Την αντίθεσή τους με το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης εκφράζουν σε ανακοίνωσή διαμαρτυρία οι Αρχαιολόγοι.
Πιο αναλυτικά ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων σχολιάζει καταρχήν το γεγονός ότι το νομοσχέδιο εισήχθη προς ψήφιση εν μέσω πανδημίας και γενικότερα «σε συνθήκες αιφνιδιασμού των δημοσίων υπηρεσιών και των φορέων».
Όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι το νομοσχέδιο «δεν στοχεύει στην προστασία του περιβάλλοντος» ενώ «αποτελεί προάγγελο κακών ειδήσεων, φέροντας προ τετελεσμένων καταστάσεων και ζητήματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, για τα οποία έχει αγωνιστεί και έχει κατοχυρώσει στο παρελθόν η Αρχαιολογική Υπηρεσία και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων».
Διαβάστε αναλυτικά την ανακοίνωση διαμαρτυρία:
«Σε συνθήκες περιορισμένων δυνατοτήτων και χρόνου διαβούλευσης, από την 4η έως την 18η Μαρτίου, ημερομηνία που είχαν αρχίσει πλέον να εφαρμόζονται τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας στη χώρα μας, και γενικότερα σε συνθήκες αιφνιδιασμού των δημοσίων υπηρεσιών και των φορέων εμφανίστηκε από την παρούσα κυβέρνηση το σ.ν για τον Εκσυγχρονισμό της Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας.
Η σύντομη διαβούλευση, υπό την πίεση και των πρώτων μέτρων της πρωτόγνωρης πανδημίας, έκλεισε με περισσότερα από 1500 σχόλια από φορείς και πολίτες, η πλειοψηφία των οποίων ζητούσε την απόσυρση διατάξεων με αρνητικές συνέπειες για την προστασία του περιβάλλοντος, αίτημα που δεν έγινε δεκτό, παρά τις επικρατούσες συνθήκες και τη σημασία του νομοσχέδιο. Με τον χρόνο της διαβούλευσης να μην ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα και τις πρακτικές της δημόσιας διαβούλευσης (σύμβαση Aarhus, σχετικές οδηγίες Ε.Ε.) και με αδυναμία συμμετοχής των φορέων στην Ολομέλεια της Βουλής που ακολούθησε, η κυβέρνηση αποφάσισε να περάσει από τη Βουλή, ένα από τα σημαντικότερα νομοσχέδια, το οποίο αφορά ρυθμίσεις του πολυτιμότερου αγαθού, μετά την Υγεία, που είναι το Περιβάλλον, η σημασία του οποίου σε σχέση με τη δημόσια Υγεία αποδεικνύεται πλέον σήμερα και από τις επιπτώσεις που ανιχνεύονται από τον επιστημονικό κόσμο και στην περίπτωση της τωρινής πανδημίας.
Από την πρώτη ανάγνωση, επί των γενικών αρχών του αλλά και των επιμέρους άρθρων και ιδίως την εσπευσμένη, εν μέσω της παραπάνω συγκυρίας, εισαγωγής του στη Βουλή, είναι φανερό ότι το νομοσχέδιο για το περιβάλλον δεν στοχεύει στην προστασία του. Αντίθετα, έρχεται να συμπληρώσει τον Νόμο 4535/2019 ‘Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις’, που ψηφίστηκε τον περασμένο Οκτώβριο από τη Βουλή, για τον οποίο ο ΣΕΑ είχε ήδη εκφράσει ανησυχία και αρκετές επιφυλάξεις, ως προς τα θέματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το εν λόγω νομοσχέδιο, θεωρώντας εξ αρχής την περιβαλλοντική αδειοδότηση, με τους ισχύοντες νόμους, χρονοβόρα διαδικασία, επιχειρεί να την υποβαθμίσει σε απλή γνωστοποίηση ειλημμένων αποφάσεων, με μη αναστρέψιμες βλάβες και για το περιβάλλον αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και εντοπισμένων θέσεων. Αυτό, άλλωστε, διαφαίνεται και σε διατάξεις, όπως λ.χ. τις ‘φωτογραφικές’ ρυθμίσεις υπέρ της Ελληνικός Χρυσός, τις νέες ρυθμίσεις για τους δασικούς χάρτες, με σκοπό την απαλλαγή χαρακτηρισμού τους κ.ά., με δεδομένο μάλιστα ότι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία έχουν διαφυλάξει έως σήμερα στον περιβάλλοντα χώρο τους πολλές ελκυστικές αδόμητες εκτάσεις, με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος και πλούσιο υπέδαφος ή άλλα πολύτιμα στοιχεία, που με ένα νομοσχέδιο όπως αυτό, θα διευκολύνονται ποικίλες επενδύσεις προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων, με αμφίβολες πλέον τις δυνατότητες προστασίας τους.
Εμφανής είναι επίσης ο κίνδυνος από την εκχώρηση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) σε ιδιώτες, με ασφυκτικές πλέον προθεσμίες για τις γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιών. Η καθιέρωση του ιδιώτη αξιολογητή για τις ΜΠΕ θέτει εκ προοιμίου υπό εύλογη αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα της διαδικασίας της αδειοδότησης, η οποία ούτως ή άλλως έως σήμερα ολοκληρωνόταν σε αυστηρά στενά χρονικά πλαίσια, χωρίς ποτέ να έχει αποτελέσει εμπόδιο σε κάθε είδους επενδύσεις ή έργα, δημόσια, δημοτικά ή ιδιωτικά.
Με τις διατάξεις του νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας δίνονται επιπλέον δυνατότητες επέκτασης λατομείων, εκτός των ορίων που τούς έχει χορηγηθεί αδειοδότηση, με εξωπραγματικές παρατάσεις σε λατομεία να λειτουργούν έως την συμπλήρωση εβδομηκονταετίας και όσο υπάρχουν αποθέματα που υπολείπονται, ισχύουν οι εκτός προθεσμίας απορριφθείσες συμβάσεις για μίσθωση δημοσίων λατομείων, καταργούνται πρόστιμα για εκτός των ορίων εκμετάλλευση λατομικού χώρου κ. ά. για τα οποία θα κληθούμε στο άμεσο μέλλον να αγωνιστούμε από την αρχή.
Το νομοσχέδιο έρχεται να νομιμοποιήσει αυθαίρετα εντός δασικών εκτάσεων και ρεμάτων ή και υγροβιότοπων, ενώ με την προώθηση μεταλλευτικών δραστηριοτήτων και εξορύξεων σε περιοχές που προστατεύονται και την κατάργηση των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (ΦΔΠΠ) εκθέτει σε περαιτέρω κινδύνους τις περιοχές αυτές, ανοίγοντας τον δρόμο σε αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος. Το νομοσχέδιο, που προωθείται χωρίς ουσιαστικό διάλογο με τους αρμόδιους φορείς, ενώ θα έπρεπε να έχει αποσυρθεί για να επανέλθει ύστερα από ολοκληρωμένη και αδιάβλητη διαβούλευση, αποτελεί προάγγελο κακών ειδήσεων, φέροντας προ τετελεσμένων καταστάσεων και ζητήματα προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, για τα οποία έχει αγωνιστεί και έχει κατοχυρώσει στο παρελθόν η Αρχαιολογική Υπηρεσία και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Σε πολλές από τις διατάξεις του επίσης παραβιάζει θεμελιώδεις Συνταγματικές διατάξεις, όπως το άρθρο 24, αλλά και Διεθνείς Συμβάσεις, ενώ οι επιχειρούμενες αλλαγές σε περιοχές ΝΑΤURA, τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και οι εσπευσμένες αδειοδοτήσεις εκτεταμένων αιολικών πάρκων στην ξηρά και τη θάλασσα, θα επιφέρουν μη αναστρέψιμες αλλαγές σε περιοχές που το φυσικό περιβάλλον αρχαιολογικών χώρων περιοχών, αρμοδιότητας της Α.Υ., έχει παραμείνει έως σήμερα αλώβητο, βλάπτοντάς το άμεσα και έμμεσα.
Άλλωστε, η διεθνής, ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία δεν συνδέει τυχαία φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η σχέση τους είναι άρρηκτη και η προστασία και διατήρησή τους για τις επερχόμενες γενιές υποχρέωση του κράτους, δηλαδή όλων μας.
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι αρκετές περιοχές NATURA συμπίπτουν ή και γειτνιάζνουν άμεσα με εμβληματικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως συμβαίνει με αρχαία Ολυμπία, Άγιον Όρος ή Στυμφαλία. Βλέπουμε δηλ. όπως π.χ. στην περίπτωση της Αρχαίας Ολυμπίας, που αποτελεί χαρακτηρισμένο Βιότοπο και Τόπο Κοινοτικής Σημασίας (GR2330004) στο δίκτυο NATURA 2000, αλλά και Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (ΤΙΦΚ) (ΑΤ1010004), ότι μέσω των περιορισμών που επιβάλλονται στους όρους δόμησης (βλ. κήρυξη Αρχαιολογικών Χώρων και ορισμός Αρχαιολογικής Ζώνης Α) των γειτνιαζουσών περιοχών, συντελείται η προστασία φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της αντίστοιχης χωρικής ενότητας. Αυτή είναι η επιτομή της βιώσιμης ανάπτυξης και της προστασίας της ποιότητας ζωής των κατοίκων και των επισκεπτών των περιοχών αυτών, και όχι αυτά που «ευαγγελίζεται» ως “ανάπτυξη” το νομοσχέδιο αυτό.
Η σαφής επίθεση που επιχειρείται στο φυσικό περιβάλλον (ασφυκτικές προθεσμίες περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων από την Α.Υ., αδειοδοτήσεις fast-truck όχι από δασολόγους, αλλά από ιδιώτες με αλλότρια ειδικότητα, σχετικά με τα δασικά, ουσιαστική κατάργηση των δασικών χαρτών, ουσιαστική κατάργηση των φορέων διαχείρισης περιοχών NATURA κ.λ.π.) αποτελεί αυτομάτως κίνδυνο και για το πολιτιστικό περιβάλλον. Στο σημείο αυτό φαίνεται δραματικά επίκαιρη η ρήση του Κων/νου Μητσοτάκη για τις ‘δύο πληγές’ της χώρας: «Πριν από 25 χρόνια είχα πει, εδώ, από την ίδια θέση ως υπουργός Συντονισμού, ότι η Ελλάς έχει δύο πληγές: τη Δασική Υπηρεσία και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Δυστυχώς, και μετά από 25 χρόνια, πρέπει να ξαναπώ το ίδιο. Πρέπει να απελευθερωθεί η ελληνική γη όσο μπορούμε γρηγορότερα, γιατί αποτελεί το μοχλό της ανάπτυξης», Κων/νος Μητσοτάκης, 2005.
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων τάσσεται στο πλευρό όλων των φορέων που αντέδρασαν στην ψήφιση από τη Βουλή του νομοσχεδίου για την αλλαγή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στη χώρα, που προωθήθηκε με τη διαδικασία κατεπείγοντος εν μέσω πανδημίας από τον Υπουργό του ΥΠΕΝ, και θα συνεχίσει κάθε προσπάθεια για την κατάργηση των διατάξεων που βλάπτουν ανεπανόρθωτα το φυσικό περιβάλλον των αρχαιολογικών χώρων του τόπου μας».