Η άνοδος του πληθωρισμού μειώνει συνεχώς την αγοραστική δύναμη
Η κοινωνία σείεται συθέμελα από την ακρίβεια σε είδη διατροφής, καύσιμα, ενοίκια αλλά οι μισθοί μένουν καθηλωμένοι, ενώ ήδη για το επόμενο διάστημα έχουν προαναγγελθεί περί τους 160.000 πλειστηριασμούς ακινήτων και η μέση ελληνική οικογένεια που ανατρέφει δύο ανήλικα παιδιά καλείται να επιβιώσει σύμφωνα με τη EUROSTAT με το ποσό των 2.750 ευρώ μηνιαίως.
Το πρόβλημα είναι ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να «τσουρουφλίζει» την κοινωνία μέχρι το 2026 (σύμφωνα με την ΕΚΤ) και σίγουρα και το 2023 (σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της ελληνικής κυβέρνησης). Αν όμως αναλογιστεί κάποιος τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης, τότε δεν μπορεί παρά να στενάζει από τις συγκρίσεις. Ενώ λοιπόν το μέσο ετήσιο εισόδημα μιας τετραμελούς οικογένειας με δύο εργαζόμενους γονείς και δύο ανήλικα παιδιά στην Ελλάδα ανέρχεται σε 33.000 ευρώ, η αντίστοιχη οικογένεια στην ΕΕ λαμβάνει μισθό που αγγίζει τα 53.000 ευρώ, δηλαδή τα 4.416 ευρώ μηνιαίως! Η πρώτη σκέψη που έρχεται βέβαια στο μυαλό είναι ότι αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα μες στο 2022. Με την επισήμανση ότι αυτός ο κατώτατος μισθός αφορά περίπου 800.000 μισθωτούς (σ’ αυτούς θα πρέπει να συμπεριληφθούν και 160.000 εργαζόμενοι που αμείβονται σε καθεστώς υποαπασχόλησης), αυτό που προκύπτει είναι ότι σε περιβάλλον ασφυκτικών πληθωριστικών πιέσεων οι υπόλοιποι μισθωτοί (δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι) μες στο 2022 δεν έλαβαν αύξηση των αποδοχών τους, παρότι εκτινάχτηκε το κόστος ζωής τους. Ομως ακόμη και σε επίπεδο κατώτατου μισθού να εστιάσουμε, αυτό που προκύπτει από τα συμπεράσματα των οικονομολόγων του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι αυτός ο μισθός μεταφρασμένος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης δεν αρκεί για να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Ελλειμμα ποιότητας στην αγορά εργασίας
Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού υπό το βάρος της αύξησης του πληθωρισμού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών. Αυτό που πρέπει να διευκρινιστεί σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες της ΓΣΕΕ είναι ότι οι ποιοτικοί δείκτες αναδεικνύουν μια ενδογενή αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να προσφέρει ποιοτικές θέσεις απασχόλησης. Ο συνδυασμός χαμηλής ποιότητας θέσεων απασχόλησης συνεπάγεται χαμηλά εισοδήματα για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και συνεπώς την περιορισμένη δυνατότητά τους να αντεπεξέλθουν στο κύμα ακρίβειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού εξαιτίας της ακρίβειας στην Ελλάδα ξεπερνούσε το 19% τον Σεπτέμβριο του 2022. Ωστόσο ακόμη και αυτές οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού εντός του 2022 (2% από 1 Ιανουάριου και 7,5% από 1 Μαΐου) –με δεδομένο ότι δεν κατάφεραν να αυξήσουν και τις αποδοχές όσων ελάμβαναν μισθό πάνω από τον κατώτατο– κατέγραψαν πενιχρά θετικά αποτελέσματα λόγω της φαλκίδευσης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων
Αν υπάρχει ένας τομέας που έχει απονευρωθεί κατά τη διακυβέρνηση της ΝΔ είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε περιβάλλον πληθωριστικής έξαρσης για να προστατευτεί το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών καθίσταται ζωτικής σημασίας ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων που στην Ελλάδα έχει καταντήσει σιδηροδέσμιος των εργοδοτικών διαθέσεων. Εδώ έρχεται η αλήθεια των αριθμών να ισοπεδώσει τις πρακτικές των Μητσοτάκη, Βρούτση, Χατζηδάκη από το 2019, που δεν άφησαν περιθώριο άνθησης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας μετά το τέλος της μνημονιακής εποχής που είχε καθηλώσει τις αυξήσεις των μισθών. Στις χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης τα ποσοστά κάλυψης ξεπερνούν το 70%. Βάσει σχετικής οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη τα επόμενα έτη να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης στο 80%. Το 2022 σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας του ΟΗΕ το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις ανέρχεται μόλις στο 25,8%.