όπως σχεδιάζεται να γίνει στην Τράπεζα Πειραιώς. Με το ίδιο νομοσχέδιο ωστόσο, η κυβέρνηση «οχυρώνει» νομικά τα στελέχη του ΤΧΣ, θεσπίζοντας γι’ αυτά ειδικό ακαταδίωκτο, όποια ζημιά κι αν προκαλέσουν στο Δημόσιο με τις αποφάσεις τους.
Το περιεχόμενο του νόμου για τις αλλαγές στο ΤΧΣ και τη θέσπιση ακαταδίωκτου για τα στελέχη του δεν έχει δημοσιοποιηθεί ακόμη στην Ελλάδα, ωστόσο οι βασικές προβλέψεις του έγιναν γνωστές από το έγγραφο της θετικής γνωμοδότησης που έδωσε γι’ αυτόν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το οποίο δημοσιοποιήθηκε χτες.
Αλλαγές στον ιδρυτικό νόμο του ΤΧΣ
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το ΤΧΣ εισέφερε κεφάλαια στις τράπεζες που χρειάζονταν διάσωση, είτε χρηματοδοτώντας την ανακεφαλαιοποίησή τους, είτε καλύπτοντας τα χρηματοδοτικά τους ανοίγματα σε περίπτωση που οδηγούνταν σε εκκαθάριση, δεν μπορούσε όμως να λειτουργήσει ως επενδυτής. Με βάση τις αλλαγές του νέου νόμου, το ΤΧΣ αποκτά τη δυνατότητα να συμμετέχει ως επενδυτής σε μια αύξηση κεφαλαίου όπως αυτή που σχεδιάζεται να γίνει μέσα στους προσεχείς δύο μήνες στην Τράπεζα Πειραιώς, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει και ουσιαστική συνεισφορά από ιδιώτες επενδυτές και ότι δεν θα αντλήσει νέα κεφάλαια από το Δημόσιο για να καλύψει τη συμμετοχή του αλλά θα επενδύσει μόνο από τα διαθέσιμά του ή από κεφάλαια που μπορεί να αντλήσει μέσω πώλησης τραπεζικών μετοχών.
Από τη στιγμή που πήρε τη θετική γνωμοδότηση της ΕΚΤ, ο νόμος αυτός θα έρθει προς ψήφιση στη Βουλή μέσα στις επόμενες εβδομάδες, ανοίγοντας τον δρόμο για την αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, με τους όρους που την είχε προαναγγείλει ο αποπεμφθείς πριν τρεις εβδομάδες τέως πρόεδρος του ΤΧΣ Μάρτιν Τσούρντα. Κατά την αύξηση κεφαλαίου δηλαδή που θα γίνει, το ΤΧΣ θα επιδιώξει να μειώσει τη συμμετοχή του στην Πειραιώς από το 61.3% όπου βρίσκεται σήμερα σε κάτω του 30%, ασκώντας μόνο εν μέρει τα δικαιώματά συμμετοχής του, αν βεβαίως υπάρξει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον από ιδιώτες επενδυτές.
Άμεση η επανιδιωτικοποίηση της Πειραιώς, με μεγάλες ζημιές για το Δημόσιο
Το αποτέλεσμα θα είναι η επανιδιωτικοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς τρεις ή τέσσερις μήνες μετά την κρατικοποίησή της και η αποκρυστάλλωση της απώλειας του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των κεφαλαίων που εισέφερε το ΤΧΣ στην τράπεζα με την υποχρεωτική μετατροπή των Cocos σε μετοχές στις αρχές Ιανουαρίου, με τη ζημιά του Δημοσίου να αγγίζει έως και τα 2 δις ευρώ.
Για να θέσει λοιπόν στο απυρόβλητο τα στελέχη του ΤΧΣ που με τις αποφάσεις τους θα προκαλέσουν αυτή τη μεγάλη ζημιά στο Δημόσιο και να μην υπάρξει κανένα απολύτως περιθώριο για τη διατύπωση κατηγοριών για απιστία σε βάρος τους, είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει εκφράσει την κατηγορηματική αντίθεσή του στους κυβερνητικούς χειρισμούς στην Πειραιώς και έχει απειλήσει με αγωγές, είτε λόγω της αυτεπάγγελτης παρέμβασης κάποιου εισαγγελέα, ο νέος νόμος προβλέπει ρητά ότι «για όλους τους τύπους αποεπενδύσεων, η τιμή απόκτησης και η τιμή διάθεσης μπορούν να είναι χαμηλότερες από τις πιο πρόσφατες τιμές κτήσης των μετοχών από τα ΤΧΣ, ή την τρέχουσα χρηματιστηριακή τιμή», επιφέροντας ζημιές στο Δημόσιο και «σε περίπτωση που η συγκεκριμένη μορφή αποεπένδυσης αποδειχθεί εν τέλει επιζήμια για την περιουσία του ΤΧΣ, η κίνηση ποινικής διαδικασίας είναι δυνατή μόνον εάν το ίδιο το ΤΧΣ αποφασίσει να κινήσει ποινική δίωξη των σχετικών διατάξεων του ελληνικού Ποινικού Κώδικα».
Ίδια η λογική με την ασυλία που δόθηκε στους τραπεζίτες για τα θαλασσοδάνεια
Η διάταξη αυτή αποτελεί επέκταση της λογικής του νόμου με τον οποίο αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάργησε τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης δίωξης για κακουργηματική απιστία κι έδωσε ασυλία στα τραπεζικά στελέχη που αντιμετώπιζαν παρόμοιες κατηγορίες, προκειμένου να θαφτούν οριστικά οι εκκρεμείς υποθέσεις των θαλασσοδανείων προς κόμματα και ΜΜΕ. Κοινό στοιχείο και των δύο νόμων είναι η απαγόρευση του δικαστικού ελέγχου των πράξεων των τραπεζικών στελεχών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ζημιώνουν το Δημόσιο και η εξωφρενική, για τα δεδομένα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, άποψη ότι μόνοι αρμόδιοι να κινούνται κατά των τραπεζιτών είναι οι ίδιοι οι τραπεζίτες.