Η απόφαση της τουρκικής δικαιοσύνης να ανατρέψει το καθεστώς μουσείου της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη και το φιρμάνι του σουλτάνου Ερντογάν που ακολούθησε για να τη μετατρέψει σε τζαμί προκάλεσαν την αντίδραση των Ελλήνων αρχαιολόγων.
Σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) εκφράζει την ανησυχία του και έχει συνυπογράψει από τις 25 Ιουνίου ανοιχτή επιστολή μελετητών της βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου στην οποία σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι το επίδικο είναι με ποιον τρόπο θα εξασφαλιστεί η προστασία του μοναδικού μνημείου που είναι κτήμα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η ανακοίνωση του ΣΕΑ έχει ως εξής:
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις γύρω από το ενδεχόμενο αλλαγής του χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, κορυφαίου μνημείου της παγκόσμιας κληρονομιάς.
Έχοντας εκφράσει και προ διετίας την ανησυχία μας για μια τέτοια προοπτική συντασσόμαστε εκ νέου με τις προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για την προστασία της Αγίας Σοφίας ως μνημείου και συνυπογράφουμε, μαζί με εκατοντάδες μελετητές της τέχνης και του πολιτισμού του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από όλο τον κόσμο, την ακόλουθη ανοιχτή επιστολή σχετικά με το καθεστώς της Αγίας Σοφίας (25.06.2020).
Στις 2 Ιουλίου το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας θα ανακοινώσει την απόφασή του σχετικά με το καθεστώς της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης. Εν αναμονή των εξελίξεων, πολλές επιστημονικές οργανώσεις έχουν ήδη εκδηλώσει την ανησυχία τους. Οι υπογράφοντες, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και μελετητές της τέχνης και του πολιτισμού του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχουμε στόχο όχι τη διαμαρτυρία για αποφάσεις που δεν έχουν ακόμα ληφθεί, αλλά την έκφραση της ανησυχίας μας με βάση τα όσα ήδη γνωρίζουμε για το θέμα.
Κατά τη γνώμη μας, το επίδικο σήμερα δεν είναι το αν η Αγία Σοφία πρέπει να είναι μουσείο ή τζαμί, αλλά το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος, για να προστατεύσουμε το μνημείο. Με άλλα λόγια, είναι αναγκαία η διάκριση ανάμεσα στη λειτουργία του χώρου και την επιμέλειά του. Αυτό που μας ανησυχεί είναι ότι η συνεχιζόμενη διαμάχη δυσκολεύει την εκπόνηση μιας νέας στρατηγικής διαχείρισης του μνημείου που να στέκεται στο ύψος των προκλήσεων που εκείνο αντιμετωπίζει σήμερα: τη συντήρηση των δομικών του στοιχείων, τη διατήρηση του διακόσμου του σε δημόσια έκθεση, την υπεύθυνη διαχείριση του όγκου των τουριστών που το επισκέπτονται και την προστασία του από τους σεισμούς.
Από το 1453 έως το 1934, την περίοδο που η Αγία Σοφία λειτουργούσε ως τζαμί, υπεύθυνο για τη λειτουργία της ήταν το οικείο ευαγές ίδρυμα (βακούφι). Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, τη διαχείριση αυτών των ιδρυμάτων ανέλαβε μια νέα κυβερνητική υπηρεσία, η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων. Η Αγία Σοφία συνέχισε να λειτουργεί ως χώρος λατρείας μέχρι το 1931, όταν οι συντηρητές άρχισαν να αποκαλύπτουν τον ψηφιδωτό διάκοσμο στο εσωτερικό της. Το 1934, ως απάντηση στην τεράστια επιτυχία των έργων συντήρησης, το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να μεταφέρει το μνημείο από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας.
Η αλλαγή στο φορέα διαχείρισης του μνημείου συνέπεσε με τη μεταβολή στο καθεστώς λειτουργίας του, καθώς η Αγία Σοφία έπαψε να αποτελεί χώρο λατρείας. Σήμερα το κτίριο ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, το οποίο διαδέχτηκε το Υπουργείο Παιδείας στον ρόλο αυτό. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια η χρήση του χώρου έχει διευρυνθεί, ώστε να επιτρέπει και πάλι την έκφραση της ισλαμικής πίστης. Το 1991 ένα από τα κτίρια του συμπλέγματος της Αγίας Σοφίας άρχισε να λειτουργεί ως χώρος προσευχής. Από το 2016 και μετά η Αγία Σοφία διαθέτει το δικό της ιμάμη, από τον μιναρέ της αντηχεί το κάλεσμα στην προσευχή. Επιπλέον κάθε χρόνο, στην εορτή της Νύχτας του Θεσπίσματος (λαϊλάτ αλ-καντρ), το κτίριο φιλοξενεί την ανάγνωση του Κορανίου και οι πιστοί είναι ελεύθεροι να προσευχηθούν στο εσωτερικό του.
Υπό μία έννοια, λοιπόν, η Αγία Σοφία ήδη λειτουργεί συγχρόνως ως μουσείο και ως τζαμί. Η διεύρυνση του θρησκευτικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας δεν έχει προκαλέσει ζημιές στο κτίριο ή στον ψηφιδωτό του διάκοσμο. Το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού παραμένει ένας ευσυνείδητος διαχειριστής του μνημείου.
Ωστόσο, στην Τουρκία ακούγονται εδώ και καιρό φωνές που υποστηρίζουν ότι η απόδοση της Αγίας Σοφίας στο υπουργείο ήταν παράνομη. Ισχυρίζονται ότι το υπουργικό συμβούλιο δεν είχε το δικαίωμα να «εκκοσμικεύσει» το μνημείο το 1934, καθώς το νομικό καθεστώς των βακουφιών είναι αμετάβλητο και ορίζεται στο διηνεκές. Για αυτούς, ο νόμιμος φορέας διαχείρισης της Αγίας Σοφίας είναι η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων.
Στην Τουρκία, κατά τα τελευταία χρόνια πολλά άλλα βυζαντινά μνημεία έχουν περάσει στη δικαιοδοσία της Γενικής Διεύθυνσης και έχουν μετατραπεί σε χώρους ισλαμικής λατρείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας, το νομικό καθεστώς της οποίας αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης από το 2013. Μια απόπειρα να ανοίξει ο χώρος στην ισλαμική λατρεία συνοδεύτηκε από την κατασκευή περίπλοκων καλυμμάτων που έκρυβαν τα βυζαντινά ψηφιδωτά. Ένα δεύτερο παράδειγμα, λιγότερο γνωστό, είναι η Αγία Σοφία της Βιζύης, τη μετατροπή της οποίας σε τζαμί το 2006 ακολούθησαν εργασίες συντήρησης υπό της εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, που προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στο κτίριο.
Αυτό λοιπόν που μας κάνει να ανησυχούμε είναι το ενδεχόμενο η μέχρι τώρα λεκτική αντιπαράθεση να οδηγήσει σε αντίστοιχα ανεύθυνες επεμβάσεις στην Αγία Σοφία, με αποτέλεσμα τη φθορά ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων και την απόκρυψη των έργων τέχνης στο εσωτερικό της.
Ένα μνημείο τόσο όμορφο, ένα ιστορικό κειμήλιο τόσο πολύτιμο όσο η Αγία Σοφία δεν πρέπει να καταλήξει εργαλείο σε παιχνίδια εξωτερικής πολιτικής. Στους αιώνες της ύπαρξής της, η Αγία Σοφία προστατεύτηκε από τη φθορά του χρόνου χάρη στο έργο των Βυζαντινών, Οθωμανών και Τούρκων διαχειριστών της, που κράτησαν ζωντανή τη σημασία του μνημείου όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για τις επόμενες γενιές. Ως μελετητές της τέχνης και του πολιτισμού του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό η τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσει αυτήν την παράδοση της ευσυνείδητης διαχείρισης.