Επιλέγουμε τέσσερα βιβλία που χρησιμοποιούν το αστυνομικό μυστήριο ως αφορμή για να αναφερθούν σε γεγονότα που άλλαξαν τον κόσμο.
Η περίοδος της κρίσης χαρακτηρίζεται από μια πύκνωση μυθιστορημάτων με έντονο κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, ιδίως αστυνομικών, με ήρωες που παλεύουν να διαχειριστούν ένα καταλυτικά πιεστικό πολιτικό παρελθόν. Ενίοτε ο μυθιστορηματικός λόγος ανάγεται σε μέθοδο μυθοπλαστικής επίλυσης πραγματικών προβλημάτων και άλλοτε λειτουργεί σαν εργαλείο πολιτικού ψυχογραφήματος, όπου οι ήρωες διεκδικούν να υπερβούν τις πρότερες πολιτικές ματαιώσεις τους. Επιπλέον λειτουργεί και σαν υποκατάστατο μιας πολιτικής στράτευσης που είτε φθίνει είτε φαντάζει ανεπίκαιρη. Ετσι, επιλέγουμε τέσσερις πρόσφατες εκδόσεις που πυροδοτούν με ιδιαίτερα γόνιμο τρόπο πολιτικούς προβληματισμούς, αλλά ταυτόχρονα, από καθαρά λογοτεχνική άποψη, αποτελούν και εξαιρετικά νουάρ μυθιστορήματα (και ιδιαίτερα καλομεταφρασμένα).
Με το «Τέλος της Ιστορίας» ο Λουίς Σεπούλβεδα επανέρχεται στο θέμα της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή και της επίδρασης που εξακολουθεί να ασκεί στη ζωή πολλών Χιλιανών πολιτών σήμερα, επιχειρώντας να διαχειριστεί –λογοτεχνικώ τω τρόπω– το ερώτημα της πολιτικής (και ηθικής) στάσης των θυμάτων αυτής της κτηνώδους δικτατορίας απέναντι στους θύτες τους. Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Χουάν Μπελμόντε (χαρακτήρας στο παλαιότερο βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Ονομα ταυρομάχου»), βετεράνος αντάρτης και αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, ο οποίος καλείται να αποφασίσει εάν θα πρέπει να εκτελέσει τον διαβόητο βασανιστή της Βίγια Γκριμάλντι (κέντρο βασανιστηρίων και εκτελέσεων στο Σαντιάγο) Μιγκέλ Κρασνόφ (αυτός υπαρκτό πρόσωπο) ο οποίος (εξακολουθεί να) είναι έγκλειστος σε χιλιανή φυλακή για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Ο Σεπούλβεδα αφήνει τη λογοτεχνία να απαντήσει σε αυτό το ηθικό δίλημμα και προβαίνει σε μια ακόμη αμείλικτη καταγγελία της πινοσετικής δικτατορίας με συνεχείς αναδρομές σε ανατριχιαστικά περιστατικά πλήρους απαξίωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ζωής. Ταυτόχρονα, περιγράφει την περιπέτεια των αγωνιστών που βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους, αλλά και τα τραύματα (ψυχολογικά και σωματικά) που φέρουν ακόμη όσες και όσοι με μεγάλα ψυχικά αποθέματα αντιστάθηκαν στη βαρβαρότητα και κατάφεραν να επιβιώσουν. Το ηθικό σθένος αυτών των ανθρώπων είναι και αυτό που θα δώσει τελικά την απάντηση στο δίλημμα που θέτει ο συγγραφέας.
Σε μια λογοτεχνική διερεύνηση της αλήθειας επιδίδεται και ο Βόλφγκανγκ Σορλάου με το μυθιστόρημα «Η συνωμοσία του Μονάχου». Ο ιδιωτικός –και μάλλον απολιτίκ- αστυνομικός Γκέοργκ Ντένγκλερ επιστρατεύεται από την ΟΔΕΕ (Ομοσπονδιακή Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών) για να επανεξετάσει την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση στη Γιορτή της Μπίρας του Μονάχου στις 26 Σεπτεμβρίου 1980. Βασική ιδέα του συγγραφέα, η οποία έχει απασχολήσει μέχρι ενός σημείου τον δημόσιο διάλογο στη Γερμανία, είναι ότι η επίθεση δεν ήταν αποκλειστικά έργο ενός μοναχικού βομβιστή –όπως είχε προκύψει από την αστυνομική έρευνα– αλλά, αντίθετα, ήταν οργανωμένο σχέδιο ακροδεξιών κύκλων με την ενδεχομένη συμμετοχή παρακρατικών των μυστικών υπηρεσιών της ΟΔΓ που σχετίζονταν με ακροδεξιές οργανώσεις.
Ο Σορλάου χρησιμοποιεί τη μυθοπλαστική αναζήτηση του Ντένγκλερ για να σχολιάσει το παρόν της Γερμανίας, να επισημάνει τον κίνδυνο της ακροδεξιάς και να υποστηρίξει ότι η διατήρησή της είναι χρήσιμη στο κράτος, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, προκειμένου να ελεγχθεί και να κατασταλεί η κοινωνική αντίδραση. Από την άλλη πλευρά, όμως, ενάντια σε μια εργαλειακή θεωρία του κράτους, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί δημόσιοι λειτουργοί και αστυνομικοί με συνείδηση του ρόλου τους, έτοιμοι να υπερασπιστούν το δημοκρατικό κράτος δικαίου.
Το «Μετά τη βροχή» του Φρεντερίκ Φαζαρντί μάς εισάγει στη Γαλλία της πρώτης περιόδου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και στις αντιφάσεις μιας κοινωνίας, ένα μέρος της οποίας υποστήριξε ανοικτά το καθεστώς του Βισύ και ανέχτηκε τη ναζιστική κατοχή. Στο πλαίσιο αυτό ο Τζο Ντικμάν, βετεράνος του στρατού των «Ελεύθερων Γάλλων» αλλά και παλιός σοσιαλιστής νεολαίος, και ο συμπολεμιστής του Σκαρφάτι ανοίγουν γραφείο ιδιωτικών ερευνών και εμπλέκονται σε μια περίεργη υπόθεση δολοφονίας ενός Γάλλου βιομηχάνου. Το ύφος και το περιεχόμενο του βιβλίου ίσως ξενίσουν τον αναγνώστη των τριών προηγούμενων μυθιστορημάτων του Φαζαρντί που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά («Φονιάδες μπάτσων», «Η θεωρία του 1%», «Η νύχτα των παπουτσωμένων γάτων»).
Επίσης η αμιγώς «αστυνομική» πλοκή που αναφέρεται στην έρευνα για τη δολοφονία είναι μάλλον αδιάφορη. Ωστόσο, ο Φαζαρντί κατορθώνει να δημιουργήσει σύνθετους και πολυδιάστατους χαρακτήρες και το κυριότερο να παρουσιάσει με γλαφυρό τρόπο μια τοιχογραφία της παρισινής κοινωνίας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δίνοντας έμφαση στις φανερές ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις αλλά και στις λανθάνουσες συλλογικές ενοχές που τέμνουν εγκάρσια το κοινωνικό σώμα – και γι’ αυτό αξίζει να διαβαστεί. Οπως και στη «Θεωρία του 1%», το βάρος της ιστορίας είναι καθοριστικό για την εξέλιξη των πραγμάτων και τις επιλογές των πρωταγωνιστών.
Τέλος, στο «Αμμος στο στόμα» ο Ερβέ Λε Κορ μάς μεταφέρει στη νοτιοδυτική Γαλλία των αρχών της δεκαετίας του 1990. Μια ομάδα Βάσκων αυτονομιστών επιχειρεί να ανατινάξει ένα υπό ανέγερση ξενοδοχείο, συγκρούεται με την αστυνομία και αφήνει πίσω της έναν νεκρό αυτονομιστή και έναν νεκρό αστυνομικό. Η Εμίλια, μέλος της ομάδας των αυτονομιστών, ζητά από τον παλιό της εραστή Πιερ –παλαιό μέλος αριστερίστικης οργάνωσης– να βοηθήσει τα εναπομείναντα μέλη της ομάδας να διαφύγουν στην Ισπανία. Αυτό που δεν ξέρουν αμφότεροι, βέβαια, είναι ότι βρίσκονται στα ίχνη τους ο πληρωμένος εκτελεστής των ισπανικών μυστικών υπηρεσιών Ανχελ Ματάνθας –ένας διεστραμμένος δολοφόνος,– ο αδίστακτος αξιωματικός της Αντιτρομοκρατικής Μαρκέ και ένας αστυνομικός από το Μπορντό ονόματι Γκαρσιά, ο οποίος επί της ουσίας κυνηγάει τον Ματάνθας για ειδεχθή σεξουαλικά εγκλήματα που διέπραξε στην περιοχή.
Το πρόσωπο-κλειδί του μυθιστορήματος είναι η Ματίλντ, σύντροφος του Πιερ, η οποία προσπαθεί να τον ξεμπλέξει από αυτό τον ιστό με τραγικά αποτελέσματα. Το μυθιστόρημα του Λε Κορ είναι αναμφίβολα ζοφερό· ο συγγραφέας με καθηλωτικό ρυθμό αφηγείται επί της ουσίας μια σκηνή από τη ζωή των ηττημένων ριζοσπαστών της ιστορίας, καταδεικνύοντας και τα αδιέξοδα των επιλογών τους. Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτει τον υπολογιστικό αμοραλισμό ορισμένων στελεχών του σκληρού πυρήνα του κράτους και πώς αυτός ο αμοραλισμός, εντέλει, συνθλίβει και ισοπεδώνει τη ζωή κάποιων ανθρώπων.