Αρνε Νταλ: «Είναι αξιοπερίεργο ότι η διαφθορά δεν τιμωρείται από τον ελληνικό λαό»

Αρνε Νταλ: «Είναι αξιοπερίεργο ότι η διαφθορά δεν τιμωρείται από τον ελληνικό λαό»
Συνέντευξη με τον Σουηδό συγγραφέα Arne Dahl (Άρνε Νταλ). (ΚΩΣΤΑΣ ΤΖΟΥΜΑΣ/EUROKINISSI)

Ο σπουδαίος εκπρόσωπος του σουηδικού crime fiction μιλάει για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις στις εκλογές, για την άνοδο του ρατσισμού στη Σουηδία και τη διαφθορά στον ευρωπαϊκό Bορρά και Nότο

Ανταλλάσσουμε τις πρώτες μας κουβέντες με ηχητική υπόκρουση τις εξατμίσεις στην Ιπποκράτους σχολιάζοντας την ομορφιά των προύνων και των νεραντζιών που στριμώχνονται στο πεζοδρόμιο. Λέμε για το καλοκαίρι που φέτος δεν λέει να έρθει. Ο συγγραφέας Αρνε Νταλ –του οποίου το κανονικό όνομα είναι Γιαν Αρναλντ– βρέθηκε για λίγες ημέρες στην Αθήνα. Τα βιβλία του έχουν πουλήσει περισσότερα από 5 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 32 γλώσσες. Εγινε διάσημος χάρη στη σειρά αστυνομικών μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστές τα μέλη της ομάδας Αλφα και τη βραβευμένη τετραλογία με πρωταγωνιστές τα μέλη της ομάδας Opcop.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο το βιβλίο του «Τρία στην πέμπτη» (μτφρ. Γρ. Κονδύλης), που γράφτηκε εν μέσω πανδημίας και αποτελεί το πέμπτο και τελευταίο μέρος της σειράς των Μπέργερ και Μπλουμ. «Ενιωσα ότι έκλεισε πλέον ο κύκλος» λέει όταν τον ρωτάω γιατί οι ήρωες μας αποχαιρετούν. Ο Σαμ Μπέργερ και η Μόλι Μπλουμ αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν το μυστήριο μιας σειράς πτωμάτων που βρίσκονται στο αρχιπέλαγος – σύντομα θα ανακαλύψουν ότι έχουν καταψυχθεί με υγρό άζωτο. Οι δυο τους θα προσπαθήσουν να προλάβουν τις εξελίξεις ώστε να μείνουν ζωντανοί όσοι γνωρίζουν στοιχεία για την υπόθεση. Η συζήτηση με τον Σουηδό συγγραφέα ξεκινά με σχόλια για την τωρινή επίσκεψή του στη χώρα μας. Τελευταία φορά ήταν στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια.

Ερχεστε συχνά. Πώς βλέπετε τα πράγματα στην Ελλάδα σε σχέση με την προηγούμενη φορά;

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να δω σε βάθος την κοινωνία σας, αλλά σαφώς εντοπίζω αλλαγές. Βλέπω και διαβάζω ότι υπάρχουν συνεχώς διαμαρτυρίες, αστυνομική βία στα πανεπιστήμια, διαδηλώσεις για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη και περιστατικά διαφθοράς. Και παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση επιβιώνει. Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει κάποιος την ελληνική κοινωνία, αλλά δεν είστε οι μόνοι που περνούν δύσκολα. Η Ευρώπη στο σύνολό της βρίσκεται σε σημείο καμπής. Εσείς όμως συμπεριφέρεστε αυτοκαταστροφικά. Γιατί; Είναι αξιοπερίεργο ότι η διαφθορά δεν τιμωρείται από τον ελληνικό λαό – τουλάχιστον αυτό δείχνει το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου.

Στη Σουηδία πώς είναι τα πράγματα;

Είναι ακόμη πιο δύσκολο να ερμηνευτεί η κατάσταση, επειδή η οικονομία δείχνει να βελτιώνεται. Φυσικά ό,τι συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο συμβαίνει και εκεί: συνεχώς ανοίγει η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Στη Σουηδία παρατηρείται ξαφνική άνοδος του ρατσισμού. Πέρα από αυτό έχουμε συχνά περιστατικά βίας. Στα προάστια δεκατριάχρονοι πυροβολούνται μεταξύ τους με ημιαυτόματα όπλα. Η Σουηδία δεν είναι πλέον ο παράδεισος που ήταν ή, ας το πούμε αλλιώς, δεν εξυπηρετεί πλέον την αυτοεικόνα της περί παραδείσου.

Τελικά υπήρξε ποτέ παράδεισος;

Οχι, αλλά καταφέραμε να εξάγουμε αυτή την εικόνα για ένα μικρό διάστημα κατά το οποίο μπορούσαμε να απομονωθούμε και να προσποιούμαστε τους ουδέτερους του Βορρά. Δεν ήμασταν ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με τους Σοβιετικούς κι έτσι μεταξύ μας διατηρήσαμε αυτή την εικόνα και ήμασταν ικανοποιημένοι. Είχαμε αυτό το πλεονέκτημα επειδή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν καταστραφήκαμε όπως η υπόλοιπη Ευρώπη και είχαμε βιομηχανική ανάπτυξη, εξαιτίας της οποίας δημιουργήθηκε η ανάγκη για εισροή μεταναστών. Υπήρχε επίσης η ιδέα του κράτους πρόνοιας, το οποίο μπόρεσε να εφαρμοστεί σε ένα βαθμό. Τη δεκαετία του 1960 ίσως κανείς να μην πεινούσε και να μην είχε ανάγκη να εγκληματήσει για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αργότερα άλλαξε η κατάσταση. Οι διαφορές πλέον δεν είναι τόσο σημαντικές. Στην Ελλάδα βέβαια όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου η διαφθορά μάλλον είναι αυτονόητο κομμάτι του συστήματος∙ στη Σουηδία εξακολουθεί να παραμένει κρυφή. Ωστόσο το πρόβλημα είναι υπαρκτό και στις δύο περιπτώσεις.

Οσοι είχαμε σχηματίσει την εικόνα επίγειου παραδείσου για τη Σουηδία καταλάβαμε πολύ καλύτερα το πρόβλημα της διαφθοράς του συστήματος μέσα από το crime fiction. Οι περισσότεροι από εμάς αρχικά από τα βιβλία του Στιγκ Λάρσον.

Η παράδοση του σουηδικού crime fiction είναι η κοινωνική κριτική. Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει το είδος αριστερίζον, αλλά κατά βάση έδρασε απομυθοποιητικά στην εικόνα περί παραδείσου. Και όλοι μας – προσωπικά άρχισα να γράφω πριν από τον Στιγκ Λάρσον– γίναμε μέρος του κύματος που ακολούθησε την επιτυχία των δικών του βιβλίων. Στο σουηδικό crime fiction ήταν απαραίτητη η κοινωνική ατζέντα, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Σε κάθε περίπτωση το σουηδικό crime fiction έχει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, δεν προσφέρεται απλώς για να περνάς ευχάριστα την ώρα σου.

Ποιες είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ του σουηδικού, του νορβηγικού, του δανέζικου και του ισλανδικού crime fiction;

Το crime fiction στις σκανδιναβικές χώρες ξεκίνησε από τη Σουηδία τη δεκαετία του 1960, τότε που από την παράδοση των μυθιστορημάτων της Αγκαθα Κρίστι περάσαμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα με κοινωνικοπολιτική οπτική. Στην Ισλανδία είναι λίγο δύσκολο το είδος διότι κανείς δεν δολοφονείται και δεν υπάρχουν serial killers. Στη Δανία το είδος μεταπήδησε σύντομα από τα βιβλία στις τηλεοπτικές σειρές. Η Δανία είναι το μέρος όπου όλοι θα θέλαμε τα βιβλία μας να γίνουν ταινίες και σειρές. Η Νορβηγία έχει μικρή παραγωγή ετησίως αλλά πολύ υψηλή ποιότητα. Την περασμένη χρονιά εκδόθηκαν 400 βιβλία crime fiction στη Σουηδία και μόλις 40 στη Νορβηγία. Πέραν αυτών, έχουμε εντελώς διαφορετική προσέγγιση των καταστάσεων. Οι Σουηδοί συνήθως εμπιστευόμαστε την αστυνομία. Οι κεντρικοί ήρωες των βιβλίων μας είναι αστυνομικοί. Στους Ελληνες αναγνώστες μάλλον ακούγεται περίεργο αυτό, όπως και στους Δανούς που δεν εμπιστεύονται την αστυνομία. Είναι πάντως μεγάλη κουβέντα το πόσο εμπιστευόμαστε αυτούς που έχουν κληθεί να μας προστατέψουν.

Το όνομα Αρνε Νταλ δεν είναι το πραγματικό σας. Για χρόνια κανείς δεν ήξερε ότι ήσασταν ο κριτικός λογοτεχνίας Γιαν Αρναλντ. Επιλέξατε το ψευδώνυμο για να μπορείτε να γράφετε πιο ελεύθερα;

Ναι, αλλά αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια. Ξεκίνησα να γράφω με το πραγματικό μου όνομα στα 20 μου – τα δύο βιβλία που έγραψα έχουν εκδοθεί. Σύντομα όμως κατάλαβα ότι στόχευα κάπως ψηλά. Η λογοτεχνία άρχισε να παίρνει κολοσσιαίες διαστάσεις μέσα μου και μου φαινόταν δύσκολο να ανταποκριθώ. Χρειάστηκα μια αλλαγή ώστε να απελευθερωθώ από αυτήν τη δέσμευση. Αρχισα να γράφω crime fiction επειδή συνειδητοποίησα πόσο μου άρεσε να αφηγούμαι ιστορίες. Χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο κατάφερα να νιώσω τη συγκίνηση της συγγραφής. Ειλικρινά, ένιωσα ότι ξαναγεννήθηκα. Εχοντας αποκτήσει νέο όνομα και νέα ταυτότητα, προσπάθησα να προσφέρω όση ποιοτική δουλειά μπορούσα στο crime fiction. Ηδη από τη δεκαετία του 1960 στη Σουηδία το είδος αυτό υπηρετούσαν πολύ καλοί συγγραφείς, οπότε ήταν πρόκληση για μένα. Πέντε χρόνια και πέντε μυθιστορήματα μετά μαθεύτηκε ότι ο Αρνε Νταλ και ο Γιαν Αρναλντ ήταν το ίδιο πρόσωπο.

Εχετε γράψει εκατοντάδες κείμενα με την ιδιότητα του κριτικού λογοτεχνίας. Πώς νιώθετε όταν διαβάζετε κριτικές άλλων για τα δικά σας βιβλία;

Στον κόσμο της λογοτεχνίας μπήκα ως συγγραφέας. Δεν ήταν ποτέ η φιλοδοξία μου να γίνω κριτικός, ακόμη κι αν αυτή η ιδιότητα μου πρόσφερε την ευκαιρία να διαβάσω πολλά βιβλία πολλών ειδών τα οποία υπό άλλες συνθήκες ίσως να μη διάβαζα. Σε ό,τι αφορά τα δικά μου βιβλία, μου είναι πολύ δύσκολο να διαβάζω τις κριτικές, ειδικά τις αρνητικές. Ξέρετε τι λένε. Οτι αν διαβάσεις δέκα θετικές κριτικές και μία αρνητική, η αρνητική είναι εκείνη που θα θυμάσαι. Με τα χρόνια έχω γίνει κάπως σκληρόπετσος αλλά μου πήρε καιρό.

Θα ήθελα να αναφερθούμε στο νέο βιβλίο σας «Τρία στην πέμπτη», το οποίο αποτελεί καίριο σχόλιο πάνω στην επιθυμία για αιώνια ζωή.

Η ιδέα της παράτασης της ανθρώπινης ζωής στριφογύριζε στο μυαλό μου για καιρό. Η τεχνολογία του DNA χρησιμοποιείται πλέον για τη βελτίωση των γονιδίων. Μπορεί κάποιος για παράδειγμα να επιλέξει τι χρώμα θα είναι τα μάτια του παιδιού που πρόκειται να φέρει στον κόσμο ή τι ύψος θα έχει. Αυτό με προβληματίζει σχετικά με το τι ζωή θέλουμε να έχουμε. Η επιστήμη και η τεχνολογία μπορούν πλέον να μας προσφέρουν μακροζωία, απαλλάσσοντάς μας από ασθένειες που ταλαιπωρούν το ανθρώπινο γένος εδώ και χιλιετίες. Αν έχουμε πρόβλημα με το συκώτι ή το νεφρό μας, μπορούμε να τα αντικαταστήσουμε με υγιή. Μπορούμε επίσης να κάνουμε μεταμόσχευση καρδιάς. Με τον εγκέφαλο όμως τι συμβαίνει; Εφαρμόζουμε πλέον μεθόδους, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της κρυογονικής, που μας απομακρύνουν πλήρως από τον φυσικό τρόπο ζωής. Τον τελευταίο καιρό μαθαίνουμε για τα επιτεύγματα της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία επίσης ανήκει στο τεχνολογικό και επιστημονικό πλαίσιο που θέλει τους ανθρώπους μη ανθρώπινους.

Η εμμονή μας με τη νεότητα και την αιώνια ζωή δεν είναι δείγμα ότι μάλλον δεν ζούμε όπως επιθυμούμε; Αλλιώς γιατί να ζητάμε συνεχώς παράταση ή να δίνουμε ραντεβού με τη ζωή σε άλλο τόπο και χρόνο;

Δεν είναι οι λάτρεις της ζωής εκείνοι που επιδιώκουν τη μακροζωία. Οσοι αγαπούν τη ζωή προσπαθούν να την απολαμβάνουν κάθε στιγμή. Δεν είναι απαραίτητο να φτάσεις 130 ετών. Ακούγεται εφιαλτικό. Πώς να γεμίσεις μια τόσο μακρά ζωή; Το φαγητό και το ποτό θα σε στείλουν στον θάνατο, το ίδιο και άλλες συνήθειες ή δραστηριότητες που σου προσφέρουν χαρά. Για να διατηρηθείς ζωντανός για τόσα χρόνια θα πρέπει να ζεις με το σταγονόμετρο. Ε τέτοια ζωή δεν τη θέλω!

Σαν ένα πάρτι όπου δεν συμβαίνει τίποτε;

Ακριβώς, μόνο που κρατάει πολύ.

Documento Newsletter