Το ταξίδι είναι πάντοτε μετακίνηση στον χώρο και συνάμα μετακίνηση στον χρόνο. Πάντοτε είναι φυγή και έλευση. Διανύοντας κοντά χίλια χιλιόμετρα έχεις πολλές δυνατότητες: να δέσεις το ατσάλι μιας φιλίας· να δεις κάτι που δεν έχεις ξαναδεί· να δεις αλλιώς κάτι που έχεις ήδη δει· να ανανεώσεις ένα είδος πατριδογνωσίας που σε συνδέει με τη γενέθλια γη σου ποιητικά, ακόμη και διεθνιστικά· να τιμήσεις το δώρο της τέχνης· να ασκήσεις την τέχνη του δώρου. Κι ακόμη να επιστρέψεις σε μιαν άχραντη παιδική ηλικία αγοράζοντας το κατεξοχήν φετίχ της παιδικής ηλικίας: μια σφεντόνα!
Στα Γιάννενα καταβυθιστήκαμε, με συγκλονισμό, στο αρχέγονο, στη λεγόμενη «άγρια ζωή», στα πρώτα σκιρτήματα του πολιτισμού, με τη μεσολάβηση του καλλιτεχνικώς μοντέρνου και μεταμοντέρνου που θέλει να διατηρήσει τις συνδέσεις με το πρώτο χάραμα της ανθρωπότητας, ακριβώς για να υπενθυμίζει τα βαριά τιμήματα που καταβάλλουμε για την εξημέρωση τη δική μας, του ανθρώπου ως κοινωνικού όντoς, και την εκ μέρους μας εξημέρωση της φύσης και των ζώων. Στην όμορφη διαδρομή ακούγαμε Smiths και Undertones, Μπομπ Ντίλαν και Μάρβιν Γκέι συζητώντας για την «Ανατομία της μελαγχολίας» του Ρόμπερτ Μπέρτον, για τον κινηματογράφο του Ακι Καουρισμάκι, για την ποίηση της Σίλβια Πλαθ. Ηπιαμε αναψυκτικά και μόνον.
Στην αίθουσα τέχνης 3 Portes, που με κομψό μεράκι διευθύνουν η Σόφι Φαρντέλα και ο Τάσος Καλιακάτσος, ξεναγηθήκαμε στην έκθεση «Σβάρτσβαλντ IV». Πρόκειται για την τέταρτη φάση ενός εγχειρήματος που εγκαινίασαν οι εικαστικοί και δάσκαλοι Κώστας Τσώλης και Νίκος Παπαδημητρίου και που παρουσιάζεται κάθε φορά σε άλλο τόπο (Κρήτη, Καλύβια Αττικής, Αθήνα και Γιάννενα έως τώρα), εμφορούμενο από φιλοσοφικό στοχασμό, κοινωνική κριτική, αναμέτρηση με ιστορικά γεγονότα, μορφολογική αναζήτηση. Στο εκάστοτε «Σβάρτσβαλντ», μνεία για το κέντρο της Ευρώπης και τόπο πολλών σημαντικών πολιτισμικών οδόσημων και συμβόλων, οι Τσώλης και Παπαδημητρίου συνεπικουρούνται από καλλιτέχνες και θεωρητικούς που συμμετέχουν ενεργά ως guests. Εν προκειμένω συνέδραμαν ο εικαστικός Δημήτρης Κατσούδας, ο δασολόγος Ρήγας Τσιακίρης και η ιστορικός τέχνης Ελενα Χαμαλίδη.
Οστά βοδιού, μεταλλικά πλέγματα, επικολλήσεις, ελαστικά κορδόνια, πολυεστέρας, κέρατα ελαφιού, υφαντά, πανιά, δέρματα κατσίκας και αγριόχοιρου, γάζες και κουρελάκια, γύψινα ομοιώματα τουφεκιών, ζωγραφιές σε ριζόχαρτο, φθαρμένα κεντήματα, επεξεργασμένες φωτογραφίες αρχείου, αγκάθια και κλαδιά συνθέτουν τα έργα της έκθεσης που, καίτοι ομαδική, είναι τόσο καλά ενορχηστρωμένη ώστε μοιάζει καμωμένη και στημένη από έναν δημιουργό.
Τα έργα συνομιλούν μεταξύ τους και όλα μαζί μας καλούν να διαλογιστούμε, να στοχαστούμε τη σχέση ανθρώπου/φύσης, παρελθόντος/παρόντος, νομαδισμού/εγκατάστασης, βίας/τρυφερότητας, αγνότητας/υπολογισμού, αρχείου/αυθορμητισμού, συγκρότησης/τυχαιότητας. Επίσης, μας ωθούν να σκεφτούμε την κατάσταση και το νόημα της τέχνης στους ταχύπλοους καιρούς μας, καιρούς με ρυθμούς ιλιγγιώδεις που οδηγούν, μάλλον ολέθρια, στον αφανισμό πολύτιμων κιβωτίων μνήμης – έναν αφανισμό στον οποίο οφείλουμε να αντισταθούμε με πειστικούς, έμπρακτους τρόπους.
Ιδίως μέσα στον θόρυβο που ξεσηκώνει η τεχνητή νοημοσύνη η επίμονη χειρωναξία δημιουργών όπως οι Τσώλης, Παπαδημητρίου και Κατσούδας και η καταρτισμένη ευαισθησία των οικοδεσποτών Καλιακάτσου και Φαρντέλα αποτελούν πολύτιμη συμβολή σε μιαν εποικοδομητική –φρονώ– αντιπαράθεση.
Θεωρώ πολύτιμο, μέσα από τέτοιες εκθέσεις που είναι συνάμα φιλοσοφικές προτάσεις και αναστοχασμοί, που είναι απόρροια εργώδους μελέτης ιστορικών και ανθρωπολογικών πονημάτων, που είναι καρπός ατέρμονων συζητήσεων μεταξύ των δύο φίλων και βασικών συντελεστών του κυλιόμενου εγχειρήματος «Σβάρτσβαλντ», ναι, ας το επαναλάβω: θεωρώ πολύτιμο το να ενδυναμώνεται η διάθεσή μας να παρεμβαίνουμε στα πράγματα της ζωής, να σταματάμε σε σταυροδρόμια υπαρξιακά για να ξαναδούμε πού βρισκόμαστε, ποιοι είμαστε, πού πάμε.
Η δημιουργική χειρονομία των καλλιτεχνών και η ταξιδιωτική ανταπόκριση κάμποσων φίλων που κίνησαν από την Αθήνα για τα Γιάννενα προκειμένου να τιμήσουν αυτήν τη χειρονομία ήταν μια εμπειρία που, όπως ειπώθηκε, έδεσε το ατσάλι μιας (ήδη εδώ και πάνω από μια δεκαετία) πολύ δεμένης φιλίας και καλλιτεχνικής συμπόρευσης.
Face Control
Κάθε φορά που ανταμώνω με τον Νίκο Παπαδημητρίου, κάτι που συμβαίνει συχνά πυκνά, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην εγγύτητα αυτής της ωραίας φράσης που συνήθως προορίζεται για αθλητές: «ήρεμη δύναμη». Κι ακόμη νιώθω σαν να βρίσκομαι με τέσσερις, πέντε καλλιτέχνες μαζί, μιας και ο Νίκος μετακινείται με άνεση, σχεδόν ανεπαισθήτως, σε πεδία τέχνης που ενώ είναι πολλά και διαφορετικά, τα συνέχει εντούτοις μια κοινή, πολύ συγκροτημένη μες στα χρόνια φιλοσοφία και στάση: κριτική της βίας μέσα από το παιγνιακό και μέσα από μια νοημοσύνη σαν αυτή με την οποία ο Μαρσέλ Ντισάν επιδίωξε και κατόρθωσε να μπολιάσει την τέχνη. Ο Παπαδημητρίου είναι εγγονός του Ντισάν και ανιψιός του Γιόζεφ Μπόις. Το έργο του, μέσα από τις 17 ατομικές και δεκάδες ομαδικές εκθέσεις, πιστοποιεί ότι πρόκειται για έναν διηνεκώς δημιουργικό δημιουργό που δονείται από τη διαλεκτική διάνοιας/χειροτεχνίας. Διόλου τυχαίο ότι παράλληλα με την εικαστική του δράση καλλιεργεί και παράγει πεντανόστιμες ελιές και λίαν εύγευστα κορόμηλα.