Άστεγα τα περισσότερα από τα ασυνόδευτα παιδιά στην Ελλάδα

Το 63% των ασυνόδευτων παιδιών που ζουν σε συνθήκες αστεγίας ή επισφαλείς συνθήκες και έχουν υποβάλει αίτημα ασύλου, δεν έχει μείνει ποτέ σε επίσημη δομή φιλοξενίας. Την ίδια ώρα, από τα ασυνόδευτα παιδιά σε αστεγία που δεν έχουν υποβάλει αίτημα ασύλου το 45% ζει στους δρόμους και σχεδόν όλα (92,59%) δεν έχουν μείνει ποτέ σε κατάλληλη δομή.

Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα που διεξήγε την περίοδο Φεβρουαρίου- Νοεμβρίου 2020 το Ευρωπαϊκό Κέντρο Έρευνας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Ανθρωπιστική Δράση του Πάντειου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Η έρευνα, που αναμένεται να δημοσιευτεί σύντομα, έγινε σε 251 ασυνόδευτα παιδιά σε αστεγία ή επισφαλείς συνθήκες διαμονής και 34 ειδικούς παιδικής προστασίας.

Επιπλέον, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το 44,8% των ασυνόδευτων που αποτέλεσαν το δείγμα, εξομολογήθηκε ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν στην Ελλάδα, ενώ το 32,4% ανέφερε προβλήματα στην πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες στην Ελλάδα.

Ο έγκαιρος εντοπισμός των ασυνόδευτων παιδιών που ζουν στο δρόμο ή σε επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και η μεταφορά τους σε ασφαλή στέγαση, αποτελεί το στοίχημα του Εθνικού Μηχανισμού για τον Εντοπισμό και την Προστασία Ασυνόδευτων Παιδιών, που λειτουργεί από τις αρχές του χρόνου από την Ειδική Γραμματεία Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σε συνεργασία με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την Άρσις και τη ΜΕΤΑδραση.

Ο Εθνικός Μηχανισμός αποτελεί την επιχειρησιακή εναλλακτική στην πρακτική της προστατευτικής φύλαξης που εφαρμόστηκε τα τελευταία 20 χρόνια από την ελληνική αστυνομία, ελλείψει θέσεων σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας, και η οποία καταργήθηκε με νόμο τον Δεκέμβριο του 2020.

Στον πυρήνα του Εθνικού Μηχανισμού βρίσκεται μια 24ωρη τηλεφωνική γραμμή για τον εντοπισμό παιδιών σε ανάγκη (0030-2132128888 και 0030-6942773030 μέσω Whatsapp ή Viber). Η τηλεφωνική γραμμή είναι διαθέσιμη σε έξι γλώσσες, επτά ημέρες την εβδομάδα, και μέσω αυτής πολίτες, οργανώσεις, μεταναστευτικές κοινότητες, αστυνομικοί, νοσοκομειακά ιδρύματα ή ακόμα και τα ίδια τα ασυνόδευτα παιδιά, μπορούν να ζητήσουν βοήθεια για κάποιο παιδί που κινδυνεύει.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ειδικής Γραμματείας, από τις 5 Απριλίου 2021, οπότε τέθηκε σε λειτουργία η τηλεφωνική γραμμή, μέχρι και τις 27 Ιουνίου, έγιναν 260 κλήσεις, μέσα από τις οποίες παραπέμφθηκαν 166 παιδιά, στη συντριπτική τους πλειοψηφία αγόρια. Τα παιδιά ήταν ηλικίας από 12 έως 18 ετών, με μέσο όρο ηλικίας τα 16 έτη.

Εκατόν έξι κλήσεις έγιναν από τα ίδια τα ασυνόδευτα παιδιά, 77 από φορείς της κοινωνίας των πολιτών, 25 από πολίτες τρίτων χωρών, 19 από άλλους πολίτες, δέκα από την αστυνομία και ισάριθμες από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τέσσερις από νοσοκομεία και τρεις από την Υπηρεσία Ασύλου. Οι κλήσεις αφορούσαν κυρίως αιτήματα στέγασης παιδιών (177) και λιγότερες νομική βοήθεια ή άλλες πληροφορίες.

Τα περισσότερα από τα παιδιά που παραπέμφθηκαν προέρχονται από το Αφγανιστάν (52), το Μπαγκλαντές (31), το Πακιστάν (27), τη Σομαλία (27), τη Συρία (11), την Αίγυπτο (6) και το Ιράν (5). Κατά την κλήση τα περισσότερα από τα παιδιά ήταν άστεγα (83) ή ζούσαν σε διαμερίσματα με άλλους (52), ενώ 15 ήταν μη καταγεγραμμένα σε ανοιχτές δομές φιλοξενίας, δέκα βρίσκονταν σε διαδικασία ταυτοποίησης σε αστυνομικά τμήματα, δύο σε καταλήψεις και δύο σε ξενώνες. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα παιδιά εντοπίστηκαν στην Αττική (144) και ακολουθούν με πολύ μικρότερα νούμερα η Πελοπόννησος (6) και η Κεντρική Μακεδονία (5).

Οι περιπτώσεις που χειρίστηκε η τηλεφωνική γραμμή είναι πολλές. Ενδεικτικά: ένα 16χρονο παιδί στη Μανωλάδα κάλεσε μόνο του ζητώντας βοήθεια, ενώ ένα άλλο 12χρονο παιδί εντοπίστηκε σε διαμέρισμα με άλλους και κινδύνευε να μείνει στο δρόμο. Πολίτης στην περιοχή της Λακωνίας τηλεφώνησε για να ενημερώσει για την πιθανή αστεγία τριών ασυνόδευτων παιδιών, ενώ έπειτα από κλήση μη κυβερνητικής οργάνωσης εντοπίστηκε ένα 16χρονο παιδί που έμενε είτε στο δρόμο είτε σε διαμερίσματα με άλλους ενήλικες.

Μετά την τηλεφωνική κλήση στον Μηχανισμό, ακολουθεί η ενεργοποίηση του σχετικού πρωτοκόλλου και η ενημέρωση της Αστυνομίας και του Εισαγγελέα για τον εντοπισμό του παιδιού και μόλις αυτό εντοπιστεί, γίνεται η καταγραφή και ταυτοποίησή του. Κινητές μονάδες, κέντρα ημέρας και γραφεία πληροφόρησης που τέθηκαν σε λειτουργία από τις τρεις ΜΚΟ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη παρέχουν στα ασυνόδευτα παιδιά υλική και ψυχοκοινωνική στήριξη, διερμηνεία, ασφαλή συνοδεία, εκπροσώπηση κατά τις διαδικασίες καταγραφής ενώπιον των αρχών και εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Το παιδί μεταφέρεται μέσα στην ίδια μέρα σε προσωρινή δομή φιλοξενίας και εκεί δημιουργείται φάκελος για το βέλτιστο συμφέρον του και γίνεται υποστήριξή του, ψυχοκοινωνική, νομική και εκπαιδευτική. Από τις προσωρινές δομές τα παιδιά μεταφέρονται σε θέσεις μακροχρόνιας φιλοξενίας, μόλις υπάρξει κενή θέση, περίπου σε διάστημα μίας εβδομάδας.

Ως προσωρινές δομές επείγουσας φιλοξενίας λειτουργούν αυτή τη στιγμή οι ασφαλείς ζώνες στα καμπς του Σχιστού και του Βαγιοχωρίου, μέχρι να δημιουργηθούν εξειδικευμένες δομές επείγουσας φιλοξενίας από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Στις δομές αυτές θα τοποθετούνται τα παιδιά αμέσως μετά τον εντοπισμό τους, ακόμα και πριν από τη διενέργεια των απαραίτητων ιατρικών εξετάσεων, και εκεί θα τους παρέχεται ψυχοκοινωνική υποστήριξη, νομική βοήθεια, ιατρική υποστήριξη και ρουχισμός.

Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ειδική Γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Ειρήνη Αγαπηδάκη, στην πλήρη ανάπτυξη του Μηχανισμού προβλέπονται 200 θέσεις επείγουσας φιλοξενίας, οι μισές από τις οποίες θα είναι έτοιμες άμεσα. «Φέτος αντιμετωπίσαμε κάποιες οικονομικού τύπου δυσκολίες λόγω του ότι κλείνει η προηγούμενη προγραμματική περίοδος, ξεκινάει η επόμενη και προέκυψε ένα χρηματοδοτικό κενό, το οποίο ήταν δύσκολο να καλυφθεί. Καλύφθηκε για τους ξενώνες, ωστόσο δεν ήταν εύκολο να μπορέσουμε εξαρχής να χρηματοδοτήσουμε μέσω των κονδυλίων της Κομισιόν αυτή την προσπάθεια, οπότε το κάνουμε μέσω μίας δωρεάς που έχει κάνει η κυβέρνηση της Δανίας στην ελληνική κυβέρνηση για την ενίσχυση των δομών φιλοξενίας για τα ασυνόδευτα, και θα αξιοποιήσουμε αυτά τα χρήματα», εξηγεί η κ. Αγαπηδάκη.

Η ίδια τονίζει επιπλέον ότι στόχος της Ειδικής Γραμματείας είναι μέχρι το τέλος του έτους να αυξηθούν και οι θέσεις μακροχρόνιας φιλοξενίας (ξενώνες και διαμερίσματα ημιαυτόνομης διαβίωσης), ώστε να φτάσουν τις 2.500, θέσεις για τις οποίες η Κομισιόν έχει ήδη εγκρίνει τη χρηματοδότηση. «Όταν ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια από τον πρωθυπουργό τον Νοέμβριο του 2019 οι θέσεις μακροχρόνιας φιλοξενίας ήταν ούτε 1.000 και τώρα είναι περίπου 2.080. Έχουμε λοιπόν τη δυνατότητα να βάζουμε τα παιδιά σε ξενώνα άμεσα, δεν περιμένουν ούτε τα παιδιά στα νησιά, μένουν για καραντίνα στα νησιά 15 μέρες και μεταφέρονται στην ενδοχώρα. Οι μόνες περιπτώσεις που έχουμε στα νησιά επί μακρόν είναι περιπτώσεις που χρειάζονται αξιολόγηση της ηλικίας», παρατηρεί.

Η Δώρα Τσοβίλη, συνεργάτιδα του Τομέα Προστασίας Παιδιού της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, εξηγεί ότι την ιδέα για τη δημιουργία του Μηχανισμού είχε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, που στα μέσα του 2018 εντόπισε την αύξηση του αριθμού των ασυνόδευτων, οι οποίοι ζούσαν σε επισφαλείς συνθήκες και αστυνομικά τμήματα, και τον Νοέμβριο του 2020 υπέβαλε στην Ειδική Γραμματεία πρόταση για τη δημιουργία του. «Ψάχνουμε επί δεκαετίες όλοι οι φορείς παιδικής προστασίας ποια είναι η εναλλακτική λύση για την κράτηση, είναι μια συζήτηση που γίνεται και διεθνώς», επισημαίνει και προσθέτει ότι αυτή η πρόταση «έγινε δεκτή με πολύ ενθουσιασμό από την κ. Αγαπηδάκη, η οποία την υιοθέτησε αμέσως. Ένα μήνα μετά βγήκε και ο νόμος για την κατάργηση της προστατευτικής φύλαξης. Περιμέναμε δύο δεκαετίες γι’ αυτό».

Η κ. Τσοβίλη χαρακτηρίζει αυτό τον Μηχανισμό «επίτευγμα» και έναν θεσμό «πολύ πρωτοποριακό με βάση τα διεθνή στάνταρντς», που δεν έχει γίνει πουθενά αλλού. «Η Ελλάδα θα γίνει πρότυπο για τις άλλες χώρες».

Πίσω από τον Εθνικό Μηχανισμό και την τηλεφωνική γραμμή βρίσκεται μια ομάδα εμπειρογνωμόνων της Ύπατης Αρμοστείας, ειδικών σε θέματα παιδικής προστασίας, οι οποίοι αυτή τη στιγμή έχουν ως έδρα τους το κτίριο Κεράνη. Εκτός από τη λειτουργία του Μηχανισμού, η ομάδα έχει αναλάβει να εκπαιδεύσει όσους προσληφθούν από την Ειδική Γραμματεία για το Μηχανισμό, αλλά και να επιμορφώσουν εισαγγελείς, αστυνομικούς και υπαλλήλους της Υπηρεσίας Ασύλου.

Η συντονίστρια της ομάδας ειδικών συνεργατών για ζητήματα εντοπισμού και προστασίας, Άννα Κούτσικου, εξηγεί ότι υπάρχουν προκλήσεις στη συνεργασία τόσων φορέων μεταξύ τους. «Χρειάζεται καλός συντονισμός και συνεργασία, αλλά έχουν ήδη δρομολογηθεί πολλά πράγματα». Μεγαλύτερη πρόκληση χαρακτηρίζει τις καθυστερήσεις που εντοπίζονται σε αστυνομικά τμήματα, λόγω του όγκου της δουλειάς που έχουν να χειριστούν, «ωστόσο έχουν ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό οι δυσκολίες». Η κ. Κούτσικου προσθέτει ότι σχεδιάζονται εκπαιδεύσεις στην Αστυνομία από την Ειδική Γραμματεία ως προς το ζήτημα των ασυνόδευτων (το νομοθετικό πλαίσιο, το μηχανισμό, τις διαδικασίες που είναι φιλικές προς τα παιδιά). «Αυτές οι προκλήσεις είναι δεδομένες σε μια πιλοτική φάση, τις περιμέναμε και είμαστε προετοιμασμένοι. Θα γίνουν καμπάνιες και εκπαιδεύσεις», συμπληρώνει η Δώρα Τσοβίλη.

Η Βασιλίνα Σάρδη, μέλος της διεπιστημονικής ομάδας, αναδεικνύει τη σημασία του γεγονότος ότι οι περισσότερες κλήσεις στην τηλεφωνική γραμμή γίνονται από τα ίδια τα παιδιά, ενώ υπάρχει σημαντική κινητοποίηση και από την πλευρά των Ελλήνων πολιτών. «Αυτό που μας έχει κάνει εντύπωση είναι ότι όλα τα παιδιά που μας τηλεφωνούν εκδηλώνουν μια ιδιαίτερη αγωνία στο κομμάτι του αν θα οδηγηθούν σε αστυνομικό τμήμα, κάτι που αποτελούσε μακροχρόνια πρακτική ως ενδιάμεσο μέτρο προστασίας και από ό,τι προκύπτει κάποια έχουν περάσει από αυτή τη διαδικασία και έχουν φύγει άτυπα από δομές», εξηγεί και προσθέτει: «Για εμάς είναι πολύ σημαντικό ότι έχουμε φορείς στο πεδίο που έχουν προσωπική επαφή με τα παιδιά και σταδιακά χτίζεται μια σχέση εμπιστοσύνης των παιδιών με τον Μηχανισμό. Τα περισσότερα παιδιά έχουν όνειρο να φύγουν σε χώρες του εξωτερικού και εμπιστεύονται ανθρώπους για να τα βοηθήσουν να φύγουν χωρίς να αντιλαμβάνονται τους κινδύνους».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ