«Τον Τασούλα βρήκε; Δεν υπάρχουν άλλοι Έλληνες καταλληλότεροι για το αξίωμα του προέδρου; Ή έστω άλλα στελέχη της ΝΔ;». Η αντίδραση – από οπαδό του ΠΑΣΟΚ- ακούγεται λογική. Η χώρα χρειάζεται αρχηγό του κράτους κάποια αναγνωρισμένο προσωπικότητα όχι έναν πειθήνιο κομματικό. Πρόεδρο με κύρος άμεμπτο πολιτικό προφίλ και προσωπική ακτινοβολία, προσβάσεις στην Ευρώπη και σθένος να επιβάλει τη συνταγματική τάξη σε κρίσιμες στιγμές. Τίποτε από αυτά δεν διαθέτει ο Κώστας Τασούλας.
Ό,τι προτάσσει η κοινή λογική και η θεσμική ανάγκη είναι εκτός της λογικής και της θεσμικής αδιαφορίας του Κυριάκου Μητσοτάκη: δεν επιδιώκει την επαρκή εκπροσώπηση του ανώτατου πολιτειακού θεσμού- το έδειξε άλλωστε και με την επιλογή που έκανε το 2020. Εξαρθρώνει τους θεσμούς για να διευκολύνει την κυριαρχία του – στην οποία χρησιμοποιεί εξ αρχής όχι μόνο με θεμιτά, αλλά και αθέμιτα μέσα.
Τώρα μάλιστα ενδιαφέρεται να υποβαθμίσει το προεδρικό αξίωμα πολύ περισσότερο- καθώς έχει εμφανείς εσωκομματικές εκκρεμότητες αλλά και δυσκολίες στη διαχείριση θεμάτων της χώρας που θα αμφισβητηθούν και ίσως αναμετρηθούν με τη συνείδηση του αρχηγού του κράτους. Δεν θέλει κάποιον να τιμά τον ρόλο του, ως παράγοντα εθνικής συνοχής, αλλά να υπηρετεί τις επιλογές του.
Με κουλτούρα αστυνόμου Β’
Ο προταθείς από το πρώτο έδρανο της Εθνικής Αντιπροσωπείας μετέτρεπε συχνά κοινοβουλευτικές διαδικασίες σε μηχανισμούς εξυπηρέτησης των κυβερνητικών επιδιώξεων, δουλικής υπεράσπισης του Πρωθυπουργού και παρεμπόδισης συνταγματικών λειτουργιών στις Εξεταστικές και Προανακριτικές Επιτροπές.
Με κουλτούρα αστυνόμου Β’ της μετεμφυλιακής περιόδου ασχημονούσε στη μνήμη του Μπελογιάννη, υιοθετούσε την αισθητική της χούντας, αλλά και έδινε το βήμα του Κοινοβούλιου στον διεφθαρμένο Ζελένσκι και τους νεοναζιστές του τάγματος Αζόφ- κατ’ εντολήν Μητσοτάκη, που τα είχε κανονίσει πριν από αυτόν γι’ αυτόν. Μπορεί να ήταν καλός κομματικός, αλλά θα είναι εντελώς ακατάλληλος για Πρόεδρος.
Ο πρωθυπουργός επιβάλλει για εντελώς προσωπικούς και εσωκομματικούς λόγους κάποιον εξ ίσου πειθήνιο με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου – την οποία ο ίδιος αποδυνάμωσε, μέσα στη θεσμική αποδυνάμωσή της, αλλά χωρίς την προσωπική της ευπρέπεια. Μπορεί να μην έκανε για το αξίωμα, αλλά δεν είχε τα στοιχεία αποστροφής στη δημόσια συμπεριφορά της, που συνοδεύουν τον διάδοχό της.
Ο Μητσοτάκης την απέλυσε όχι και πολύ κολακευτικά εξαφανίζοντας κάθε ρητή αναφορά σε «επιτυχημένη» θητεία της. Περιορίσθηκε σε κούφιες κολακείες, σαν αυτές που πρόβαλε το 2020, για να την προτείνει. Με επιχειρήματα, εντελώς αντίθετα από αυτά που ανέφερε τώρα για τον Τασούλα.
Ο πολιτικός στόχος του είναι να κλείσει το κύκλωμα εξουσίας, ώστε να το ελέγχει απολύτως και δεν δίστασε να ακυρώσει μια σημαντική κατάκτηση του πολιτεύματος τις τελευταίες δεκαετίες: να έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαφορετική πολιτική προέλευση από την κυβέρνηση.
Το τήρησε το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ -με τον Σαμαρά και τον Καραμανλή- το καταργεί τώρα με τον Μητσοτάκη. Παρά τις διακηρύξεις του για την ευρεία εμπιστοσύνη της Βουλής και της κοινωνίας, που πρέπει να εξασφαλίζει ο πρόεδρος.
Αντί να διασφαλίσει τη διακομματική υποστήριξη που πρέπει να έχει ο ανώτατος πολιτειακός παράγων, προτιμάει να συσπειρώνει την Κ.Ο της ΝΔ – υποδηλώνοντας ότι ζούσε με το φόβο αντιδράσεων. Σαν αυτές που συνάντησε με το νόμο για το γάμο των ομοφύλων, αλλά τον κάλυψαν, πέρα από κάθε αντιπολιτευτική λογική ο Ανδρουλάκης και ο Κασσελάκης. Υγιή μεθόδευση δεν το λες.
Ενδεχομένως δεν είναι και ευφυής καθώς, αν θέλει κάποιος από τη ΝΔ να καταψηφίσει τον Τασούλα -επικαλούμενος την καταψήφιση Παυλόπουλου – μπορεί να το κάνει. Πάλι για βουλευτή της ΝΔ πρόκειται. Και ας μην πει κανείς ότι δεν ήταν αρκετά φιλοευρωπαϊκός ο Παυλόπουλος, όπως ισχυρίσθηκε τότε ο Μητσοτάκης, αλλά είναι ο Τασούλας;
Ο πρώην πρόεδρος είχε αναφορά στον ιδρυτή της ΝΔ – και όχι στον Αβέρωφ και τον Σαμαρά- ήταν διακεκριμένος πανεπιστημιακός, συγκροτημένος πολιτικός και άνθρωπος με προσωπική κουλτούρα συνεννόησης. Ο Τασούλας είναι πολιτικό τέκνο του Αβέρωφ και δημιούργημά του Σαμαρά, οπαδικός και ακραίος, με ρηχό και ανούσιο λόγο, προκλητικός και επιβαρυμένος με ακρότητες. Δεν μοιάζει ούτε στο δακτυλάκι κανενός από τους ως τώρα κατόχους του αξιώματος.
Πλήγμα στο Πολίτευμα
Αν δει κανείς το μήνυμα Μητσοτάκη, για την ανακοίνωση της υποψηφιότητας Τασούλα- το πρώτο που τον σοκάρει είναι η ύστατη προσβολή στη Σακελλαροπούλου. Δεν ήταν καλή Πρόεδρος, αλλά όπως είπε η ίδια «προσπάθησε» και πάντως δεν της άξιζε η απρέπεια να μην την επισκεφθεί καν ο Πρωθυπουργός για να της ανακοινώσει τις αποφάσεις του, αλλά τη «χρέωσε» σε εξωκοινοβουλευτικό υπουργό της αυλής του. Δεν την είχε υποψιάσει ότι και τον Παυλόπουλο τον ενημέρωσε τηλεφωνικά… μισή ώρα πριν ανακοινώσει την ίδια ως υποψήφια; Τόσος σεβασμός στο θεσμό, αλλά και στην νοημοσύνη των Ελλήνων.
Είναι κείμενο προβληματικό, θεσμικά ανυπόστατο, παραπλανητικό και ψευδεπίγραφο στις διατυπώσεις του για την περιγραφή του υποψηφίου. Ο Κώστας Τασούλας δεν έχει τις πολιτικές αρετές που του πιστώνει, έχει μειονεκτήματα που δεν έλαβε υπόψη του και επιπλέον θεσμικά έχει μετρηθεί ως Πρόεδρος της Βουλής και ευρέθη ελλιπής με την επιλεκτική αντιμετώπιση των κομμάτων- υπέρ του Πρωθυπουργού, δίκην υπουργού του.
Επιπλέον τον συνοδεύει η «κατάρα της μάνας» -της Μαρίας Καρυστινού- καθώς σε ένα θέμα μείζονος μείζονος λαϊκής, όπως στο έγκλημα των Τεμπών, μετέχει στην επιχείρηση συγκάλυψης.
Η μόνη «αρμοδιότητα» που μπορεί να ασκήσει υπέρ της χώρας ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι να κινηθεί στη διεθνή σκηνή ως εκπρόσωπός της. Και η μόνη πίεση σε κρίσιμες περιστάσεις απέναντι στις παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας είναι η παραίτηση του. Το 2015 ο Παυλόπουλος τα έκανε και τα δυο. Ο Ολάντ ανέφερε δημόσια το πρώτο. Και για το δεύτερο είναι γνωστό τι είπε στον τότε Πρωθυπουργό. Πιστεύει κανείς ότι μπορεί να κάνει το ίδιο ο Τασούλας;
Από αυτή την όψη η επιλογή του είναι πλήγμα στο Πολίτευμα. Πλήγμα όμως δέχθηκε και το πολιτικό σύστημα, αλλά όχι μόνο από τον Μητσοτάκη. Τις τελευταίες εβδομάδες καμία εικοσαριά πρόσωπα εμφανίσθηκαν από τα ΜΜΕ ως υποψήφιοι πρόεδροι. Κανείς δεν είχε την συγκατάθεση του προτείνοντος Πρωθυπουργού, όπως αποδείχθηκε.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν είχαν ούτε τις προϋποθέσεις: Όταν δεν μύριζαν κομματισμό, απέπνεαν παρακμή, όταν δεν τους χαρακτήριζε ανεπάρκεια, δεν κρυβόταν ο τυχοδιωκτισμός, όταν προκαλούσε η μεγαλομανία τους, ήταν για λύπηση η παρασκηνιακή διακίνηση της επιθυμίας τους.
Κακή μέρα για την πολιτική
Κανείς δημοσιογράφος δεν θα ανέφερε κανένα όνομα, αν δεν είχε την πληροφορία από τον ενδιαφερόμενο, ή από κάποιους, εκτός πολιτικής, που τον προωθούσαν. Και πάντως κανείς δεν διέψευσε- όπως έκανε ο Καραμανλής, όταν ακούσθηκε το όνομά του.
Και καλά οι συνήθεις υποψήφιοι και οι μαϊντανοί που επιδιώκουν την περιοδική δημοσιότητα και ας είναι και κάλπικη. Οι υπόλοιποι γιατί δεν αντέδρασαν στην παραπληροφόρηση;
Αξιοπρεπής πολιτικός ο Αλέκος Παπαδόπουλος- έλεγε στους φίλους του ότι δεν τον ενδιέφερε η υποψηφιότητα, αλλά θα μπορούσε να μην αφήσει να γίνεται χρήση του ονόματός του, αποδοκιμάζοντας τους δράστες.
Πρόσωπα με επάρκεια στον δημόσιο χώρο όπως ο Βαγγέλης Βενιζέλος γιατί έδωσαν δια της σιωπής τη συγκατάθεση τους να προβάλλονται ως υποψήφιου πρόεδροι της Δεξιάς και του Πρωθυπουργού της; Γιατί του προσφέρει το άλλοθι ότι ως την τελευταία στιγμή εξέταζε υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων και τη δική του, ενώ είχε κλείσει από καιρό τον Τασούλα και δούλευε όλον τον κόσμο;
Η επιλογή Μητσοτάκη και ο αυτοδιασυρμός των υποψήφιων για υποψηφιότητα εγγράφεται στη συνείδηση των πολιτών ως ευτελισμός του πολιτεύματος. Το κύρος του ανώτατου θεσμού θυσιάσθηκε για κομματικά παιχνίδια του Πρωθυπουργού, εξέπεσε στις ορέξεις πολιτικών και άλλων αμοραλιστών ή τις επιδιώξεις συμφερόντων εκτός πολιτικής.
Τελικά κατέληξε σε έναν βουλευτή με αρνητικό, από πλευράς πολιτικής ποιότητας, βιογραφικό – το οποίο εξωραΐσθηκε ώστε να μην εκθέτει και τα κόμματα που τον ψήφισαν τρεις φορές ως τώρα για Πρόεδρο της Βουλής. Η 15η Ιανουαρίου 2025 ήταν μια κακή μέρα για την πολιτική – και έχει όλες τις ενδείξεις να αποδειχθεί και κακή για το θεσμό ή και για τη χώρα.
Πηγή: anoixtoparathyro.gr