Η πρόσφατη γνωστοποίηση της ενδιάμεσης έκθεσης Πισσαρίδη επαναφέρει ουσιαστικά στη δημόσια συζήτηση τη μετάβαση της επικουρικής ασφάλισης από ένα αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε ένα σύστημα ultra κεφαλαιοποιητικής λειτουργίας.
Ωστόσο, μια τέτοια αλλαγή από το ένα σύστημα στο άλλο προκαλεί ένα κόστος μετάβασης. Αυτό το κόστος αναφορικά με το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα έχει υπολογιστεί ότι ανέρχεται για την επικουρική ασφάλιση στο ποσό των 57 δισ. ευρώ, ενώ για την κύρια σχεδόν διπλασιάζεται, αφού το εκτιμώμενο κόστος μετάβασης ανέρχεται στα 120-130 δισ. ευρώ.
Αυτός είναι και ο λόγος που καμία αναπτυγμένη χώρα δεν έχει τολμήσει να αναλάβει ένα τέτοιο κόστος μετάβασης, δεδομένου ότι το κόστος αυτό είναι πραγματικό και όχι λογιστικό. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι σε χώρες όπου ισχύει σύστημα ultra κεφαλαιοποιητικής λειτουργίας ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας έχει σχεδιαστεί και λειτουργεί από μηδενική βάση ώστε να μην υφίσταται κόστος μετάβασης. Αυτό ακριβώς συνέβη σε χώρες όπως η Σουηδία, η Ολλανδία, η Αυστρία, το Λουξεμβούργο, η Ελβετία.
Αν λοιπόν υιοθετηθεί ένα τέτοιο σύστημα είτε στην κύρια είτε στην επικουρική ασφάλιση, θα πρέπει κάποιος να πληρώσει αυτό τον λογαριασμό του κόστους μετάβασης. Αυτό σημαίνει ότι θα τον επωμιστούν είτε οι ασφαλισμένοι (γενιά μετάβασης) είτε το κράτος μέσω της επιβολής επιπρόσθετης φορολογίας στους πολίτες. Η τρίτη λύση για την πληρωμή είναι τα ομόλογα αναγνώρισης, που όμως δεν αλλάζουν την ουσία αφού και το ομόλογο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τίτλος χρέους (χρεόγραφο), που σημαίνει ότι θα επιβαρυνθούν οι ήδη αυξημένες δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας μέχρι το 2060.
Οσον αφορά τους ασφαλισμένους, θα πρέπει να ειπωθεί ότι αν μετατοπιστεί εκεί το κόστος της μετάβασης, τότε η συγκεκριμένη γενιά ασφαλισμένων θα πρέπει να καταβάλει διπλές εισφορές (μία για να χρηματοδοτήσει τις συντάξεις των συνταξιούχων του παλαιού συστήματος και μία για να αποταμιεύσει στον ατομικό λογαριασμό του κεφαλαιοποιητικού συστήματος).
Το πείραμα της μετάβασης με όρους ultra κεφαλαιοποιητικής λειτουργίας έχει εφαρμοστεί μόνο σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της ανατολικής Ευρώπης, με τα γνωστά δυσμενή αποτελέσματα (σημαντική μείωση των συντάξεων, επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων, διεύρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων) που έχουν καταγραφεί στη διεθνή σχετική βιβλιογραφία. Στις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι πολλές χώρες, ειδικά της ανατολικής Ευρώπης, έχουν επιστρέψει στο αναδιανεμητικό σύστημα των εγγυημένων παροχών προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης στον γηραιότερο πληθυσμό.
O Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου