Αστυνομικός, καθωσπρέπει, πατριώτης, οικογενειάρχης, καλός χριστιανός

Αστυνομικός, καθωσπρέπει, πατριώτης, οικογενειάρχης, καλός χριστιανός

Πατρίς – θρησκεία – οικογένεια. Το τρίπτυχο που συντελεί στο να θεωρείται αυτός που το υπηρετεί άτομο υπεράνω πάσης υποψίας. Το προσωπείο εκείνου που εμπνέει εμπιστοσύνη, που δημιουργεί αυτόματα μια αίσθηση ασφάλειας και κάνει τους γύρω του να πέφτουν από τα σύννεφα επειδή… «δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα στη γειτονιά», «ήταν ένας καθωσπρέπει οικογενειάρχης», «ήταν αστυνομικός», «αγαπούσε την πατρίδα», «πήγαινε εκκλησία». Το τρίπτυχο που έχει κατά καιρούς γίνει… καταφύγιο για πολλούς εγκληματίες.

Στον καταγγελλόμενο βιασμό της 14χρονης από τον προπονητή της στο βόλεϊ, ο οποίος έχει συνταράξει τη Λέσβο αλλά και ολόκληρη τη χώρα, κομβικό ρόλο στην τυφλή εμπιστοσύνη που έδειχνε στο πρόσωπο του δράστη η τοπική κοινωνία διαδραμάτισε το επάγγελμα του 53χρονου Στρατή Μυρογιάννη. Ηταν αστυνομικός.

Ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες οι εκπρόσωποι των θεσμών, όπως ο δάσκαλος, ο αστυνομικός, ο ιερέας, ακόμη και ο προπονητής, χαίρουν άκρας εκτίμησης έως και σχεδόν τυφλής εμπιστοσύνης από την πλειονότητα των κατοίκων. Πόσο μάλλον όταν μία από τις παραπάνω ιδιότητες συνοδεύεται από τους χαρακτηρισμούς «καλός οικογενειάρχης, χριστιανός και πατριώτης».

Σε αυτό το πλαίσιο, ακολουθώντας πιστά το παραπάνω τρίπτυχο –και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένας βιαστής ανηλίκων προσδιορίζεται από την πολιτική του ταυτότητα–, ο ίδιος είχε χτίσει το προφίλ του καλού χριστιανού που αγαπάει και προσέχει την πατρίδα, ενώ σε πρόσφατη ανάρτησή του, όταν επισκέφτηκε ο Αλέξης Τσίπρας το νησί, αναφερόταν σε «λαθρομετανάστες», «ξεπούλημα της Μακεδονίας» και χαρακτήριζε τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης «ανθέλληνα» και «προδότη».

Περιμένουν και άλλες κοπέλες να καταθέσουν

Οπως όλα δείχνουν, η 14χρονη δεν ήταν το μόνο θύμα του προπονητή, αρχιφύλακα και πατέρα δύο ανηλίκων Στρ. Μυρογιάννη (ο οποίος υπηρετούσε στο Προαναχωρησιακό Κέντρο Κράτησης Αλλοδαπών Λέσβου και πλέον έχει τεθεί σε διαθεσιμότητα, ενώ διατάχτηκε και διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης από την ΕΛΑΣ), καθώς σύμφωνα με τη δικογραφία ακόμη μία αθλήτρια είχε εκμυστηρευτεί στο θύμα ότι ο 53χρονος την είχε θωπεύσει, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται να καταθέσουν και άλλες κοπέλες που προπονούσε ο ίδιος.

Σημειώνεται πως η υπόθεση οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη όταν η μητέρα της ανήλικης παρατήρησε αλλαγή στη συμπεριφορά της και ψάχνοντας το κινητό της τηλέφωνο βρήκε συνομιλίες με τον αστυνομικό, ο οποίος διατηρούσε προφίλ με το ψευδώνυμο Alexandros Megas και της ζητούσε επανειλημμένα να του στείλει βίντεο και φωτογραφίες της.

«Μέσα στο πλαίσιο μιας μικρής κοινωνίας, όπως της Μυτιλήνης, η καταγγελία μιας τόσο σοβαρής και αποτρόπαιης πράξης, με θύτη έναν προπονητή που τυγχάνει και αστυνομικός, απαιτεί θάρρος, τόλμη και τσαγανό!» σημειώνει μιλώντας στο Documento ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας της 14χρονης Θεμιστοκλής Κεφάλας και προσθέτει: «Η επιβολή του έσχατου μέτρου της προσωρινής κράτησης στον κατηγορούμενο, με τη σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέως, μπορεί μόνο ανακούφιση να προσδώσει τόσο στην ανήλικη μαθήτρια όσο και στην οικογένειά της! Μιας και μιλάμε για αθλήτρια του βόλεϊ, το πρώτο σετ σε αυτό τον αγώνα κερδήθηκε!».

Ο Στρ. Μυρογιάννης κατηγορείται για γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους (που συμπλήρωσαν τα 12 και όχι τα 15 έτη), κατάχρηση ανηλίκων σε γενετήσιες πράξεις και προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους.

Ο 53χρονος απολογήθηκε ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα για περισσότερο από επτά ώρες, κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος και οδηγήθηκε στις φυλακές Τρίπολης. Μάλιστα ο κατά σχεδόν 40 χρόνια μεγαλύτερος από την ανήλικη αστυνομικός δεν δίστασε να ισχυριστεί ότι είχε ερωτικές επαφές με τη 14χρονη αλλά με τη συναίνεσή της.

Της μιλούσε πάντα με πρόστυχα λόγια

Σύμφωνα με τη δικογραφία, η ανήλικη ξεκίνησε τις προπονήσεις σχεδόν ένα χρόνο πριν, το καλοκαίρι του 2021, ενώ από τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ο αστυνομικός ξεκίνησε να τη γυρίζει στο σπίτι με το αυτοκίνητό του μαζί με άλλες συναθλήτριές της. Ωστόσο από τον Ιανουάριο κιόλας, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη που έδειχναν στο πρόσωπό του οι γονείς των κοριτσιών, ο 53χρονος κατηγορούμενος άρχισε να θωπεύει τη 14χρονη στο στήθος και στα γεννητικά όργανα μέσα στο αυτοκίνητο κατά τη διάρκεια της επιστροφής όσο βρίσκονταν μέσα στο όχημα. Αυτό γινόταν σε συστηματική βάση κάθε φορά που επέστρεφαν από την προπόνηση, ενώ, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ήταν, δε, πάντα πρόστυχος σε αυτά που της έλεγε, όπως, για παράδειγμα, “θέλω να σε γαμήσω”».

Σχεδόν ένα μήνα πριν από τη σύλληψή του ο αστυνομικός την οδήγησε σε απομονωμένη και σκοτεινή τοποθεσία, της ζήτησε να κατέβει από το αυτοκίνητο και με μια απότομη κίνηση την έστρεψε με τέτοιον τρόπο ώστε η τελευταία να έχει την πλάτη της σε αυτόν. Στη συνέχεια της κατέβασε με βία το σορτσάκι και το εσώρουχο και τη βίασε ενώ η ίδια φώναζε, έκλαιγε και του ζητούσε επανειλημμένα να σταματήσει. Ωστόσο εκείνος την είχε ακινητοποιημένη, δεν σταμάτησε και δέκα λεπτά μετά εκσπερμάτισε στο χώμα.

Το προφίλ των δραστών – «Σπάνια είναι άγνωστος»

Το τραγικό αυτό περιστατικό στη Λέσβο επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά το γεγονός ότι ο κίνδυνος των άγνωστων προς τα παιδιά ανθρώπων που μπορεί να τα πλησιάσουν σε ένα πάρκο και να τους κάνουν κακό είναι υποδεέστερος από αυτόν του γνωστού σε εκείνα και στην οικογένεια, που λόγω της οικειότητας μπορεί να τα προσεγγίσει με μεγάλη ευκολία. Ταυτόχρονα αυτές οι προσωπικές σχέσεις διευκολύνουν τον δράστη δίνοντάς του πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και για την οικογένειά του, ώστε να μπορεί να το «κρατάει» και να το εκφοβίζει για να μην αποκαλύψει τις τραγικές στιγμές που βιώνει δίπλα του, ενώ μια από τις πιο συνηθισμένες απειλές είναι «αν το πεις, θα πάθει κακό η μαμά σου».

H κλινική ψυχολόγος με ειδίκευση στη νευροψυχολογία και τη δικαστική ψυχολογία-εγκληματολογία δρ Τέσσα Χριστοδούλου περιγράφει το προφίλ των δραστών: «Οι παιδόφιλοι είναι κυρίως άντρες άνω των 30 ετών με περιορισμένο κοινωνικό δίκτυο. Αν είναι έγγαμοι, πιθανόν να αντιμετωπίζουν κάποια σεξουαλική διαταραχή ψυχικής ή οργανικής προέλευσης. Ο δράστης ανήκει συχνά στο περιβάλλον της άμεσης ή ευρύτερης οικογένειας. Μπορεί να είναι ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο πατριός ή κάποιο άλλο πρόσωπο “υπεράνω υποψίας”, ενώ σπανιότερα είναι άγνωστος στο θύμα».

Η ίδια περιγράφει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των δραστών: «Κατά την ψυχομετρική αξιολόγησή τους ανιχνεύονται μια σειρά ναρκισσιστικών, ψυχοπαθητικών και μεταιχμιακών χαρακτηριστικών». Και συνεχίζει: «Η έλλειψη ενσυναίσθησης, η αδυναμία κατανόησης και σεβασμού των δικαιωμάτων/ελευθεριών των θυμάτων, η αδιαφορία και η αγνόηση της πρόκλησης συνεπειών των πράξεών τους είναι από τα κύρια γνωρίσματά τους. Η συμπεριφορά τους χαρακτηρίζεται από χειριστικότητα και εκμετάλλευση. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών δεν γίνονται εύκολα ή άμεσα αντιληπτοί».

Οπως περιγράφει η κλινική ψυχολόγος: «Συχνά οι δράστες ισχυρίζονται ότι δεν έχουν διαπράξει κάτι κακό (παράλογη εκλογίκευση). Επιχειρείται απόπειρα ελαχιστοποίησης του αξιόποινου της πράξης (ηθικοποίηση) με στόχο την παραπλάνηση. Δεν υπάρχει ποτέ μεταμέλεια και συχνά αμφισβητούν το θύμα ή αποδίδουν την ευθύνη της πράξης τους σε συκοφαντία».

Η μεθοδολογία και τα αίτια της συμπεριφοράς τους

Οι δράστες, σύμφωνα με την κ. Χριστοδούλου, συχνάζουν σε χώρους σχετικούς με παιδιά, όπως σχολεία, προπονητικά και ψυχαγωγικά κέντρα, με σκοπό να έχουν μεγαλύτερη επαφή με όσο περισσότερα παιδιά μπορούν. «Αρχικά μπορεί να χρησιμοποιεί τσιμπήματα, γαργαλητά, χάδια. Ζητάει από το παιδί να τον φιλάει και προχωρά ανάλογα με τις αντιδράσεις του παιδιού» λέει η κλινική ψυχολόγος και συνεχίζει περιγράφοντας το προφίλ των παιδιών που συχνότερα προσεγγίζουν: «Τα παιδιά είναι συνήθως ντροπαλά, συνεσταλμένα ή ευάλωτα. Προέρχονται από προβληματικές οικογένειες ή με μειωμένους πόρους ή και άλλες που οι γονείς λείπουν πολλές ώρες από το σπίτι. Ο δράστης συνήθως θα επιχειρήσει να γίνει φίλος με το παιδί και να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του, στοχεύοντας στην ανάγκη του να ακουστεί και να βρεθεί κάποιος που το καταλαβαίνει. Δρα μεθοδικά και με υπομονή».

Η ίδια εξηγεί ότι η παιδοφιλία στην Ελλάδα έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις: «Οι καταγγελίες συχνά στρέφονται εναντίον ατόμων του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, για παράδειγμα σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα ή τον παππού ή ασέλγειες από εκπαιδευτικούς ή άτομα τα οποία έχουν αναλάβει τη φύλαξη ανηλίκων».

Πιο αναλυτικά, όπως εξηγεί: «Η σεξουαλική κακοποίηση εντοπίζεται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (γονέας 19%, πατριός 30%, θείος 18%, παππούς 5%). Εξίσου πιθανό είναι ο θύτης και το θύμα να μη γνωρίζονται πολύ καλά (δάσκαλοι, προπονητές κ.ά.). Η εκδήλωση συμπεριφοράς ποικίλλει και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την επίδειξη των γεννητικών οργάνων, την αυτοϊκανοποίηση παρουσία του παιδιού, την ηδονική παρατήρηση γυμνών παιδιών, την επαφή και τριβή των γεννητικών οργάνων, τις θωπείες σε διάφορα μέρη του σώματος ή τον βιασμό. Κατά κανόνα δεν χρησιμοποιείται βία αλλά διάφορες μορφές ψυχολογικού χειρισμού, εκτός κι αν υπάρξει αντίδραση από το θύμα, οπότε προβαίνουν στον εκφοβισμό, στις απειλές ή και στη δωροδοκία προκειμένου να αποτρέψουν την αποκάλυψη της συμπεριφοράς τους».

«Παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης τέτοιων συμπεριφορών είναι τα παιδικά βιώματα που σχετίζονται με φυσική, συναισθηματική και σεξουαλική κακοποίηση ή η ύπαρξη γονέα με στοιχεία ανάλογης συμπεριφοράς. Αν και εκδηλώνονται στη διάρκεια της εφηβείας, ωστόσο εμφανίζονται και στη μέση ηλικία λόγω στρεσογόνων ψυχοπιεστικών καταστάσεων, επανακτώντας με αυτό τον τρόπο τον έλεγχο σε κρίσιμες φάσεις όπως ανεργία, αποτυχία, απώλεια κ.ά.» εξηγεί η ψυχολόγος και κλείνοντας καταλήγει: «Η σημαντικότερη όμως υπόθεση που διατυπώνεται είναι ότι ο θύτης ως κακοποιημένο παιδί αναζητώντας διέξοδο ταυτίζεται με τον βασανιστή του και γίνεται ο ίδιος βασανιστής. Τέλος, η διαστρεβλωμένη επιθυμία για επιβολή της σεξουαλικής κυριαρχίας, που σχετίζεται με τον μικρότερο σωματότυπο των ανηλίκων, συμπληρώνει τα θεωρητικά μοντέλα».

Documento Newsletter